Τρεις Εκκλησιές Πάρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Περίληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα Α. της πρωτεύουσας της Πάρου, Παροικιάς, στη θέση Τρεις Εκκλησιές ή Σταυρός, που βρίσκεται σε απόσταση 1.400μ. από το ναό της Παναγίας Καταπολιανής και επί του οδικού άξονα Παροικιάς-Νάουσας, ανεσκάφη το 1960-1961 από τον Αναστάσιο Κ. Ορλάνδο και τη Χαρίκλεια Μπάρλα τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με αξονική ημικυκλική αψίδα, ισοπλατή νάρθηκα και προσκτίσματα στα Β., Δ. και Ν., χρονολογούμενη πιθανώς στο α’ ήμισυ του 6ου αι. Τα κλίτη χωρίζονταν με κιονοστοιχίες εξ επτά κιόνων η καθεμία, στις οποίες εδράζονταν τόξα από πώρινους θολίτες, απολήγοντα στα Δ. και τα Α. σε παραστάδες. Τα μετακιόνια έφρασσαν θωράκια. Η είσοδος στο νάρθηκα είχε τη μορφή τριβήλου, που ανοιγόταν στο μέσον της δυτικής πλευράς. Ψηλότερα, ο ανασκαφέας υπέθεσε την ύπαρξη τριλόβου παραθύρου, κατά το πρότυπο της πρόσοψης της Καταπολιανής. Τον ανατολικό τοίχο διατρυπούσαν τρεις θύρες, προς τα αντίστοιχα κλίτη του κυρίως ναού. Η ανασκαφή αποκάλυψε πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού (βάσεις, κορμό και κιονόκρανα των κιόνων, επίκρανα παραστάδων, τμήματα των δύο φάσεων του τέμπλου, κιονίσκο της Αγίας Τραπέζης, επιθήματα και αμφικιονίσκους παραθύρων), τμήματα του άμβωνα, καθώς και αρχιτεκτονικά και ενεπίγραφα μέλη της αρχαιότητας. Σημαντικότερο εξ αυτών ήταν ένα μαρμάρινο ιωνικό κιονόκρανο της αρχαϊκής περιόδου, το οποίο κατόπιν νέας επεξεργασίας στις αρχές του 4ου π.Χ. αι. κατέστη η βάση της επιτύμβιας πλάκας του ποιητή του 7ου π.Χ. αι. Αρχιλόχου, που καταγόταν από την Πάρο. Η ανεύρεσή του καθιστά πολύ πιθανή την ύπαρξη αρχικώς ιερού του αφηρωισμένου ποιητή σε πολύ μικρή απόσταση από τη θέση που στη συνέχεια κατέλαβε ο χριστιανικός ναός.

Γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα Α. της πρωτεύουσας της Πάρου, Παροικιάς, στη θέση Τρεις Εκκλησιές ή Σταυρός, που βρίσκεται σε απόσταση 1.400μ. από το ναό της Παναγίας Καταπολιανής και επί του οδικού άξονα Παροικιάς-Νάουσας, ανεσκάφη το 1960-1961 από τον Αναστάσιο Κ. Ορλάνδο παλαιοχριστιανική βασιλική. Το τοπωνύμιο οφείλεται στην ύπαρξη στον ίδιο χώρο τριών μονόχωρων θολωτών μεταβυζαντινών ναΐσκων, οι οποίοι ήταν ήδη ερειπωμένοι κατά την έναρξη της ανασκαφής: δύο αλληλοεφαπτόμενων (άγνωστης αφιέρωσης ο βόρειος, Αγίου Ελευθερίου ο νότιος) στο μέσον σχεδόν του μήκους του βόρειου και του κεντρικού κλίτους της βασιλικής και ενός ακόμη (Αγίου Βασιλείου) στη ΝΑ. της γωνία. Για την κατασκευή τους είχαν χρησιμοποιηθεί εκ νέου πολυάριθμα μέλη και επιγραφές από κτίσματα της αρχαιότητας και από τον παλαιοχριστιανικό ναό. Επιπλέον, ήταν ορατά τμήματα της αψίδας του Ιερού της βασιλικής. Η εύρεση πρόσθετων αρχαίων μελών κατά την ανασκαφή και ιδίως των καταλοίπων του μνημείου του Αρχιλόχου καθιστούν πολύ πιθανή την ύπαρξη αρχικώς ιερού του αφηρωισμένου ποιητή του 7ου αι. π.Χ. σε πολύ μικρή απόσταση από τη θέση που στη συνέχεια κατέλαβε ο χριστιανικός ναός.

