Χρήστης:Line Raiff/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Codex Eyckensis[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Codex Eyckensis είναι ένα Ευαγγέλιο του όγδοου αιώνα που βασίζεται σε δύο χειρόγραφα που βρίσκονταν στον ίδιο τόμο πιθανώς από τον δωδέκατο αιώνα έως το 1988. Ο Codex Eyckensis είναι το παλαιότερο βιβλίο στο Βέλγιο[1]. Από τον όγδοο αιώνα φυλάσσεται και διατηρείται στον χώρο του σημερινού δήμου Μάασεϊκ. Το βιβλίο πιθανώς δημιουργήθηκε στο σκριπτόριουμ του Αββαείου του Έχτερναχ.

Περιγραφές του χειρογράφου Α και του χειρογράφου Β[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Codex Eyckensis, Κώδικας Α, προσωπογραφία του Ευαγγελιστή και πίνακες κανόνων.

Ο Codex Eyckensis αποτελείται από δύο ευαγγελιστάρια σε 133 περγαμηνά φύλλα διαστάσεων 244 επί 183 mm έκαστο. 

Το πρώτο χειρόγραφο (Κώδικας Α) είναι ημιτελές. Περιλαμβάνει πέντε φύλλα, εκ των οποίων η πρώτη σελίδα καλύπτεται με προσωπογραφία του Ευαγγελιστή (πιθανώς του Ματθαίου) και ακολουθείται από ένα ημιτελές σύνολο οκτώ πινάκων κανόνων. Η προσωπογραφία του Ευαγγελιστή είναι σε ιταλικό-βυζαντινό στυλ, με εμφανή ομοιότητα προς εκείνες στα Ευαγγέλια Μπαρμπερίνι, που φυλάσσονται στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού (Barberini Lat. 570). Η προσωπογραφία πλαισιώνεται από αγγλοσαξονικό πλοχμό που θυμίζει τα κοσμήματα των Ευαγγελίων του Lindisfarne

Οι πίνακες κανόνων παρουσιάζουν εποπτικά τα αντίστοιχα χωρία στα τέσσερα Ευαγγέλια. Έτσι, οι πίνακες κανόνων χρησιμεύουν ως πίνακας περιεχομένων και ως ευρετήριο για εύκολη εύρεση των κειμένων. Οι πίνακες κανόνων στο χειρόγραφο Α κοσμούνται με στήλες και αψίδες, τα σύμβολα των τεσσάρων Ευαγγελιστών και προσωπογραφίες αγίων.

Το δεύτερο χειρόγραφο (Κώδικας Β) περιλαμβάνει ένα πλήρες σύνολο δώδεκα πινάκων κανόνων και το κείμενο των τεσσάρων ευαγγελίων. Οι πίνακες κανόνων κοσμούνται με στήλες και αψίδες, παραστάσεις των αποστόλων και τα σύμβολα των Ευαγγελιστών. Τα κείμενα των ευαγγελίων είναι γραμμένα με μια στρογγυλεμένη εκδοχή της νησιωτικής μικρογράμματης, η οποία ήταν χαρακτηριστική των βρετανικών και ιρλανδικών χειρογράφων του έβδομου και όγδοου αιώνα, αλλά χρησιμοποιήθηκε και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Το αρκτικό κεφαλαίο κάθε παραγράφου είναι περιγεγραμμένο με κόκκινα και κίτρινα στίγματα. Το κείμενο αντιγράφτηκε από έναν αντιγραφέα. 

Το Ευαγγέλιο είναι μια εκδοχή της Βουλγκάτας, κυρίως όπως μεταφράστηκε από τον Άγιο Ιερώνυμο (Ιερώνυμος Στριδών, 347–420 μ.Χ.), με διάφορες προσθήκες και μεταθέσεις. Παρεμφερείς εκδοχές των Ευαγγελίων μπορούν να βρεθούν στο Βιβλίο του Κελς (Δουβλίνο, Κολέγιο Trinity, ms 58), στο Βιβλίο του Άρμαγκ (Δουβλίνο, Κολέγιο, Trinity, ms 52) και στα Ευαγγέλια του Έχτερναχ (Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, ms Lat.9389). 

