Φορεσιά της Λιαρίγκοβης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η φορεσιά της Λιαρίγκοβης είναι η τοπική ενδυμασία που κυριάρχησε κατά τα παλιότερα χρόνια στην Λιαρίγκοβη (νυν Αρναία) της Χαλκιδικής. Η φορεσιά αποτελείται από τα βρακιά, το μπαμπουκλί, το πουκάμισο με τους κινέδες, το ψαλιδωτό καβάδι, το λαχώρι, την ποδιά, τα σκουφούνια, τα τιρλίκια και τις κουντούρες.[1]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα βρακιά ήταν κομμάτι της φορεσιάς που καταργήθηκε κατά τα τελευταία έτη εμφάνισης της παραδοσιακής ενδυμασίας. Για τη ραφή τους χρησιμοποιούσαν λευκό λευκό βαμβακερό υφάδι που υφαινόταν στον αργαλειό. Με αυτό έραβαν το επάνω μέρος της βράκας, ενώ από τα γόνατα και κάτω έβαζαν πολύχρωμο τσίτι και το άφηναν μακρύ για να φαίνεται κάτω από το καβάδι και το πουκάμισο. Λίγο πριν την οριστική κατάργηση τους έμοιαζαν περισσότερο με κοντές βερμούδες. Το πουκάμισο έμπαινε πάνω από τα βρακιά και ήταν άσπρο, σκέτο, εσωτερικό, μακρύ ως το γόνατο. Το μπαμπουκλί ήταν απλή, άσπρη, μάλλινη φούστα την οποία φορούσε η νύφη πάνω από το πουκάμισο για να προσθέτει όγκο και εφαρμόζει καλύτερα και σε άλφα γραμμή το εξωτερικό πουκάμισο και το καβάδι.

Το πουκάμισο με τους κινέδες, το λεγόμενο και πανίτικο, ήταν το εξωτερικό πουκάμισο που ύφαιναν οι γυναίκες στον αργαλειό. Είχε φαρδιά και μακριά μανίκια, ενώ από το στήθος ως τη μέση είχε ένα κατακόρυφο άνοιγμα, το οποίο έκλειναν με μια ασημένια τοκάδα, λίγο πιο κάτω από το λαιμό.

Το καβάδι (ψαλιδωτό φόρεμα) το τοποθετούσαν πάνω από το εξωτερικό πουκάμισο. Ήταν ραμμένο με μεταξωτό ύφασμα με με ρίγες σε διάφορα χρώματα όπως το κίτρινο, το κόκκινο, το λευκό, το πράσινο κλπ. Το νυφικό καβάδι είχε ανάμεσα στις ρίγες εναλλαγές χρωμάτων οι οποίες δημιουργούσαν αλλεπάλληλες γωνίες με περάσματα από τους πιο σκοτεινούς στους πιο ανοιχτούς τόνους του ίδιου χρώματος. Η συγκεκριμένη τεχνική ονομαζόταν «ικάτ» και προερχόταν από το στήσιμο του στημονιού στον αργαλειό.

Το λαχώρι, ήταν το μεγάλο, μεταξωτό μαντήλι που χρησιμοποιούσαν στη μέση για ζώνη. Το φορούσαν διπλωμένο λοξά στη μέση, αφήνοντας τις δύο άκρες του με τα κρόσσια να κρέμονται από τη δεξιά μεριά. Η ποδιά ήταν υφασμένη από τις γυναίκες από εκλεκτά, ποιοτικά μαλλιά, με ρίγες σε διάφορα χρώματα και στολισμένη ολόγυρα με μεταξωτή φράντζα, ένα είδος δαντέλας με κρόσσια. Έφτανε ως τον ποδόγυρο του ποκαμίσου.

Τα κάλτσες (γνωστές ως σκουφούνια) ήταν πλεγμένα με λεπτό άσπρο μαλλί και είχαν σχέδια στη φτέρνα, στον αστράγαλο και σε όλο το μπροστινό μέρος. Τα τιρλίκια ήταν από μαλακό δέρμα κόκκινου ή πορτοκαλί χρώματος και τα χρησιμοποιούσαν μέσα στο σπίτι, σαν παντόφλες. Οι κουντούρες ήταν φοριόνταν εκτός σπιτιού. Ήταν κατασκευασμένες από κόκκινο δέρμα, με ψηλό ξύλινο τακούνι ενώ είχαν μπροστά μια μεταξωτή, πολύχρωμη φούντα.[2]

Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για το στολισμό, οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν δύο κορδέλες σαν στέκα για να τα κρατούν τα μαλλιά μακριά από το πρόσωπο και στη συνέχεια τα έπλεκαν σε δύο πλεξούδες για να συνεχίζουν με τον κεφαλόδεσμο, ο οποίος σχηματιζόταν από το καβούκι(φέσι), το μαγκούρι (κορδέλα) το μαντήλι συνήθως μαύρο) το μπρέσκο τσεμπέρι (επίσης μαύρου χρώματος) και την τσίπα (πέπλο). Τα κοσμήματα που συμπληρώνουν τη φορεσιά ήταν το γκιουρντένι (περιλαίμιο) και η τοκάδα (καρφίτσα που έμπαινε στο στήθος).[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Χατζημιχάλη, Αγγελικής (1983). Η ελληνική λαϊκή φορεσιά, τόμος 2. Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη - Εκδοτικός οίκος Μέλισσα. σελίδες 308–309. 
  2. Χατζημιχάλη, Αγγελικής (1983). σελ. 309-312.
  3. Χατζημιχάλη, Αγγελικής (1983). σελ. 313-316.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]