Ανασκαφικές εργασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αποκάλυψη της βασιλικής πραγματοποιήθηκε σε δύο περιόδους (1960, 1961) από τον Αν. Ορλάνδο με βοηθό τη διδάκτορα αρχαιολογίας Χαρίκλεια Μπάρλα. Τα εγκαταλελειμμένα ναΰδρια των μεταβυζαντινών χρόνων αποτυπώθηκαν, φωτογραφήθηκαν και κατεδαφίστηκαν, καθιστώντας εφικτή την έναρξη της ανασκαφής. Ήλθε στην επιφάνεια τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική (14,80 Χ 17,50μ. χωρίς την κόγχη του Ιερού) με αξονική ημικυκλική αψίδα, ισοπλατή νάρθηκα και προσκτίσματα στα Β., Δ. και Ν. Κατά τον Αν. Ορλάνδο χρονολογείται –βάσει των γλυπτών της– πιθανώς στο α’ ήμισυ του 6ου αι., κατά το Δημήτριο Πάλλα ίσως στα τέλη του 6ου-αρχές 7ου αι. Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο ποσοστό αρχιτεκτονικά μέλη της αρχαιότητας, προερχόμενα από μη εντοπισθέντα κτήρια. Η αψίδα εδράζεται σε ορθογώνιο βάθρο. Η βάση της ήταν κτισμένη με αργούς λίθους, κονίαμα και ευάριθμα βήσσαλα και το ανώτερο τμήμα της με ζώνες αργολιθοδομής εναλλασσόμενες με ζώνες πλινθοδομής, εσωτερικώς δε ήταν επενδεδυμένη με πλάκες μαρμάρου Σκύρου. Δεν εντοπίστηκε το εγκαίνιο ή τμήματα της Τραπέζης εκτός από έναν εκ των κιονίσκων στήριξής της με ελικοειδείς ραβδώσεις και θραύσμα της καλυπτήριας πλάκας, ήλθαν ωστόσο στην επιφάνεια οι υποδοχές επί του δαπέδου για τα τέσσερα στηρίγματά της. Από το φράγμα του πρεσβυτερίου αποκαλύφθηκε ο στυλοβάτης, πώρινοι πεσσίσκοι με ανάγλυφο διάκοσμο, τμήματα θωρακίων από δύο διαδοχικές φάσεις (διάτρητων μαρμάρινων με φολιδωτό διάκοσμο της αρχικής και πώρινων, κοσμημένων με σταυρούς, ρόδακες και γεωμετρικά σχήματα οψιμότερης φάσης), καθώς και πιθανώς προερχόμενα από αυτό επιστύλια. Μεταγενέστερο διάφραγμα στην προς Β. προέκταση του τέμπλου διέκρινε ενδεχομένως το βόρειο κλίτος από παστοφόριο στην ανατολική του απόληξη.