Ιστορία (από τις αρχές έως τον 20ο αιώνα)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Codex Eyckensis εκτεθειμένος εις  στον ναό της Αγίας Αικατερίνης σε Μάασεϊκ.

Ο Κώδικας χρονολογείται τον όγδοο αιώνα και αρχικά φυλασσόταν στο πρώην αββαείο Βενεδικτίνων του Αλντενέικ, που καθαγιάστηκε το 728 μ.Χ. Οι Μεροβίγγειοι ευγενείς Αδελάρδος, Λόρδος του Ντεναίν, και η σύζυγός του, Γκρινουάρα, ίδρυσαν το αββαείο για τις κόρες τους, Χαρλίνδις και Ρελίνδις, σε ένα «μικρό και άχρηστο δάσος»[2] κοντά στον ποταμό Μέουζε. Η μονή ονομάστηκε Έικε, που σημαίνει «δρυς», λόγω των δρυών που φύονταν εκεί. Αργότερα, καθώς το γειτονικό χωριό Νιου Έικε («νέα δρυς», σημερινό Μάασεϊκ) μεγάλωνε και γινόταν πιο σημαντικό, το όνομα του χωριού μετατράπηκε σε Αλντενέικ («παλιά δρυς»). Ο Άγιος Βίλιμπρορντ χειροτόνησε την Χαρλίνδις ως την πρώτη αββάισσα της θρησκευτικής κοινότητας. Μετά τον θάνατό της, ο Άγιος Βονιφάτιος χειροτόνησε την αδερφή της, Ρελίνδις, ως διάδοχό της.

Ο Codex Eyckensis χρησιμοποιούνταν στην μονή για μελέτη και για την διάδοση της διδασκαλίας του Χριστού. Αμφότερα τα ευαγγελιστάρια που πλέον συναποτελούν τον Codex Eyckensis πιθανολογείται ότι τα μετέφερε από το Αββαείο του Έχτερναχ στο Αλντενέικ ο Άγιος Βίλιμπρορντ.

Τα δύο χειρόγραφα βιβλιοδετήθηκαν μαζί, πιθανώς κατά τον δωδέκατο αιώνα. 

Το 1571 το Αββαείο του Αλντενέικ εγκαταλείφθηκε. Από το μέσο του δέκατου αιώνα, οι Βενεδικτίνες μοναχές είχαν αντικατασταθεί από άνδρες μοναχούς. Εξαιτίας της συνεχούς απειλής θρησκευτικού πολέμου, οι μοναχοί κατέφυγαν στην περιτειχισμένη πόλη του Μάασεϊκ. Μαζί τους έφεραν τους θησαυρούς του ναού του Αλντενέικ –συμπεριλαμβανομένου του Codex Eyckensis– στον ναό της Αγίας Αικατερίνης.

Συγγραφέας [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Codex Eyckensis, Κώδικας B, σελίδα κειμένου.

Επί αιώνες πιστευόταν ότι τον Codex Eyckensis τον είχαν γράψει οι Χαρλίνδις και Ρελίνδις, οι πρώτες αββάισσες του Αββαείου του Αλντενέικ, που αργότερα αγιοποιήθηκαν. Τον βίο τους συνέταξε κατά τον ένατο αιώνα ένας τοπικός ιερέας[3]. Στο κείμενο αυτό αναφέρεται ότι οι Χαρλίνδις και Ρελίνδις είχαν γράψει και ένα ευαγγελιστάριο. Κατά τον ένατο αιώνα η λατρεία των λειψάνων των αγίων αδελφών γινόταν ολοένα σπουδαιότερη και περιελάμβανε την απόδοση τιμών στον Codex Eyckensis, ο οποίος ενέπνεε βαθύ σεβασμό ως έργο διά χειρός Χαρλίνδις και Ρελίνδις[2].

