Χρήστης:Kostas moscholidis M/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
πολιτική και κανόνεςσυγγραφή λήμματοςχρήσιμααλληλεπίδρασηκώδικας wikiπροτεινόμενα λήμματα
εργαλειοθήκη

Πρόχειρο λήμμα: Χρήστης:2gymkais1/πρόχειρο/Ελληνική Επανάσταση του 1821 στην Κρήτη


http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis12.html http://www.patris.gr/articles/219755?PHPSESSID=#.VMDwIUesX0w http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C102/79/648,2413/ http://www.e-sfakia.gr/2010-06-04-22-50-03/89-118-1821-1830 http://www.istorikathemata.com/2014/05/The-battle-of-Crete-1821-1824.html http://veneratopalianis.blogspot.gr/2011/03/1821.html https://eistorias.wordpress.com/2010/08/27/27-%CE%B1%CF%85%CE%B3%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B7-%CE%BA%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B1-1821-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CE%B1/ http://www.vlioras.gr/Philologia/History/New/1453_1821/WikiEllinikiEpanastasi21.htm

H μάχη της Κρήτης 1821

Οι Σφακιανοί άρχισαν τις εχθροπραξίες την 14 Ιουνίου 1821, ήταν σχεδόν ένα μήνα μετά τα οθωμανικά εγκλήματα στα Χανιά (19 Μαΐου 1821): Σε σύμπραξη με τούς Ριζίτες, όπως επίσης και με Αποκορωνίτες, Αγιοβασιλίτες και Μεσαρίτες, οι Σφακιανοί επιτέθηκαν σε τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα στο χωριό Λούλο (νοτίως των Χανίων) και έτρεψαν τούς Τούρκους σε φυγή. Στη συνέχεια οι εμπόλεμοι Έλληνες τής Κρήτης κατευθύνθηκαν βορειοανατολικά και νίκησαν όλα τα τουρκικά αποσπάσματα που συνάντησαν στην προέλασή τους (Κεραμεία, Μάλαξα, Αρμυρός, Πρόσνερο, Καλύβες). Όταν ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες με εκείνη την εκστρατεία, οι Έλληνες Κρήτες, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, δεν είχαν αναδείξει αρχιστράτηγο. Σε ηγετικό επίπεδο, πολεμούσαν υπό καθεστώς πολυαρχίας αλλά εντούτοις σε πλήρη σύμπνοια και με αδελφική συνεργασία των επί μέρους ενόπλων σωμάτων (Σφακιανοί, Ριζίτες, Αποκορωνίτες, Μεσαρίτες κ.τ.λ.). Ξακουστοί οπλαρχηγοί ήταν ο Γεώργιος Δασκαλάκης (“Τσελεπής”), και ο Σήφακας Κωνσταντουδάκης, όπως επίσης και οι Σταμάτης Ανωγειανός, Αντώνης Μελιδώνης, Ρούσος Μπουρδουμπάς, Αναγνώστης Παναγιώτου, Αναγνώστης Παπαδάκης, Ανδρέας Παπαπωλάκης, Ανδρέας Φασουλής, Βασίλης Χάλης και Γιάννης Χάλης, οι Δεληγιάννακες, οι Σουδεροί, και πολλοί άλλοι. Όλοι διακρίνονταν για την ανδρεία τους. Ως αντίδραση στην προέλαση των Ελλήνων Κρητών, ο πασάς των Χανίων διέταξε τον άμεσο εξοπλισμό των Μουσουλμάνων τής πόλεως (17 Ιουνίου). Την επόμενη μέρα (18 Ιουνίου) ο πασάς εξέδωσε ορισμό για γενική σφαγή όλων των Χριστιανών, και στα τζαμιά των Χανίων αναγνώσθηκε ο συναφής φετφάς. Αμέσως στη συνέχεια ο Μουσουλμανικός όχλος λεηλάτησε και έσφαξε την πόλη των Χριστιανών, όπου όμως “μόνο” 35 Χριστιανοί Χανιώτες θανατώθηκαν εκείνη τη μέρα (18 Ιουνίου 1821) διότι οι περισσότεροι Χριστιανοί είχαν προλάβει να εγκαταλείψουν εγκαίρως την πόλη. Την επόμενη μέρα (19 Ιουνίου) ο ένοπλος όχλος προσήλθε στην πόλη των Χανίων και συνέχισε επί μέρες , μέχρι το τέλος τού Ιουνίου 1821, τις ωμότητες και καταστροφές σε δεκάδες χωριά και αρκετά μοναστήρια τής περιοχής. Το τελευταίο δεκαήμερο τού Ιουνίου πολλές Χριστιανές γυναίκες από την ευρύτερη περιοχή των Χανίων πωλούντο ως δούλες στο παζάρι τής πόλεως. Σε αντίποινα οι Έλληνες Κρήτες προέλασαν ανατολικά και επιτέθηκαν στο χωριό Επισκοπή (300 οικογένειες) όπου διέπραξαν αντεκδικητικές ωμότητες καίγοντας πολλά τουρκικά σπίτια, όπως επίσης το τζαμί και την τουρκική βιβλιοθήκη, και σφάζοντας δεκάδες Μουσουλμάνους κατοίκους. Στη συνέχεια οι Έλληνες Κρήτες προέλασαν ακόμη ανατολικότερα, διαδίδοντας τον πόλεμο στην περιοχή τής Ρεθύμνης, και κατέλαβαν το χωριό Ατσιπόπουλο (εγγύς τού Ρεθύμνου). Εκεί ενεπλάκησαν σε μάχη εναντίον ισχυρού σώματος 2.000 Τούρκων τού Ρεθύμνου. Υπό την πίεση των Τούρκων οι Έλληνες αναγκάσθηκαν να εξέλθουν από το χωριό, και έλαβαν ασφαλέστερες θέσεις μάχης στην πέριξ περιοχή. Η προέλαση των Ελλήνων Κρητών προς τα ανατολικά, παρόξυνε τον φανατισμό των Μουσουλμάνων στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο), όπου άρχισε γενική σφαγή των Χριστιανών τής πόλεως την 23 Ιουνίου 1821. Στο λουτρό αίματος εκείνης τής αποφράδας ημέρας, 730 άοπλοι Χριστιανοί Κρήτες σφαγιάσθηκαν από τον ένοπλο Μουσουλμανικό όχλο. Στα θύματα συμπεριλαμβάνονται ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Γεράσιμος και πέντε επίσκοποι (Διουπόλεως, Κνωσού, Λάμπης, Σητείας και Χερσονήσου). Μετ’ ολίγον 200 άοπλοι Χριστιανοί χωρικοί σφαγιάσθηκαν απροκλήτως στη Σητεία. Επίσης δεκάδες ιερωμένοι, ηγούμενοι και μοναχοί σφαγιάσθηκαν στο Ρέθυμνο κατά διαταγή τού Οσμάν Πασά. Στους επόμενους δύο μήνες (Ιούλιο-Αύγουστο 1821) οι Τούρκοι οργάνωσαν και διεξήγαγαν τρεις στρατιωτικές εκστρατείες εναντίον των εμπολέμων Ελλήνων Κρητών. Και οι τρεις εκστρατείες των Τούρκων απέτυχαν να καταστείλουν την εξέγερση των ραγιάδων τής Μεγαλονήσου. Ειδικότερα:

