Χλαμύδα
Η χλαμύδα (αρχ. χλαμύς) ήταν ένα είδος ενδύματος στην αρχαία Ελλάδα, που χρησιμοποιείτο κυρίως ως πανωφόρι. Ήταν ένα ανδρικό ένδυμα, που έμοιαζε με κοντό μανδύα, με το οποίο απεικονιζόταν χαρακτηριστικά ο θεός Ερμής [α] και το φορούσαν οι ταξιδιώτες, οι κυνηγοί και οι στρατιώτες. Οι στρατιώτες συγκεκριμένα φορούσαν ένα είδος χλαμύδας που ονομαζόταν εφαπτίδα (αρχ: ἐφαπτίς).
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ο όρος χλαμύδα επανεμφανίζεται στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, για να περιγράψει μια μακρύτερη εκδοχή του ενδύματος, που αποτελούσε βασικό μέρος της ενδυμασίας των αυτοκρατόρων, αλλά και των βυζαντινών αξιωματούχων, τουλάχιστον ως τον 12ο αιώνα.
Περιγραφή και χρήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην κλασική της μορφή, μια χλαμύδα παρασκευαζόταν από μάλλινες κλωστές που υφαίνονταν χωρίς ραφές, σε παραλληλόγραμμο σχήμα και στο μέγεθος μιας κουβέρτας, ενώ συνήθως διέθετε περίγραμμα. Φοριόταν ρίχνοντάς την κοντή της πλευρά πάνω από τον αριστερό ώμο και σταθεροποιώντας την πάνω στον δεξιό ώμο, με χρήση, αρχικά, κάποιας περόνης και μεταγενέστερα κάποιας πόρπης και σπανιότερα κάποιου κομβίου.
Τυπικά, φοριόταν ως ελαφρύ πανωφόρι πάνω από έναν χιτώνα, αλλά στις τέχνες (σε αγγειογραφίες, τοιχογραφίες, ψηδιδωτά ή αγάλματα) συχνά απεικονίζονται ανδρικές μορφές που φορούν μια χλαμύδα ως μοναδικό ρούχο.
Επειδή η σταθεροποίηση πάνω από τον δεξιό ώμο έδινε πλήρη ελευθερία κινήσεων στο δεξί χέρι, αλλά περιόριζε το αριστερό, η χλαμύδα μπορούσε να «ριχτεί» ώστε να κρέμεται ολόκληρη πίσω στην πλάτη και να απελευθερωθεί πλήρως και το αριστερό χέρι [β][1]. Υπάρχουν επίσης παραστάσεις, αλλά και περιγραφές για το πώς ένας χλαμυδοφόρος μπορούσε να μαζέψει και να κρατήσει τη χλαμύδα στο αριστερό του χέρι για να μην εμποδίζει τις κινήσεις του ή ακόμα και να τη χρησιμοποιήσει για την άμυνά του ελλείψει ασπίδας [1]. Πέρα από τη χρήση ως πανωφόρι, μια χλαμύδα μπορούσε να αξιοποιηθεί και ως κουβέρτα για τον ύπνο (λ.χ. από ταξιδιώτες ή στρατιώτες που διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο).
Οι αρχαίοι συγγραφείς υποστήριζαν ότι η χλαμύδα προερχόταν από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία και ότι ήταν ένδυμα των ταξιδιωτών, των κυνηγών, των στρατιωτών, αλλά και των εφήβων στην αρχαία Αθήνα. Το χρώμα, αλλά και η ιδιαίτερη διακόσμησή της διέφερε ανάλογα με τη χρήση, την ηλικία και την κοινωνική θέση του κατόχου της. Υπάρχουν αναφορές για ιδιαίτερα πολυτελή διακόσμηση με χρυσά κεντήματα, από γειτονικούς λαούς, αλλά και από διάφορες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας. [1]
Παρεμφερή ενδύματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πέρα από τη χλαμύδα, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ως πανωφόρι και το ιμάτιο. Ωστόσο, η χλαμύδα ήταν πιο μικρή σε μέγεθος και ελαφρύτερη, αλλά με περισσότερη διακόσμηση. Επίσης, διέφερε ο τρόπος που το φορούσαν, καθώς το ιμάτιο τυλιγόταν γύρω από το σώμα και δεν στερεωνόταν με χρήση πόρπης [γ].
Πέρα από τους αρχαίους Έλληνες, ανάλογο ένδυμα είχαν και οι γειτονικοί λαοί (και στην ανατολή, αλλά και στη δύση)· χλαμύδες ή παρόμοια ενδύματα εμφανίζονται και σε έργα τέχνης των Ετρούσκων. Στον στρατό της αρχαίας Ρώμης, οι ανώτεροι αξιωματικοί φορούσαν μια πορφυρή χλαμύδα που ονομαζόταν paludamentum, ενώ οι κατώτεροι αξιωματικοί και οι απλοί στρατιώτες φορούσαν τον σάγο (sagum) [δ]· αυτά τα δύο ενδύματα διέφεραν μεταξύ τους κυρίως ως προς το υλικό και την ποιότητα. Αξιοσημείωτο είναι πως σε έργα της ρωμαϊκής λογοτεχνίας αποτυπώνεται και ο όρος sagochlamys [ε].