Ωστόσο, στις τελευταίες γραμμές του δεύτερου χειρογράφου αυτό αποκλείεται ρητά: Finito volumine deposco ut quicumque ista legerint pro laboratore huius operis depraecentur («Ολοκληρώνοντας αυτόν τον τόμο, ζητώ όσοι τον διαβάσουν να προσευχηθούν για τον εργάτη που συνέταξε το παρόν»). Ο αρσενικός τύπος «εργάτης» φανερώνει ότι το χειρόγραφο το συνέταξε άνδρας.

Μια συγκριτική ανάλυση την οποία διεξήγαγαν το 1994 ο Albert Derolez (Πανεπιστήμιο της Γάνδης) και η Nancy Netzer (Κολέγιο της Βοστώνης) αποκάλυψε ότι τα χειρόγραφα Α και Β χρονολογούνται την ίδια περίοδο, άρα είναι πολύ πιθανόν να συντάχθηκαν αμφότερα στο σκριπτόριουμ του Αββαείου του Έχτερναχ, ίσως και από τον ίδιο αντιγραφέα[4].

Συντήρηση και απόπειρα αποκατάστασης του 1957[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1957 έγινε απόπειρα συντήρησης και αποκατάστασης του Codex Eyckensis από τον Karl Sievers, ειδικό στην αποκατάσταση, από το Ντίσελντορφ. Αφαίρεσε και κατέστρεψε την βελούδινη βιβλιοδεσία του 18ου αιώνα και πλαστικοποίησε όλα τα φύλλα του χειρογράφου με Mipofolie. Το Mipofolie είναι ένα φύλλο πολυβινυλοχλωριδίου (PVC) εξωτερικά πλαστικοποιημένο με φθαλικό διοκτύλιο. Με το πέρασμα του χρόνου το φύλλο δημιούργησε υδροχλωρικό οξύ, το οποίο έφθειρε την περγαμηνή και κιτρίνισε το ίδιο. Επηρεάστηκαν η διαφάνεια και το χρώμα της περγαμηνής, ενώ τα πολυμερή του φύλλου θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην περγαμηνή και να την καταστήσουν εύθραυστη. Μετά την πλαστικοποίηση, ο Sievers βιβλιοδέτησε ξανά τον Κώδικα. Για να το επιτύχει, έκοψε τις άκρες των φύλλων, ώστε χάθηκαν μικρά τμήματα των κοσμημάτων.

Ο Codex Eyckensis, Κώδικας B, λεπτομέρεια.

Σε μια εκτενή απόπειρα αποκατάστασης μεταξύ 1987 και 1993 η πλαστικοποίηση από Mipofolie αφαιρέθηκε σχολαστικά από μια ομάδα του Βελγικού Βασιλικού Ιδρύματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς, με επί κεφαλής τον δρ Jan Wouters. Για την αποκατάσταση των φύλλων μετά την αφαίρεση της πλαστικοποίησης αναπτύχθηκε μια καινοτόμος τεχνική ολοκλήρωσης της περγαμηνής. Στο τέλος της αποκατάστασης τα δύο χειρόγραφα του Κώδικα βιβλιοδετήθηκαν χωριστά[5]

Τεκμηρίωση και ψηφιοποίηση [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παλαιότερη φωτογραφική αποτύπωση του Codex Eyckensis έγινε περίπου το 1916 (Bildarchiv Marburg). Με την ευκαιρία της αποκατάστασης, το χειρόγραφο φωτογραφήθηκε στο Βελγικό Βασιλικό Ίδρυμα για την Πολιτιστική Κληρονομιά (KIK–IRPA). Ένα ομοιότυπο δημοσιεύτηκε το 1994[6]

Το 2015 ο Codex Eyckensis ψηφιοποιήθηκε επί τόπου στον ναό της Αγίας Αικατερίνης από το Imaging Lab και το Illuminare – Κέντρο Μελέτης Μεσαιωνικής Τέχνης, Πανεπιστήμιο του Λουβαίν. Επί κεφαλής του έργου ήταν ο καθ. Lieve Watteeuw[7]. Οι υψηλής ανάλυσης εικόνες διατέθηκαν στο Διαδίκτυο σε συνεργασία με το LIBIS (Πανεπιστήμιο του Λουβαίν) 

Ο Codex Eyckensis αναγνωρίστηκε και προστατεύτηκε ως ακίνητη πολιτιστική κληρονομιά το 1986. Το 2003, ο Codex Eyckensis αναγνωρίστηκε ως «Φλαμανδικό Αριστούργημα».