Πρώτη Εκστρατεία. Στις αρχές Ιουλίου 1821 εξτράτευσαν από κοινού οι Τούρκοι τού Ρεθύμνου και τού Μεγάλου Κάστρου εναντίον των Σφακιών. Το τουρκικό στράτευμα ξεκίνησε από το Ρέθυμνο και πορεύθηκε νοτιοδυτικά προς το χωριό Καλλικράτης. Οι λίγοι υπερασπιστές τού χωριού αρχικά εγκατέλειψαν το χωριό ενώπιον τού πλήθους των Τούρκων, χωρίς όμως να απομακρυνθούν από την περιοχή. Οι Τούρκοι τότε κατέλαβαν αμαχητί τον Καλλικράτη και τον έκαψαν, όπως έκαναν την επόμενη μέρα στο Ασκύφο. Όταν όμως κατέφθασαν οι αναμενόμενες ενισχύσεις των Σφακιανών, οι Έλληνες Κρήτες διεξήγαγαν γενική αντεπίθεση και εξανάγκασαν τούς Τούρκους να υποχωρήσουν και να επανέλθουν στο Ρέθυμνο, μάλλον ως επιτυχημένοι εμπρηστές παρά ως νικηφόροι στρατιώτες. Στην ίδια περίοδο, στρατιωτικό σώμα 2.000 Τούρκων με ικανή δύναμη πυρός (4 κανόνια), υπό τον Οσμάν Πασά, εξεστράτευσε από τα Χανιά προς τούς Λάκκους και τη Θέρισο, τα δύο μεγαλύτερα Ριζίτικα χωριά νοτίως των Χανίων. Οι Έλληνες Κρήτες συναποφάσισαν να αναχαιτίσουν τούς Τούρκους στο χωριό Φουρνές, απ’ όπου θα διερχόταν το τουρκικό στράτευμα καθ’ οδόν προς τούς Λάκκους. Στον Φουρνέ διεξήχθηκε πεισματώδης ολοήμερη μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων την 5 Ιουλίου 1821. Η γραμμή άμυνας των Ελλήνων, υπό τούς Δασκαλάκη, Φασούλη και Βασίλη Χάλη, υποχώρησε ελαστικά και εν τάξει παρασύροντας τούς Τούρκους στο δάσος νοτίως τού Φουρνέ προς την κατεύθυνση τού χωριού Μεσκλά. Προς το δειλινό επέπεσε επί των Τούρκων αιφνιδιαστικά και τούς εγκλώβισε στο δάσος άλλο στρατιωτικό σώμα Ελλήνων υπό τούς Παναγιώτου, Παπαπωλάκη και Ανωγειανό. Οι εγκλωβισμένοι πλέον Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία: Εγκατέλειψαν όλα τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές και ίππους επί τού πεδίου τής μάχης, υποχώρησαν ατάκτως, καταδιωκόμενοι από τούς Έλληνες κατά τη διάρκεια τής νύχτας, και επέστρεψαν στα Χανιά σε ελεεινή κατάσταση: Σχεδόν ένας στους δύο Τούρκους ή φονεύθηκε ή τραυματίσθηκε στη μάχη και στην πορεία υποχωρήσεως προς τα Χανιά. Οι Τούρκοι άφησαν επί τού πεδίου τής μάχης περισσότερους από 300 νεκρούς (έναντι 20 μόνον Ελλήνων) και 40 αιχμαλώτους, που σφαγιάσθηκαν όλοι από τούς νικητές.