Βυζαντινή περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, η χλαμύδα ως είδος ένδυσης αξιοποιήθηκε και στο ρωμαϊκό κράτος, όπου απέκτησε έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Η ένδυση με το ρωμαϊκό paludamentum πήρε έναν τελετουργικό χαρακτήρα που σήμαινε την αποχώρηση του ατόμου για τον πόλεμο. [ζ][3] Η αξία του έγινε ακόμα μεγαλύτερη κατά τη μετάβαση του ρωμαϊκού κράτους από τη Δημοκρατία στην Αυτοκρατορία, όταν η χρήση του paludamentum έγινε αποκλειστικό προνόμιο του αυτοκράτορα. Η απαρχή της Βυζαντινής περιόδου, με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, την απώλεια των εδαφών στη λατινόφωνη Δύση και τον περιορισμό της αυτοκρατορίας στην ελληνόφωνη Ανατολή, σήμανε και την αναβίωση της ελληνικής λέξης χλαμύδα.
Φέροντας πλέον τη ρωμαϊκή επίδραση των αιώνων που προηγήθηκαν, η βυζαντινή χλαμύδα είναι μακρύτερη σε σχέση με την ελληνική χλαμύδα της κλασικής αρχαιότητας. Επιπλέον, φέρει και συγκεκριμένη διακόσμηση, το ταβλίον, μια τραπεζοειδή κεντητή διακόσμηση που εμφανίζεται στα δύο αντικριστά άκρα της χλαμύδας. Η χρήση της χλαμύδας στη βυζαντινή περίοδο επεκτείνεται ξανά πέρα από τον αυτοκράτορα και στους αξιωματούχους της αυλής του. Ωστόσο, ο συμβολικός χαρακτήρας παραμένει ισχυρός, καθώς μόνο ο αυτοκράτορας μπορεί να φέρει πορφυρή χλαμύδα με χρυσοκέντητο ταβλίον. Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός είναι πως για πρώτη φορά γίνεται μέρος της ένδυσης μιας γυναίκας, πιο συγκεκριμένα της αυτοκράτειρας, που είναι η μόνη που αποκτά το δικαίωμα να φορά χλαμύδα.
Σταδιακά, ένα άλλο είδος ενδυμασίας που χαρακτηρίζεται από τη χρήση του αυτοκρατορικού λώρου αντί της χλαμύδας άρχισε να επικρατεί και να καθιερώνεται ως η επίσημη, τελετουργική ενδυμασία των αυτοκρατόρων και των αυτοκράτειρων. Ωστόσο, θεωρείται πως η χλαμύδα παρέμεινε μέρος της καθημερινής, μη επίσημης ενδυμασίας των αυτοκρατόρων για αρκετό χρονικό διάστημα, ενώ παράλληλα παρέμεινε απαραίτητη στην επίσημη ενδυμασία των λοιπών αξιωματούχων της αυλής μέχρι τον 12ο αιώνα.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Χιτώνας, το βασικότερο ένδυμα της αρχαιότητας.
- Ιμάτιο, άλλο είδος ενδύματος που φοριόταν ως πανωφόρι.
- Σάγος, αντίστοιχο ρωμαϊκό στρατιωτικό ένδυμα.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ήταν χαρακτηριστικό ένδυμα του θεού Ερμή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν ο μοναδικός θεός που απεικονιζόταν να τη φοράει.
- ↑ Μέσα από τη σύγχρονη οπτική, θα λέγαμε ότι με αυτόν τον τρόπο μετατρεπόταν σε κάπα.
- ↑ Ο Όμηρος αναφέρει ότι η χλαίνα (ένα βαρύτερο είδος ιματίου) σταθεροποιείτο με περόνη, όμως τέτοιος τρόπος ένδυσης δεν καταγράφεται σε μεταγενέστερη εποχή για τα ιμάτια.[2]
- ↑ Ο ιστορικός Πολύβιος μεταφράζει τον σάγο ως εφαπτίδα. [2]
- ↑ Ετυμολογείται από τη σύνθεση των λέξεων σάγος και χλαμύδα· το ελληνικό αντίστοιχο σαγοχλαμύς δεν έχει καταγραφεί σε κάποια πηγή.
- ↑ Η ρωμαϊκή παράδοση επέβαλε ότι ένας άνδρας έπρεπε, εντός των ορίων της Ρώμης, ως πολίτης να φοράει την τήβεννο και εκτός των ορίων της, ως στρατιώτης να φοράει τη χλαμύδα.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Smith, William (1890). A Dictionary of Greek and Roman Antiquities. London: J. Murray. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2024.