Φολκωδίνη
Η φολκωδίνη είναι οπιοειδές φάρμακο για τον βήχα (αντιβηχικό). Βοηθά στη καταστολή του μη παραγωγικού βήχα ενώ έχει και μια ήπια ηρεμιστική αντίδραση, αλλά έχει λίγα ή καθόλου αναλγητικά αποτελέσματα. Είναι επίσης γνωστή ως μορφολινυλεθυλμορφίνη ή ομοκωδείνη.
Η φολκωδίνη εντοπίζεται σε ορισμένες ταμπλέτες για την αντιμετώπιση του βήχα.[1] Ωστόσο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, πωλείται σχεδόν αποκλειστικά ένα πόσιμο διάλυμα, με δοσολογία που φτάνει συνήθως τα 5 mg / 5 ml. Για τους ενήλικες η δοσολογία φτάνει τα 5 με 10 ml για 3-4 φορές την ημέρα.[2] Σε μεγάλο βαθμό η φολκωδίνη αντικαθιστά τα προηγούμενα και πιο δημοφιλή σκευάσματα με κωδεΐνη, καθώς έχει ένα πολύ χαμηλότερη πιθανότητα εξάρτησης.
Η φολκωδίνη δεν συνταγογραφείται στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου κατατάσσεται ως φάρμακο της κατηγορίας Α, η οποία περιλαμβάνει τα πιο αυστηρά ελεγχόμενα φάρμακα (συμπεριλαμβανομένης της ηρωίνη, το διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέως και το έκστασι).[3] Στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι φάρμακο κλάσης Β, αλλά μπορεί να αγοραστεί χωρίς συνταγογράφηση στα περισσότερα βρετανικά φαρμακεία.[4][5]
Μηχανισμός δράσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φολκωδίνη απορροφάται εύκολα από το γαστρεντερικό σωλήνα και διασχίζει ελεύθερα τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Δρα κυρίως στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ), καταστέλνοντας τον βήχα, εν μέρει μέσω μιας άμεσης επίδρασης στο κέντρο του βήχα στο προμήκη μυελό. Μεταβολίζεται στο ήπαρ και η δράση της μπορεί να παραταθεί σε άτομα με ηπατική ανεπάρκεια (δηλ. προβλήματα στο συκώτι). Επομένως η χρήση της αντενδείκνυται σε ασθενείς με ηπατική νόσο, ενώ πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από ηπατική δυσλειτουργία.
Μεταβολισμός και απέκκριση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φολκωδίνη βιομετασχηματίζεται αργά στο σώμα μέσω της οξείδωσης και της σύζευξης με μια σειρά μεταβολιτών που απεκκρίνονται κυρίως στα ούρα. Με μέσο όρο ημιζωής που φτάνει τις 2.3 ημέρες, η σταθερή κατάσταση σε κάποιον που λαμβάνει το φάρμακο για χρόνια δεν θα επιτευχθεί αν δε περάσουν σχεδόν 2 εβδομάδες. Σχεδόν το ένα μισό μιας μοναδικής δόσης απεκκρίνεται τελικά. Ο πιο σημαντικός ουροποιητικός μεταβολίτης είναι η συζευγμένη μορφίνη, η οποία μπορεί να διατηρηθεί για μέρες ή εβδομάδες μετά την τελευταία δόση. Αυτό θα μπορούσε να δώσει ένα θετικό αποτέλεσμα για την ύπαρξη οπιούχων σε ένα πρόγραμμα εξέτασης ουρικών φαρμάκων.[6][7]
Παρενέργειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ανεπιθύμητες παρενέργειες είναι σπάνιες και μπορεί να περιλαμβάνουν ζάλη και γαστρεντερικές διαταραχές όπως η ναυτία ή ο εμετός. Όσον αφορά τις δυσμενείς επιπτώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται η δυσκοιλιότητα, η υπνηλία, η διέγερση, η αταξία και η αναπνευστική καταστολή, έχουν αναφερθεί περιστασιακά ή μετά από την κατανάλωση μεγάλων δόσεων. Η κύρια ανησυχία για την ασφάλειά της έχει να κάνει κυρίως με τον κίνδυνο θανάτου μετά από γενική αναισθησία.[8]
Αναφυλαξία κατά τη διάρκεια γενικής αναισθησίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η χορήγηση φολκωδίνης προκαλεί την παραγωγή αντισωμάτων που συνδέονται με απώλειες ζωών κατά τη διάρκεια χειρουργείων, όταν χορηγούνται βασικοί παράγοντες νευροµυϊκού αποκλεισµού (ΠΝΑ) για την πρόληψη της κίνησης ασθενών που υπόκεινται σε γενική αναισθησία.[9] Τα επίπεδα αυτών των αντισωμάτων πέφτουν σταδιακά σε χαμηλά επίπεδα αρκετά χρόνια μετά την χορήγηση της φολκωδίνης. Ωστόσο, η παρουσία αυτών των αντισωμάτων προκαλεί αύξηση του κινδύνου εμφάνισης αναφυλαξίας κατά τη διάρκεια της αναισθησίας κατά 300 φορές.[10]
Προέκυψαν υποψίες ότι αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να ισχύει όταν βρέθηκε ότι οι θάνατοι από αναφυλαξία κατά το χειρουργείο στη Νορβηγία και τη Σουηδία είχαν δεκαπλάσια διαφορά. Η Σουηδία δεν είχε εγκεκριμένο προϊόν με φολκωδίνη, ενώ το 40% του πληθυσμού στη Νορβηγία είχε καταναλώσει το μόνο εγκεκριμένο προϊόν με φολκωδίνη.[10] Όταν η Νορβηγία απέσυρε τη φολκωδίνη από την αγορά το 2007, δύο χρόνια μετά από αυτή την απόσυρση η παρουσία των αντισωμάτων αντισουξαμεθονίου μειώθηκε κατά πάνω από 80% σε δύο χρόνια.[11] Ακολούθησε αντίστοιχη πτώση των θανάτων από αναισθησία.