Σύγχρονη έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην διάρκεια της χρονιάς 2016–2017 μια ομάδα ερευνητών από το Illuminare – Κέντρο Μελέτης Μεσαιωνικής Τέχνης, Πανεπιστήμιο του Λουβαίν (καθ. Lieve Watteeuw) και το Βελγικό Βασιλικό Ίδρυμα για την Πολιτιστική Κληρονομιά (δρ Marina Van Bos) θα μελετήσουν εκ νέου τον Codex Eyckensis. 

Για περισσότερες πληροφορίες:

- www.codexeyckensis.be 

- Εργαστήριο Κληρονομιάς Βιβλίων – Πανεπιστήμιο του Λουβαίν

- The Belgian Royal Institute for Cultural Heritage (KIK–IRPA)

εξωτερικές συνδέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

O Codex Eyckensis επί www.codexeyckensis.be

O Codex Eyckensis Διατίθεται διαδικτυακά

O Codex Eyckensis επί Erfgoedplus

O Codex Eyckensis επί www.museamaaseik.be

O Codex Eyckensis επί Europeana

O Codex Eyckensis του 20ού αιώνα: Marburg Bildarchiv, Deutsches Dokumentationszentrum für Kunstgeschichte

O Codex Eyckensis  πριν και µετά την αποκατάσταση  του 20ου αιώνα: Koninklijk Instituut voor Kunstpatrimonium

βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Coenen, J. (1921) Het oudste boek van België, Het Boek 10, pp. 189-194.

Coppens, C., A. Derolez en H. Heymans (1994) Codex Eyckensis: an insular gospel book from the abbey of Aldeneik, Antwerpen/Maaseik, facsimile.

De Bruyne, D. (1908) L'évangéliaire du 8e siècle, conservé à Maeseyck, Bulletin de la Société d'Art et d'Histoire du Diocèse de Liège 17, pp. 385-392.

Dierkens, A. (1979) Evangéliaires et tissus de l’abbaye d’Aldeneik. Aspect historiographique,  Miscellanea codicologica F. Masai Dicata (Les publications de Scriptorium 8), Gent, pp. 31-40.

Falmagne, T. (2009) Die Echternacher Handschriften bis zum Jahr 1628 in den Beständen der Bibliothèque nationale de Luxembourg sowie Archives diocésaines de Luxembourg, der Archives nationale, der Section historique de l' Institut grand-ducal und des Grand Séminaire de Luxembourg, Wiesbaden, Harrassowitz Verlag, 2 Banden: 311pp. + [64] ill., 792pp.

Gielen J. (1880) Le plus vieux manuscrit Belge, Journal des Beaux-Arts et de la Littérature 22, nr. 15, pp. 114-115.

Gielen, J. (1891) Evangélaire d'Eyck du VIIIe siècle, Bulletin Koninklijke Commissie voor Kunst en Oudheden 30, pp. 19-28.

Hendrickx, M. en W. Sangers (1963) De kerkschat der Sint-Catharinakerk te Maaseik. Beschrijvende Inventaris, Limburgs Kunstpatrimonium I, Averbode, pp. 33-35.

Mersch, B. (1982) Het evangeliarium van Aldeneik, Maaslandse Sprokkelingen 6, pp. 55-79.

Netzer, N. (1994) Cultural Interplay in the 8th century and the making of a scriptorium, Cambridge, Cambridge University Press, 258pp.