Δεύτερη Εκστρατεία. Η δεύτερη εκστρατεία έγινε στα μέσα τού Ιουλίου 1821 και αποτέλεσε τη δεύτερη απόπειρα τού συνενωθέντος στρατεύματος των Τούρκων Ρεθυμνιωτών και Καστρινών (Ηρακλειωτών) να καταστρέψουν τα ένοπλα σώματα των Σφακιανών. Το συνενωθέν τουρκικό στράτευμα εξεστράτευσε και πάλι από το Ρέθυμνο με νοτιοδυτική πορεία και κατέλαβε και πάλι το Ασκύφο την 16 Ιουλίου 1821. Επέπεσαν όμως επί τού τουρκικού στρατεύματος οι Σφακιανοί υπό τούς Δασκαλάκη, Παπαδάκη, Πρωτοπαπαδάκη και Ρούσο, το έτρεψαν σε φυγή και στη συνέχεια τού προξένησαν σοβαρές απώλειες στο στενό τού Κατρέως. Τρίτη Εκστρατεία (Καταστροφή των Σφακιών). Μετά τις δύο αποτυχημένες εκστρατείες των Τούρκων κατά των Σφακιών τον Ιούλιο τού 1821, οι πασάδες τής Κρήτης συγκρότησαν, μάλλον εσπευσμένα (απ’ όλες τις πόλεις τής Κρήτης), μεγάλο εκστρατευτικό σώμα εκ 10.000 ανδρών στην Επισκοπή. Αρχικά οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά τού Αρμυρού την 5 Αυγούστου 1821, όπου τα πυκνά πυρά πυροβολικού (κανόνια και βομβοβόλα) κατέβαλαν τούς Έλληνες. Οι Τούρκοι νίκησαν τούς Έλληνες και στον Αποκόρωνα την επόμενη μέρα (6 Αυγούστου). Οι Έλληνες διασκορπίσθηκαν προσωρινά προς τα νότια τής Κρήτης. Χωρίς άλλη αντίσταση, ένα σώμα εκ 3.000 Τούρκων, ως καταδρομική δύναμη τού μεγάλου τουρκικού στρατεύματος, κατέλαβε και κατάστρεψε τα δύο μεγάλα Ριζίτικα χωριά, τούς Λάκκους και τη Θέρισο, και στρατοπέδευσε την 13 Αυγούστου 1821 στην πεδιάδα τού Ομαλού, νοτίως των Λάκκων. Στο μεταξύ όμως οι διασκορπισμένοι Σφακιανοί ανασυγκροτήθηκαν και ένα σώμα 500 Ελλήνων υπό τούς Δασκαλάκη και Παναγιώτου επιτέθηκε το πρωΐ τής 14 Αυγούστου 1821 κατά των Τούρκων στην πεδιάδα. Παρά τις βολές πυροβολικού των Τούρκων (3 κανόνια) και την αριθμητική υπεροχή τους έναντι των Ελλήνων (6:1), οι Έλληνες κράτησαν τις θέσεις τους πέριξ τής πεδιάδος, μέχρις ότου ήλθαν και άλλες ελληνικές δυνάμεις εις επικουρία. Οι Τούρκοι βαλλόμενοι από διαφορετικά σημεία τής πεδιάδος τράπηκαν σε άτακτη υποχώρηση. Οι Έλληνες τούς κατεδίωξαν. Ένα σώμα Σφακιανών και Ριζιτών υπερκέρασε τούς Τούρκους και κατέλαβε θέσεις σε ένα στενό εξόδου από την πεδιάδα, ενώ το κύριο σώμα των Ελλήνων πίεζε τούς υποχωρούντες Τούρκους από τα πίσω προς το στενό. Οι Τούρκοι βαλλόμενοι πανταχόθεν αποδεκατίσθηκαν με περισσότερους από 200 νεκρούς και πολλές εκατοντάδες τραυματίες: Οι εγκλωβισμένοι Τούρκοι ούτε μπροστά μπορούσαν να διαβούν (προς βορράν), όπου ήσαν οχυρωμένοι οι ενεδρεύοντες Σφακιανοί και Ριζίτες, ούτε και πίσω (προς την πεδιάδα) μπορούσαν να επαναπροωθηθούν, όπου τούς κατεδίωκε η κύρια δύναμη των Ελλήνων. Ως αποτέλεσμα, οι Τούρκοι μετέτρεψαν την άτακτη υποχώρησή τους σε άτακτη φυγή (κατά το “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”) και διασκορπίσθηκαν ένθεν κακείθεν στις κλιτύες των παρακειμένων ορέων αναζητούντες καταφύγιο επί εχθρικού εδάφους (Σφακιά και Ριζίτικα χωριά). Στις επόμενες ημέρες, πολλοί Τούρκοι περιπλανώντο στα όρη και οσάκις ανευρίσκοντο, σφαγιάζοντο χωρίς έλεος από τούς Σφακιανούς και τούς Ριζίτες. Τότε ακόμη και γυναίκες και ιερείς των Ελλήνων Κρητών σφαγίαζαν εκδικητικώς τούς καταστροφείς των Λάκκων και τής Θερίσου: Μετά τις σφαγές των Χριστιανών στα Χανιά και στο Μεγάλο Κάστρο, και ιδίως μετά τις καταστροφές Ριζίτικων και Σφακιανών χωριών από τούς Τούρκους, ούτε οι Ριζίτες ούτε και οι Σφακιανοί διενοούντο να χαρίσουν τη ζωή σε αιχμαλώτους Τούρκους. Τελικά στην Επισκοπή, στη βάση τού μεγάλου τουρκικού στρατεύματος, κατάφεραν να επιστρέψουν μόνο αξιοθρήνητα υπολείμματα τού επίλεκτου καταδρομικού σώματος των 3.000 Τούρκων. Μετά την καταστροφή των Τούρκων στον Ομαλό, οι πασάδες τής Κρήτης αποφάσισαν να κατακάψουν όλα τα χωριά των Σφακιών. Προς τούτο αναπλήρωσαν τις απώλειές τους και εξεστράτευσαν με το σύνολο τού στρατεύματός τους (10.000 άνδρες) την 29 Αυγούστου 1821. Προελαύνοντες προς τον νότο οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Ασκύφο, κατέκαψαν πολλά χωριά και έφθασαν στην Ανώπολη (υπεράνω τού Λουτρού στη νότια Κρήτη). Οι προελαύνοντες Τούρκοι κατέστρεφαν τις περιουσίες των Σφακιανών, αλλά δεν εύρισκαν ούτε ένα Χριστιανό να σφάξουν στο διάβα τους, διότι οι Σφακιανοί και οι Ριζίτες είχαν διαφύγει, άλλοι στα όρη, άλλοι στη Γαύδο και άλλοι στα Κύθηρα με τη σύμπραξη τού στόλου τής Κάσσου. Μετά την Καταστροφή των Σφακιών οι Τούρκοι επανήλθαν στις βάσεις τους, θεωρούντες ότι διά τής κατακαύσεως των χωριών των Σφακιανών είχαν κατασβέσει και τις φλόγες τού πολέμου. Όμως αμέσως στη συνέχεια και οι Σφακιανοί και οι Ριζίτες επανήλθαν στις βάσεις τους, δηλαδή στα καμένα χωριά τους. Επανήλθαν μάλιστα ένοπλοι και με επιθετικό πνεύμα, αφού κατέλαβαν θέσεις μάχης γύρω από τα Χανιά.