Τα κλίτη διέκριναν μεταξύ τους κιονοστοιχίες εξ επτά κιόνων η καθεμία, στις οποίες εδράζονταν τόξα από πώρινους θολίτες, απολήγοντα στα Δ. και τα Α. σε παραστάδες. Στον κυρίως ναό ο μοναδικός εκ των κιόνων που διατηρήθηκε είναι ο δυτικότερος της νότιας κιονοστοιχίας, αρράβδωτος, με ανάγλυφο λατινικό σταυρό, ως βάση του οποίου χρησίμευε ανεστραμμένο δωρικό κιονόκρανο. Οι κίονες εδράζονταν σε υπερυψωμένο στυλοβάτη, που συγκροτούσαν μέλη της αρχαιότητας σε επανάχρηση. Τα μετακιόνια έφρασσαν θωράκια, όπως βεβαιώνουν οι εγκοπές στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του άβακα/βάσης. Εκτός του μοναδικού κορμού βρέθηκαν τουλάχιστον οκτώ τεκτονικά κιονόκρανα με διάκοσμο από φύλλα άκανθας στις γωνίες και αγγεία, σταυρούς ή γεωμετρικά σχήματα μεταξύ αυτών σε χαμηλό ανάγλυφο. Ανεσκάφησαν ακόμη επίκρανα παραστάδων με παρόμοιο διάκοσμο, επιθήματα και αμφικιονίσκοι παραθύρων των μακρών πλευρών και της αψίδας του Ιερού με αρράβδωτο κορμό, συμφυή βάση και κιονόκρανο από φύλλα άκανθας με λεία επιφάνεια εκατέρωθεν λογχοειδούς φύλλου. Από τα εντοπισθέντα τεμάχια του μαρμάρινου άμβωνα συνάγεται ότι ακολουθούσε τον τύπο του φερόμενου επί 4 ημικιονίσκων, συνδεδεμένων με πλάκες, κυκλικού εξώστη, στον οποίο οδηγούν αντωπές κλίμακες με θωράκια, κοσμούμενα με πλοχμό, σταυρούς και παγώνια. Τα αντίστοιχα του εξώστη έφεραν επιπεδόγλυφα χριστογράμματα ή σταυρούς εντός κύκλων. Το δάπεδο των κλιτών του ναού καλυπτόταν με σχιστολιθικές πλάκες. Για την έδραση των δοκών της στέγης κατασκευάστηκε σειρά παραστάδων στην εσωτερική παρειά των μακρών πλευρών, κατ’ αντιστοιχίαν προς τους κίονες, οι οποίες χαμηλά συνδέονταν μεταξύ τους με κτιστά θρανία για το εκκλησίασμα, καλυπτόμενα με σχιστολιθικές πλάκες. Από τη στέγη αποκαλύφθηκαν στην επίχωση μεγάλοι, οριζόντιοι στρωτήρες και ημικυκλικοί καλυπτήρες.

Η είσοδος στο νάρθηκα είχε τη μορφή τριβήλου, που ανοιγόταν στο μέσον της δυτικής πλευράς. Ψηλότερα, ο ανασκαφέας υπέθεσε την ύπαρξη τριλόβου παραθύρου, κατά το πρότυπο της πρόσοψης της Καταπολιανής, καθώς αμέσως έξω από το τρίβηλο του ισογείου αποκαλύφθηκε μαρμάρινος αμφικιονίσκος. Το δάπεδο του νάρθηκα κάλυπταν αρχικώς σχιστολιθικές πλάκες, σε β’ φάση πήλινες. Τον ανατολικό τοίχο διατρυπούσαν τρεις θύρες, προς τα αντίστοιχα κλίτη του κυρίως ναού, δύο εκ των οποίων (η κεντρική και η νότια) διατηρούν τα λίθινα κατώφλια τους. Μπροστά στη νότια παραστάδα της βασιλείου πύλης εντοπίστηκε ανεστραμμένο αιολικό κιονόκρανο χρησιμεύον ως βάση μαρμάρινης λεκάνης αγιασμού, η οποία διαμορφώθηκε σε τμήμα επίσης ανεστραμμένου αρράβδωτου αρχαϊκού κίονος σε επανάχρηση, με τη λάξευση κοιλότητας στην επιφάνεια έδρασης. Στην εσωτερική παρειά του νότιου τοίχου ήλθαν στην επιφάνεια δύο εφαπτόμενες μικρές δεξαμενές υγρών, ενδεχομένως νερού ή λαδιού.

Μεταξύ των ευρημάτων περιλαμβάνονται αρκετά αρχιτεκτονικά ή ενεπίγραφα μέλη της αρχαιότητας:

  • Θραύσμα μικρού αναθηματικού αναγλύφου ρωμαϊκών χρόνων με την επιγραφή ΕΡΜΕΙ ΑΜΑΞΕΙΤΗ ΕΥΧΗΝ
  • Δύο επιτύμβιες επιγραφές της ρωμαϊκής περιόδου, ενσωματωμένες στην πλακόστρωση της ανατολικής απόληξης του κεντρικού κλίτους, οι οποίες αναφέρονται στην ίδια νεκρή, την Τιμώ Φίλτωνος εκ Νάξου.
  • Μαρμάρινο ιωνικό κιονόκρανο της αρχαϊκής περιόδου, το οποίο κατόπιν νέας επεξεργασίας στις αρχές του 4ου π.Χ. αι. κατέστη η βάση της επιτύμβιας πλάκας του ποιητή του 7ου π.Χ. αι. Αρχιλόχου, που καταγόταν από την Πάρο.
  • Ορθογώνιο μάρμαρο με την επιγραφή ΣΩΣΙΣΤΡΑΤΟΥ ΗΡΩΟΣ
  • Μαρμάρινη βάση με υποδοχή για την ένθεση στήλης
  • Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο μάρμαρο με εγχάρακτο ζεύγος πελμάτων ποδιών ή σανδάλων και την επιγραφή ΖΩCIWOC ΠC
  • Μικρό κορινθιακό κιονόκρανο
  • Βάση ιωνικού κίονος με πλίνθο.