Nordenfalk, C. (1932) On the age of the earliest Echternach manuscripts, Acta Archeologica, vol. 3, fasc. 1, Kopenhagen: Levin & Munksgaard, pp. 57-62.

Schumacher, R. (1958) L’enluminure d’Echternach: art européen, Les Cahiers luxembourgeois, vol. 30, nr. 6, pp. 181-195.

Spang, P. (1958) La bibliothèque de l’abbaye d’Echternach, Les Cahiers luxembourgeois, vol. 30, nr. 6, pp. 139-163.

Talbot, C.H. (1954) The Anglo-Saxon Missionaries in Germany. Being the Lives of SS. Willibrord, Boniface, Sturm, Leoba and Lebuin, together with the Hodoeporicon of St. Willibald and a selection of the Correspondence of Boniface, [vertaald en geannoteerd], Londen-New York, 1954, 234pp.

Verlinden, C. (1928) Het evangelieboek van Maaseik, Limburg, vol. 11, p. 34.

Vriens, H. (2016) De Codex Eyckensis, een kerkschat. De waardestelling van een 8ste eeuws Evangeliarium in Maaseik, onuitgegeven master scriptie Kunstwetenschappen, KU Leuven.

Wouters, J., G. Gancedo, A. Peckstadt, en L. Watteeuw, L. (1990) The Codex Eyckensis: an illuminated manuscript on parchment from the 8th century: Laboratory investigation and removal of a 30 year old PVC lamination, ICOM triennial meeting. ICOM triennial meeting. Dresden, 26-31 August 1990, Preprints: pp. 495–499.

Wouters, J., G. Gancedo, A. Peckstadt en L. Watteeuw (1992) The conservation of the Codex Eyckensis: the evolution of the project and the assessment of materials and adhesives for the repair of parchment, The Paper Conservator 16, pp. 67-77. 

Wouters, J., A. Peckstadt en L. Watteeuw (1995) Leafcasting with dermal tissue preparations: a new method for repairing fragile parchment and its application to the Codex Eyckensis, The Paper Conservator 19, pp. 5-22.

Wouters, J., Watteeuw, L., Peckstadt, A. (1996) The conservation of parchment manuscripts: two case studies, ICOM triennial meeting, ICOM triennial meeting. Edinburgh, 1-6 September 1996, London, James & James, pp. 529-544.

Wouters, J., B. Rigoli, A. Peckstadt en L. Watteeuw, L. (1997) Un matériel nouveau pour le traitement de parchemins fragiles, Techné: Journal of the Society for Philosophy and Technology, 5, pp. 89-96.

Zimmerman, E.H. (1916) Vorkarolingische Miniaturen, Deutscher Verein für Kunstwissenschaft  III, Sektion, Malerei, I. Abteilung, Berlin, pp. 66-67; 128; 142-143, 303-304.{{Https://nl.wikipedia.org/wiki/Codex Eyckensis}}

  1. Coenen, J., Het oudste boek van België, Het Boek 10, 1921, S. 189-194.
  2. 2,0 2,1 Acta Sanctorum, Martii, unter Leitung von J. Carnandet, 3. Teil, Paris-Rom, 1865, S. 383-390, Abs. 7.
  3. Abbaye d’Aldeneik, à Maaseik, in Monasticon belge, 6, Province de Limbourg, Lüttich, 1976, S. 87.
  4. Netzer, N.(1994) Cultural Interplay in the Eighth Century. The Trier Gospels and the Making of a Scriptorium at Echternach, Cambridge-New York.
  5. Wouters, J., Gancedo, G., Peckstadt, A., Watteeuw, L. (1992). The conservation of the Codex Eyckensis: the evolution of the project and the assessment of materials and adhesives for the repair of parchment. The Paper Conservator 16, 67-77. http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/03094227.1992.9638578
  6. Coppens, C. , A. Derolez und H. Heymans (1994) Codex Eyckensis: an insular gospel book from the abbey of Aldeneik. Maaseik: Museactron.
  7. https://www.arts.kuleuven.be/english/news/codex eyckensis