Συνοπτκά, οι υλικές καταστροφές στον τόπο τους από τούς Τούρκους απέτυχαν να κάμψουν το πολεμικό φρόνημα των Σφακιανών και των Ριζιτών. Αλλά ούτε και η μεγάλη εκστρατεία των Τούρκων πέτυχε να καταστρέψει ή έστω να πλήξει τα ένοπλα σώματα των Σφακιανών και των Ριζιτών, αφού οι Έλληνες Κρήτες διέθεταν απεριόριστο βάθος άμυνας λόγω τής κυριαρχίας κατά θάλασσαν τού Ελληνικού Στόλου γενικότερα και τού στόλου τής Κάσσου πέριξ τής Κρήτης ειδικότερα: Οι Τούρκοι ηττώντο οσάκις εξεστράτευαν με τοπικές δυνάμεις (λίγων χιλιάδων ανδρών) κατά των Σφακιών, και δεν νικούσαν οσάκις εξεστράτευαν πανστρατιά (10.000 ανδρών). Στη δεύτερη περίπτωση οι Σφακιανοί και οι Ριζίτες διασκορπίζονταν και κατέφευγαν στα όρη και στα νησιά πέριξ τής Κρήτης, και στη συνέχεια επέστρεφαν στον τόπο τους χωρίς απώλειες, ένοπλοι, ανασυντεταγμένοι και ετοιμοπόλεμοι. Οι Τούρκοι δηλαδή διαπίστωσαν ότι ήταν πρακτικά αδύνατο να καταστρέψουν τα ένοπλα σώματα των Ελλήνων Κρητών, χωρίς προηγουμένως να αποκαταστήσουν την κατά θάλασσαν κυριαρχία τους πέριξ τής Μεγαλονήσου. Συμπερασματικά η τρίτη μεγάλη εκστρατεία των Τούρκων προξένησε τεράστιες υλικές καταστροφές σε βάρος των Σφακιών, αλλά είχε μηδενικό αποτέλεσμα επί τής μαχητικής δυνάμεως των Ελλήνων Κρητών τόσον σε αριθμό ανδρών όσον και σε δύναμη πυρός. Είναι δε ενδεικτικό ότι οι ένοπλες δυνάμεις των τελευταίων ισχυροποιήθηκαν στις αμέσως επόμενες εβδομάδες. Ειδικότερα, την 25 Οκτωβρίου 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης, ανταποκρινόμενος σε αίτημα των Ελλήνων Κρητών, απέστειλε στην Κρήτη τον Μιχαήλ Αφεντούλιεφ ως αρχιστράτηγό τους. Ο Αφεντούλιεφ οργάνωσε τον εφοδιασμό των εμπολέμων Ελλήνων στο νησί με τα απαραίτητα τού πολέμου, ήτοι όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα. Τον Νοέμβριο τού 1821 τα συντεταγμένα ένοπλα σώματα των Ελλήνων Κρητών συναριθμούντο σε 6.400 άνδρες, ήτοι 2.400 έναντι των Χανίων, 3.000 σε θέσεις μάχης στις διόδους προς το Ρέθυμνο, και 1.000 ως εφεδρεία στην Ίδη (Ψηλορίτη) απειλούσα εξ ανατολών το Ρέθυμνο και ταυτόχρονα εκ δυσμών το Μεγάλο Κάστρο. Σημειωτέον ότι οι οπλοφορούντες Τούρκοι Κρήτες ήταν 25.000 σε όλο το νησί, εκ των οποίων οι 10.000 μπορούσαν να συγκροτηθούν σε εκστρατευτικό σώμα. Οι Τούρκοι Κρήτες υπερείχαν μεν αριθμητικώς αλλά υστερούσαν ποιοτικώς έναντι των Ελλήνων Κρήτων, η πολεμική ψυχή των οποίων ήταν το αδάμαστο φρόνημα των Σφακιανών και των Ριζιτών. Ενδεικτικές τού συσχετισμού δυνάμεων στην Κρήτη ήσαν οι σποραδικές μάχες που έγιναν έξω από τα Χανιά μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στις 20-24 Δεκεμβρίου, όπου οι Έλληνες υπερίσχυσαν και οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν στα Χανιά με περίπου 100 νεκρούς και τραυματίες.