Μεγάλο μέρος των εντοπισθέντων μελών μεταφέρθηκαν προς φύλαξιν στα κελλιά της Καταπολιανής.

Σε οψιμότερες, διαδοχικές φάσεις κτίστηκαν στο δυτικό ήμισυ του νοτίου κλίτους δύο επάλληλα, άγνωστης χρήσης κτίσματα με άξονα Β.-Ν.: ένα πειόσχημο, παράγωνο, ανοικτό προς τα Ν. και ένα αψιδωτό, εκτεινόμενο και πέραν των ορίων του νοτίου κλίτους, με θύρες στα Α. και τα Δ. και ανοικτό προς τα Β. Από το νεκροταφείο που δημιουργήθηκε σε οψιμότερη περίοδο στα ερείπια της βασιλικής ανεσκάφησαν ακτέριστοι (πλην ευάριθμων αγγείων και οστράκων με εγχάρακτους σταυρούς και την επιγραφή ΙC XC NI KA) ορθογώνιοι τάφοι με κτιστά τοιχώματα και κάλυψη με σχιστολιθικές πλάκες, ορισμένοι εκ των οποίων περιείχαν παιδικές ταφές.

Στη ΒΔ. γωνία του ναού διαπιστώθηκε η ύπαρξη προσκτίσματος σύγχρονου με εκείνον, το οποίο κατά τον Αν. Ορλάνδο αποτελεί πιθανώς το βαπτιστήριο της βασιλικής. Σειρά προσκτισμάτων ήλθε στην επιφάνεια εν επαφή με τη νότια πλευρά του ναού. Στα δύο δυτικότερα οι τοίχοι φέρουν επίχρισμα και το δάπεδο καλύπτουν σχιστολιθικές πλάκες. Η χρήση των μεταγενεστέρων αυτών προσθηκών παραμένει άγνωστη. Δύο ακόμη κτίσματα, με άξονα Α.-Δ., ανεσκάφησαν στα Δ., εκατέρωθεν του τριβήλου του νάρθηκα. Από το βόρειο αποκαλύφθηκε μόνο ένας γαμματοειδής τοίχος, από το μεγαλύτερου μήκους νοτιότερο δύο δωμάτια. Κατά τον ανασκαφέα χρησιμοποιήθηκαν αρχικώς ως πύργοι για την προστασία της πύλης του ναού και στη συνέχεια ίσως ως κατοικίες.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Α.Κ. Ορλάνδος, Πάρος, Έργον 1960, 176-185.
  • Α.Κ. Ορλάνδος, Ανασκαφή της παλαιοχριστιανικής βασιλικής «Τριών Εκκλησιών» Πάρου, ΠΑΕ 1960, 246-257
  • Α.Κ. Ορλάνδος, Πάρος. Βασιλική, Έργον 1961, 188-196.
  • Α.Κ. Ορλάνδος, Ανασκαφή της παλαιοχριστιανικής βασιλικής «Τριών Εκκλησιών» Πάρου, ΠΑΕ 1961, 184-190
  • Α.Κ. Ορλάνδος, Μεσαιωνικά Κυκλάδων. Ανασκαφή βασιλικής Τριών Εκκλησιών Πάρου, ΑΔ 18, 1963, Β’2 Χρον., 298-301
  • Α.Κ. Ορλάνδος, Παλαιοχριστιανικοί άμβωνες της Πάρου, ΑΒΜΕ ΙΑ’, 1969, 194-206
  • D. Pallas, Les monuments paléochrétiens de Grèce découverts de 1959 à 1973, Vaticano 1977, 202-205
  • Α. Μητσάνη – Σ. Κίτσου, ΑΔ 49, 1994, Β’2, Χρον., 696-697

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]