Μια παρόμοια διαφορά υπάρχει μεταξύ των περιστατικών αναφυλαξίας λόγω ΝΠΑ στην Αυστραλία, όπου η χρήση φολκωδίνης είναι υψηλή και στις ΗΠΑ, όπου η χρήση της απαγορεύεται.[12] Στις ΗΠΑ, οι τιμές αναφυλαξίας είναι τόσο χαμηλές, σε βαθμό που κάποιοι αναισθησιολόγοι αμφισβητούν την ύπαρξη τέτοιων αντιδράσεων.[13] Αντίθετα, οι Αυστραλιανοί αναισθησιολόγοι ζητούν την απαγόρευση της[14] λόγω του υψηλού αριθμού περιστατικών αναφυλαξίας στη χώρα.[15] Ωστόσο, η διοίκηση θεραπευτικών αγαθών της χώρας δεν ενέκρινε την απαγόρευση, τον Ιανουάριο του 2015.[16] Αυτό θα οδηγήσει σε άλλες παρόμοιες προτάσεις.
Η "έκθεση Αξιολόγησης για φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν φολκωδίνη" (2012) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων καταλήγει ως εξής: Η Επιτροπή έκρινε ότι τα στοιχεία της σύνδεσης μεταξύ της χρήσης φολκωδίνης και της ανάπτυξης της αναφυλαξίας που σχετίζεται με τα ΝΠΑ είναι περιστασιακή, δεν είναι απόλυτα συνεπής και ως εκ τούτου δεν υποστηρίζεται το συμπέρασμα ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος διασταυρούμενης ευαισθητοποίησης για τα ΝΠΑ και επομένως μια επακόλουθη ανάπτυξη αναφυλαξίας κατά τη διάρκεια του χειρουργείου.[17]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Δεξτρομεθορφάνη
- Κωδεΐνη
- Υδροκοδόνη
- Δυδροκωδεΐνη
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Potter's Pholcodine cough pastilles». Lloyds Pharmacy.
- ↑ British National Formulary 54. London: BMJ Publishing Group Ltd., RPS Publishing. 2007. σελ. 175.
- ↑ «Legislation - Controlled Substances». U.S. Food and Drug Administration. 11 Ιουνίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Φεβρουαρίου 2016.
- ↑ «Boots Night Cough Relief». The Boots Company PLC. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2020.
- ↑ «Care Pholcodine Linctus». Lloyds Pharmacy. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2020.
- ↑ «Toxicological detection of pholcodine and its metabolites in urine and hair using radio immunoassay, fluorescence polarisation immunoassay, enzyme immunoassay, and gas chromatography-mass spectrometry». International Journal of Legal Medicine 104 (1): 43–6. December 1990. doi: . PMID 11453092.
- ↑ Disposition of Toxic Drugs and Chemicals in Man (8th έκδοση). Foster City, CA: Biomedical Publications. 2008. σελίδες 1258–1260.
- ↑ Andalo, Debbie (17 January 2015). «Anaesthetists campaign for pholcodine cough medicines to become prescription-only products». The Pharmaceutical Journal (Royal Pharmaceutical Society). http://www.pharmaceutical-journal.com/news-and-analysis/anaesthetists-campaign-for-pholcodine-cough-medicines-to-become-prescription-only-products/20067520.article.
- ↑ «The pholcodine story». Immunology and Allergy Clinics of North America 29 (3): 419–27. August 2009. doi: . PMID 19563989.
- ↑ 10,0 10,1 «The Pholcodine Case. Cough Medicines, IgE-Sensitization, and Anaphylaxis: A Devious Connection». The World Allergy Organization Journal 5 (7): 73–8. July 2012. doi: . PMID 23283141.
- ↑ «IgE-sensitization to the cough suppressant pholcodine and the effects of its withdrawal from the Norwegian market». Allergy 66 (7): 955–60. July 2011. doi: . PMID 21241314.
- ↑ «Anaphylaxis to neuromuscular blocking drugs: incidence and cross-reactivity in Western Australia from 2002 to 2011». British Journal of Anaesthesia 110 (6): 981–7. June 2013. doi: . PMID 23335568.
- ↑ «Anaphylactic reactions to neuromuscular blocking drugs: are we making the correct diagnosis?». Anesthesia and Analgesia 98 (4): 881–2. April 2004. doi: . PMID 15041566. https://archive.org/details/sim_anesthesia-and-analgesia_2004-04_98_4/page/881.
- ↑ Crilly, Helen; Rose, Michael (2014). «Anaphylaxis and anaesthesia–can treating a cough kill?». Australian Prescriber 37 (3): 74–76. doi: .
- ↑ «Pholcodine consumption and immunoglobulin E-sensitization in atopics from Australia, Korea, and Japan». Asia Pacific Allergy 4 (2): 86–90. April 2014. doi: . PMID 24809013.
- ↑ Medew, Julia (5 Ιανουαρίου 2015). «Cough medicine alert over surgery». The Age.
- ↑ «Assessment report for Pholcodine containing medicinal products» (PDF). European Medicines Agency. 17 Φεβρουαρίου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2020.