9 Αυτή την κρίσιμη για την επανάσταση στιγμή κορυφώθηκε η προϋπάρχουσα αντίθεση ανάμεσα στον Ν.Αβελτουκεν και τους οπλαρχηγούς ιδιαίτερα τους Σφακιανους που οδήγησε σε ρήξη ενώ ο << Γενικος Επαρχος της νήσου >> κατηγορεί τους οπλαρχηγούς ότι δεν πυθάρχουν στις εντολές του, η Καγκελαρία των Σφακίων ζήτησαν από την κυβέρνηση στην Πελοπόννησο την αντίσταση Αφελντουλιεφ και τον ορισμό νέου γενικού αρχηγού της επανάστασης. Μάλιστα, πριν η κυβέρνηση απαντήσει ο Αφελντουλιεφ συλλαμβάνεται και καθαιρείται από το αξίωμα του. Η διοίκηση πλέον στην Κρήτη ασκείται προσωρινά προσωρινά από την ΚΑΓΚΕΛΑΡΊΑ. στις 28 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 1822 οι Κρητικοί ζητούν να οριστεί στη θέση του διοικητή ο Υδραίος ΕΜΜ. ΤΟΜΠΑΖΗΣ , αδελφός του Ναυάρχου ΙΑΚ. ΤΟΜΠΑΖΗΣ, Κάτι ΠΟΥ Έγινε Αργότερα Τον Απρίλιο του 1823


