Τρυπητός Επάνω Επισκοπής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη θέση Τρυπητός, κοντά στην Επάνω Επισκοπή Σητείας, έχει αποκαλυφθεί οχυρωματικό κτίσμα κλασικής-ελληνιστικής περιόδου. Ο χώρος ερευνήθηκε το 1960 από τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Νικόλαο Πλάτων για λογαριασμό της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Πιθανώς, πρόκειται για φρούριο που συνδεόταν με την αμυντική κάλυψη της επικράτειας της Πραισού.

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θέση «Τρυπητός» βρίσκεται σε απόσταση περίπου 1 χλμ. ανατολικά του χωριού Επάνω Επισκοπή, του δήμου Σητείας, στον τέως νομό Λασιθίου, και πλησίον του ποταμού Παντέλη.

Η ιστορία των ανασκαφών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1960 ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Πλάτων στο πλαίσιο ερευνών στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Πραισού για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας διεξήγαγε αυτοψία σε οχυρωματικό κτίσμα που βρίσκεται σε ύψωμα της θέσης. Ο μετέπειτα Έφορος Αρχαιοτήτων Νικόλαος Παπαδάκης σε βιβλίο του περί των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της επαρχίας Σητείας αναφέρει ότι το 1978 μετά από έρευνα της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων «ήρθε στο φως» το εν λόγω κτίσμα, αν και στο Αρχαιολογικό Δελτίο του αυτού ή άλλων ετών δεν υπάρχει οποιαδήποτε ανασκαφική έκθεση σχετική με το εν λόγω μνημείο.

Το κτίσμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Πλάτωνα, διασώζεται τοίχος του κτηρίου σε ύψος 2 μ. και μήκος 17-18 μ. –ο Παπαδάκης δίδει τις διαστάσεις 2,10 μ. και 24 μ. αντίστοιχα–, ο οποίος αποτελείται από μεγάλους πελεκητούς παραλληλεπίπεδους λίθους και είναι κατασκευασμένος κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Τα διάκενα μεταξύ των λίθων είναι φραγμένα με μικρότερες πέτρες. Ο Πλάτων σημειώνει ότι, κατά την επίσκεψή του, η βορειοδυτική γωνία του κτηρίου διασωζόταν σε αρκετά καλή κατάσταση, έτερη γωνία ήταν επιχωσμένη, ενώ τα εσωτερικά τοιχώματα ήταν ήδη κατεστραμμένα. Ο ίδιος χρονολογεί τα ευρεθέντα όστρακα κεραμικής και κατ’ επέκταση το κτίσμα στα κλασικά χρόνια, ενώ ο Παπαδάκης το τοποθετεί στα κλασική-ελληνιστική εποχή. Περίπου 80 μ. δυτικότερα του χώρου ο Πλάτων εντόπισε θραύσματα μεγάλης λεκάνης κυλινδρικού σχήματος, «ομοιαζούσης προς κιονόκρανον», η οποία θεωρεί ότι μεταφέρθηκε εκεί δευτερευόντως από το κτίσμα.

Ο Πλάτων ερμήνευσε το κτήριο ως οχυρωματικό, ερμηνεία που έχει καθιερωθεί καθώς ο Παπαδάκης το περιγράφει ως φρούριο-φυλάκιο. Το 1980 κηρύχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος με τον χαρακτηρισμό «κλασσικό ελληνιστικό φρουριακό συγκρότημα» (ΦΕΚ 50/Β/21-1-1980). Εάν γίνει αποδεκτή αυτή η ερμηνεία, το κτίσμα θα πρέπει να ανήκε στην κατηγορία των φρουρίων με ορθογώνια ή τετράγωνη κάτοψη και να διέθετε στο εσωτερικό του περαιτέρω κτίσματα για τη φρουρά. Το σωζόμενο μήκος της πλευράς υποδεικνύει ότι το φρούριο ήταν μεγάλων διαστάσεων.

Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Nadia Coutsinas που μελέτησε πρόσφατα τις οχυρώσεις της Κρήτης για την περίοδο που μας απασχολεί –στον κατάλογο των οποίων, ωστόσο, δεν συμπεριλαμβάνει το κτίσμα στον Τρυπητό– τα μεμονωμένα αυτά οχυρά ήλεγχαν την επικράτεια μιας μεγάλης πόλης. Κατά τον Παπαδάκη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γειτονική Πραισό. Η τελευταία ανήκε κατά τα κλασικά-ελληνιστικά χρόνια στις ισχυρότερες κρητικές πόλεις και η επικράτειά της κατελάμβανε μεγάλο μέρος της περιοχής της Σητείας. Η Πραισός, πάντως, πέραν ίσως της περιοχής των Ακροπόλεων Α και Β, δεν διέθετε τείχη όπως, εξάλλου, και αρκετές άλλες σημαντικές πόλεις της Κρήτης. Το φρούριο του Τρυπητού, ελέγχοντας την κοιλάδα του ποταμού Παντέλη και το οδικό δίκτυο στα βορειοδυτικά όρια της Πραισού, πιθανώς εντασσόταν σε ένα ευρύτερο σύστημα αμυντικών δομών και παρατηρητηρίων της πόλης. Επιπλέον, η επιμελημένη τοιχοποιία του αντικατόπτριζε σε συμβολικό επίπεδο τον πλούτο και την ισχύ της πόλης που προστάτευε. Πάντως, σύμφωνα πάλι με την Coutsinas, τα μεμονωμένα εξωαστικά φρούρια στο εσωτερικό της Κρήτης είναι περιορισμένα, αν και σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται ότι συνδέονται με ατείχιστες πόλεις. Όπως και να έχει, θα χρειαστούν περαιτέρω έρευνες και τεκμηρίωση για την ένταξη του κτίσματος στον Τρυπητό στα ειδικότερα ιστορικά, χωρικά και αρχιτεκτονικά συγκείμενά του.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ν. Πλάτων, Ανασκαφαί περιοχής Πραισού. Μικραί έρευναι και περισυλλογαί αντικειμένων εις την περιοχήν Πραισού, ΠΑΕ 1960, 301.
  • Ν. Π. Παπαδάκης, Σητεία. Η πατρίδα του Μύσωνα και του Κορνάρου. Οδηγός για την ιστορία, αρχαιολογία, πολιτισμό της 2(Σητεία 1989), 32-33.
  • K. Sporn, Heiligtümer und Kulte Kretas in klassischer und hellenistischer Zeit (Heidelberg 2002), 42.
  • E. Mlinar, Fortified Towns, Settlements and Other Strongholds on Crete from Archaic through Hellenistic Times, σε: Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη κ. α. (επιμ.), Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Χανιά, 1-8 Οκτωβρίου 2006 (Χανιά 2011), τ. Α4, 23-32, κυρίως 26.
  • N. Coutsinas, Défenses crétoises. Fortifications urbaines et défense du territoire en Crète aux époques classique et hellénistique (Paris 2013), 64-66, 87-95, 292-299.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]