Επιστήμονας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο επιστήμονας Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν, ο οποίος έλαβε το βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1901 για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ.[1]

Ως επιστήμονας χαρακτηρίζεται ένα πρόσωπο που εξειδικεύεται σε έναν ή περισσότερους τομείς της επιστήμης και το οποίο χρησιμοποιεί την επιστημονική μέθοδο προκειμένου να διεξάγει ερευνητική εργασία (θεωρητική ή εφαρμοσμένη).[2][3]

Στην κλασική αρχαιότητα, δεν υπήρχε αντίστοιχη έκφραση για να περιγράψει τον σύγχρονο επιστήμονα. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα περίπου, ο όρος που χρησιμοποιούνταν συνήθως για να δηλώσει τον επιστήμονα ήταν "φυσικός φιλόσοφος", καθώς η επιστήμη θεωρούνταν κλάδος της φιλοσοφίας, ή γενικά "άνθρωπος της επιστήμης".[4]

Η λέξη "επιστήμονας" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ουίλιαμ Χιούελ το 1833.[4][5] Ο Χιούελ αναφέρθηκε σε ένα άρθρο του στη Μαίρη Σόμερβιλ, μια Σκωτσέζα ερευνήτρια που στα βιβλία της συγκέντρωνε και συνέθετε τους μέχρι τότε ξεχωριστούς και απομονωμένους κλάδους των μαθηματικών, της αστρονομίας, της γεωλογίας, της φυσικής και της χημείας σε ένα πρωτότυπο και εμπνευσμένο σύνολο. Αυτά τα βιβλία ήταν τόσο ολοκληρωμένα και δημιουργικά που επιλέχθηκαν ως εκπαιδευτικά εγχειρίδια στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.[6] Ο Χιούελ αισθάνθηκε την ανάγκη να δημιουργήσει μία νέα λέξη για να περιγράψει την Σόμερβιλ, όχι μόνο γιατί η φράση "άνθρωπος της επιστήμης" (man of science) που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε δεν ταίριαζε στο φύλο της, αλλά και γιατί η σκέψη της ήταν τόσο πρωτότυπη και "ολιστική" που έπρεπε να εφεύρει έναν άλλο όρο για να την περιγράψει.[6] Η λέξη "επιστήμονας" μάλιστα δεν είχε ουδέτερο χαρακτήρα όπως σήμερα αλλά αποσκοπούσε, όπως είπε ο Χιούελ, στο να περιγράψει την "ιδιαίτερη διαφώτιση του γυναικείου νου" στο να συνθέτει διαφορετικούς τομείς σε μία ολική επιστήμη.[7]

Στη σύγχρονη εποχή, πολλοί επιστήμονες έχουν εξειδικευτεί σε διάφορους τομείς της επιστήμης,[8] και ακολουθούν καριέρα σε διάφορους χώρους της οικονομίας, όπως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στη βιομηχανία, σε κυβερνητικούς, αλλά και σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.[9][10][11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «The Nobel Prize in Physics 1901». NobelPrize.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2021. 
  2. «SCIENTIST | Definition of SCIENTIST by Oxford Dictionary on Lexico.com also meaning of SCIENTIST». Lexico Dictionaries | English (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2021. 
  3. «Our definition of a scientist». The Science Council ~ (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2021. 
  4. 4,0 4,1 Harrison, Peter· Numbers, Ronald L. (2011). Wrestling with Nature: From Omens to Science. Chicago: University of Chicago Press. σελ. 1-416. ISBN 978-0-226-31783-0. 
  5. Cahan, David (15 Σεπτεμβρίου 2003). From Natural Philosophy to the Sciences: Writing the History of Nineteenth-Century Science. University of Chicago Press. ISBN 978-0-226-08928-7. 
  6. 6,0 6,1 Bergland, Renée L. (2008). Maria Mitchell and the sexing of science : an astronomer among the American romanticsΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Boston: Beacon Press. ISBN 0807021423. 503445971. 
  7. Neeley, Kathryn A. (2001). Mary Somerville : science, illumination, and the female mind. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0521626722. 51299513. 
  8. Cyranoski, David; Gilbert, Natasha; Ledford, Heidi; Nayar, Anjali; Yahia, Mohammed (2011-04). «Education: The PhD factory» (στα αγγλικά). Nature 472 (7343): 276–279. doi:10.1038/472276a. ISSN 0028-0836. http://www.nature.com/articles/472276a. 
  9. «Connecting leading candidates to the world's finest science jobs | Nature Careers». www.nature.com. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2021. 
  10. «Many junior scientists need to take a hard look at their job prospects» (στα αγγλικά). Nature News 550 (7677): 429. 2017-10-26. doi:10.1038/550429a. http://www.nature.com/news/many-junior-scientists-need-to-take-a-hard-look-at-their-job-prospects-1.22879. 
  11. Woolston, Chris (2017-10). «Graduate survey: A love–hurt relationship» (στα αγγλικά). Nature 550 (7677): 549–552. doi:10.1038/nj7677-549a. ISSN 1476-4687. https://www.nature.com/articles/nj7677-549a.