Χέντρικ Ερτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χέντρικ Ερτς
Γέννηση16ος αιώνας[1]
Μέχελεν[1]
ΘάνατοςΙανουάριος 1603[1]
Γκντανσκ[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΚάτω Χώρες των Αψβούργων
Ιδιότηταζωγράφος
Σημαντικά έργαPhantasy Renaissance palace
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Φανταστική αρχιτεκτονική

Ο Χέντρικ Ερτς (Hendrick Aerts (εναλλακτικά ονόματα: Hendrick Aertsz., Henricus Arijssel, Hendrik Arts, Henricus A. Rijssel, πιθανώς Μέχελεν μεταξύ 1565 και 1575 - πιθανότατα Γκντανσκ, Ιανουάριος 1603) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος και σχεδιαστής, ο οποίος ζωγράφιζε κυρίως πίνακες με αρχιτεκτονήματα. Δραστηριοποιήθηκε στο Γκντανσκ και στην Πράγα.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγα είναι γνωστά για την προέλευση, τη διαμόρφωση και τη ζωή του Χέντρικ Ερτς. Αρχικά θεωρήθηκε ότι ήταν από τη Λιλ, η οποία κατά την εικαζόμενη στιγμή της γέννησής του ήταν μέρος της Νότιας Ολλανδίας. Πρόσφατη έρευνα, ιδίως αυτή που διεξήχθη από τον Ολλανδό ιστορικό τέχνης Μπέρναρντ Μ. Φερμέτ (Bernard M. Vermet), αμφισβήτησε τις προηγούμενες υποθέσεις για τη ζωή του καλλιτέχνη και ο Ερτς θεωρείται πλέον ότι είναι αυτόχθων του Μέχελεν.

Ο Φερμέτ πρότεινε επιπλέον ότι η σαφής επιρροή του έργου του Φλαμανδού ζωγράφου αρχιτεκτονημάτων Πάουλ Φρέντεμαν ντε Φρις πιθανότατα οφείλεται στο ότι ο Ερτς ήταν μαθητής του. Η εκπαίδευση πιθανώς έλαβε χώρα όταν και οι δύο καλλιτέχνες διέμεναν στο Γκντανσκ την περίοδο από το 1592 έως το 1595. Ο Ερτς συνόδευσε τον ντε Φρις στην Πράγα από το 1596 έως το 1599, όπου εργάσθηκε ως βοηθός του στη διακόσμηση των οροφών και των δωματίων υποδοχής του κάστρου του αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄. [2]

Από το 1599 ο Ερτς πιθανότατα είχε επιστρέψει στο Γκντανσκ, όπου και απεβίωσε το 1603.

Έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αλληγορία του Θανάτου

Μόνον μερικοί πίνακες του Ερτς έχουν διασωθεί. Η έρευνα του αποδίδει λιγότερους από δέκα πίνακες. Το παλαιότερο αξιόπιστα αποδιδόμενο έργο χρονολογείται το 1600 και το τελευταίο γνωστό έργο του το 1602.

Όπως ο υποτιθέμενος δάσκαλός του ντε Φρις, ζωγράφισε αποκλειστικά αρχιτεκτονικά έργα φανταστικών και πολυτελών ανακτόρων και εσωτερικών εκκλησιών, στα οποία οι ανθρώπινες μορφές συχνά αντιπροσωπεύουν αλληγορίες.

Γνωστά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Άμστερνταμ, Ρέικσμουζεουμ
    • Φανταστικό αναγεννησιακό παλάτι. 1602
  • Μπράουνσβαϊγκ, Μουσείο Herzog Anton Ulrich
    • Εσωτερικό γοτθικής εκκλησίας.
  • Χάγη, Μουσείο Bredius
    • Αλληγορία του θανάτου. 1602
  • Άγνωστη θέση
    • Αλληγορία της αγάπης και του θανάτου. περ. 1600/01 (2002 στο Παρίσι, Galerie De Jonckheere)
    • Αγορά. (μέχρι τουλάχιστον το 1913 σε ιδιωτική συλλογή στο Schwedt an den Oder )
    • Εσωτερικό γοτθικής εκκλησίας. (αποδόθηκε - δημοπρατήθηκε στις 7 Ιουνίου 1994 από τον οίκο Dorotheum στη Βιέννη )
    • Εσωτερικό ενός καθεδρικού ναού με πομπή. (στις 5 Ιουλίου 2000 δημοπρατήθηκε από τον οίκο Bonhams Knightsbridge)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Ολλανδικό Ίδρυμα Ιστορίας της Τέχνης. 593. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουλίου 2017.
  2. Madeleine Van De Winckel. "Vredeman de Vries, Hans." Grove Art Online. Oxford Art Online. Oxford University Press. Web. 25 Jan. 2014.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bernard M. Vermet, Hendrick Aerts, Gentse Bijdragen tot de Kunstgeschiedenis en Oudheidkunde, 30 (1995), S. 107-118
  • Bernard M. Vermet, Architektuurschilders in Dantzig. Hendrick Aerts en Hans en Paul Vredeman de Vries, Gentse Bijdragen tot de Kunstgeschiedenis en Oudheidkunde, 31 (1996), S. 27-57
  • Jan Briels, Vlaamse schilders en de dageraad van Hollands Gouden Eeuw 1585-1630, Antwerpen 1997, S. 292
  • Χέντρικ Άερτς. Στο: Ulrich Thieme, Felix Becker ua: Allgemeines Lexikon der Bildenden Künstler von der Antike bis zur Gegenwart. Band 2, Wilhelm Engelmann, Leipzig 1908, S. 165.
  • Χέντρικ Άερτς. Στο: Allgemeines Künstlerlexikon. Die Bildenden Künstler aller Zeiten und Völker (AKL). Band 5, Saur, München ua 1992,(ISBN 3-598-22745-0), S. 341f
  • GLM Daniëls, Kerkgeschiedenis en politiek in het perspectief van Hendrick Aerts, Antiek 9 (1974-1975), S. 63-69