Χριστός Παντοκράτωρ (Σινά)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χριστός Παντοκράτωρ, αγιογραφία στη Μονή του Σινά

Ο Χριστός Παντοκράτωρ είναι εικόνα κηρόχυτης εγκαυστικής τεχνικής[1] που διασώζεται στη Μονή του Όρους Σινά. Χρονολογείται γύρω στον 6ο αιώνα και καταλαμβάνει σημαντική θέση στην εκκλησιαστική αγιογραφική τέχνη. Η εικόνα, διαστάσεων 84 x 45,5 εκ.,[2] θεωρείται ως μία από τις πιο πιστές απεικονίσεις της μορφής του Χριστού.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χριστός παριστάνεται έως τη μέση, κρατώντας κλειστό ευαγγέλιο και ευλογώντας με το δεξί χέρι του. Προβάλλει με χρυσό φωτοστέφανο και στο πρόσωπό του διακρίνεται μια μικρή ασυμμετρία των ματιών. Η εγκαυστική τεχνική που χρησιμοποιήθηκε, καθώς και το ύφος της μορφής, θυμίζουν έντονα τα πορτραίτα του Φαγιούμ.[3] Είναι ενδεδυμένος με πορφυρό χιτώνα[4] και το φωτοστέφανο που περιβάλλει το κεφάλι του φέρει σταυρό και μια σειρά διακοσμητικές χάντρες στην περιφέρειά του. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι η διαφορά ανάμεσα στο χρώμα του προσώπου και το χρώμα των χεριών. Σύμφωνα με τον Κουρτ Βάιτζμαν, «η υψηλή ποιότητα αυτής της εικόνας στηρίζεται στο λεπτό χειρισμό της σάρκας, που υποδεικνύει μια σταθερή σχέση με τη κλασική παράδοση, και στη δυνατότητα του καλλιτέχνη να ξεπερνά την ανθρώπινη φύση του Χριστού με τη μεταβίβαση της εντύπωσης του άχρονου που συνδέεται με το Θείο».[5]

Μετάβαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη συγκεκριμένη εικόνα συνυπάρχουν οι νατουραλιστικές τάσεις της ελληνιστικής παράδοσης –ιδιαίτερα στο πρόσωπο- με την εμφανή προσπάθεια του καλλιτέχνη να προχωρήσει στην αφαιρετική διαδικασία και να προβάλλει μια άχρονη Ύπαρξη πίσω από την απεικόνιση του συγκεκριμένου προσώπου, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες χρωματικές αποδόσεις, τη μετωπικότητα, την έκφραση των ματιών, τα σύμβολα του φωτοστέφανου και του σταυρού. Η μετάβαση από το νατουραλισμό στην αφαίρεση[6] είναι ένα κυρίαρχο στοιχείο στη διαδικασία της ιστορικής μετάβασης της τέχνης από την Ύστερη Ρωμαϊκή στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο και ως εκ τούτου είναι ένα σημείο αιχμής για τη διάκριση και καθιέρωση μιας πραγματικά μοναδικής αντίληψης για την τέχνη[7].

Παραπομπές - σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τεχνική, σύμφωνα με την οποία οι χρωστικές ουσίες αναμιγνύονται με κερί ή κερί και ρητίνη και εφαρμόζονται με πυρωμένο σίδερο ή άλλο μέσο. Η τεχνική χρονολογείται περίπου από τον 2ο π.Χ. αιώνα στην Αίγυπτο αλλά χρησιμοποιήθηκε επίσης στη Ρώμη, την Ελλάδα και άλλες χώρες. Είναι ευρέως διαδεδομένη τεχνική στη βυζαντινή τέχνη, περίπου ως την περίοδο της Εικονομαχίας. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος περιγράφει την τεχνική, σύμφωνα με την οποία η χρωστική ουσία απλωνόταν στο ξύλο ή τον τοίχο με πυρωμένο σίδερο. Η τεχνική χρησιμοποιήθηκε και στη βυζαντινή τέχνη, επιβίωσε και εμφανίστηκε πάλι κατά τον 19ο και 20ο αιώνα με καλλιτέχνες όπως ο Ντιέγκο Ριβέρα (Diego Rivera), ο Καρλ Ζέρμπε (Karl Zerbe) κ.ά. Βλ. επίσης Πανσελήνου Ν., 2002, Βυζαντινή Ζωγραφική, Η Βυζαντινή Κοινωνία και οι Εικόνες της, Καστανιώτης, Αθήνα, 103.
  2. Lowden J., 1999, Πρώιμη Χριστιανική και Βυζαντινή Τέχνη, Καστανιώτης, Αθήνα, 96.
  3. Πανσελήνου Ν., 2002, 97.
  4. Με τον πορφυρό χιτώνα συμβολίζεται το αίμα του Χριστού, το οποίο θυσίασε χάριν του ανθρώπου, ενώ ο μανδύας ή «ιμάτιον» σε σκούρο μπλε συμβολίζει το μυστήριον της θείας φύσης.
  5. Βλ. Weitzmann, K., 1982, 40.
  6. Η αφαίρεση ως αναζήτηση της υπερβατικότητας. Βλ. επίσης, Αλμπάνη, Τζ., 1999, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Τομ. Β΄, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη, Ε.Α.Π., Πάτρα, 22.
  7. Είτε επιθυμεί να ασπαστεί κανείς τη θεωρία της «καλλιτεχνικής πρόθεσης» του Riegl για τα έργα της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου ή όχι, το αποτέλεσμα είναι ότι μέσω τούτης της τεχνοτροπίας επιτυγχάνεται η απόδοση της πνευματικής έντασης και του ισχυρού συναισθήματος με έναν τρόπο μοναδικό, μάλλον ιμπρεσιονιστικό παρά εξπρεσιονιστικό, όπως ισχυρίζεται ο Α. Hauser, που δίνει ιδιαίτερη σημασία στην πνευματική σημασία των απεικονιζόμενων αντικειμένων ή πράξεων. Βλ. επίσης, Hauser, A. 1976, Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, Τομ. 1, Κάλβος, Αθήνα, 161-165.

Βλέπε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αλμπάνη, Τζ., 1999, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Τομ. Β΄, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη, Ε.Α.Π., Πάτρα.
  • Hauser, A. 1976, Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, Τομ. 1, Κάλβος, Αθήνα.
  • Lowden J., 1999, Πρώιμη Χριστιανική και Βυζαντινή Τέχνη, Καστανιώτης, Αθήνα.
  • Πανσελήνου Ν., 2002, Βυζαντινή Ζωγραφική, Η Βυζαντινή Κοινωνία και οι Εικόνες της, Καστανιώτης, Αθήνα.
  • Weitzmann, Κ. (εκδ). 1982, The Icon: Images-Sixth to Fourteenth Century, Alfred A. Knopf, Rev. Edition, New York.
  1. Βλ επίσης Weitzmann, Κ. (εκδ). 1982, The Icon: Images-Sixth to Fourteenth Century, Alfred A. Knopf, Rev. Edition, New York, 55.