13-14

Στα μέσα Μαρτίου 1824 ο Χουσαειν κινήθηκε προς τα Σφακιά , που αποτελούσαν το κέντρο της επαναστάσεις. Χωρίς ιδιαίτερη έφτασε στο λιμάνι του Λούτρου όπου οι Έλληνες ανατίναξαν τις αποθήκες πολεμοφοδίων και τροφίμων, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Η ενέργεια αυτή σταμάτησε για λίγο την προέλαση των Τούρκων και έτσι πολλοί Κρητικοί σώθηκαν είτε φεύγοντας με [πλοία στην Γαυδο είτε βρίσκοντας καταφύγιο στα βουνά των Σφακιανών. Η πτώση των Σφακιών εκαμσε το ηθικό των κατοίκων πολλών περιοχών υποταγή όπως η κυδώνια (Χανιά). Μέτα την βοήθεια και την μεσολάβηση της Ελληνικής καταγωγής προς έναν της Αυστρίας στο Ηράκλειο Δερκουλέ,ο Χουσαιειν ζήτησε από τους κρητικούς να υποταχθούν προκείμενου να σώσουν τη ζωή και την περιουσία τους. Όμως χωρίς να περιμένει ,εισέβαλε στις επαρχίες Κισσαμουκαι Σελινου και τις υπέταξε .Η επιδρομή του συνοδεύτηκε από θηριωδίες κατά των κατοίκων και λεηλασίες ενώ οι Έλληνες ανατίναξαν το Φρούριο του Κισσάμου

    Τότε έφθασαν τα 15 Υδραΐκά πλοία για να βοηθήσουν στον αγώνα, άλλα ήταν πλέον αργά. Τελικά, χρησιμοποιήθηκαν για την διάσωση του άμαχου πληθυσμοί, έφυγαν όμως με αυτά και ένοπλοι που μεταφέρθηκαν τα νησιά του Αιγαίου και την Πελοπόννησο (Μονεμβασία). Πολλοί από τους κρητικούς που αποχώρισαν πεθάναν εξαιτίας των κακουχιών (πίνες και αρρώστιες).Συνολικά ακόμα τους πρώτους μήνες του 1824 έφυγαν από την Κρήτη 6.000 κάτοικοι.
    Στης 12 Απριλίου 1824 ο διοικητής της Κρήτης ΕΜΜ. Τομπάζης αναχώρησε από το νησί, υποσχόμενος βοήθεια όταν επιστρέψει στην Ελλάδα. Η υποταγή της Κρήτης είχε συντελεστή. Ο αγώνας ενάντια των Τουρκογυπτιων συνεχίστηκε μέσα στα βουνά με σποραδικές ενέργειες αντάρτικων σωμάτων .