Το λεβεντόπαιδο του Δυτικού Κόσμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το λεβεντόπαιδο του Δυτικού Κόσμου
ΣυγγραφέαςΤζον Μίλινγκτον Σινγκ
Μορφήθεατρικό έργο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το λεβεντόπαιδο του Δυτικού Κόσμου (αγγλικός τίτλος: The Playboy of the Western World) - στα ελληνικά έχει αποδοθεί και ως Ένας ήρωας - Το καμάρι της Δύσης - είναι θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις του Ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα Τζον Μίλινγκτον Σινγκ. Έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Άμπι του Δουβλίνου τον Ιανουάριο 1907, όπου προκάλεσε θεατρικό σκάνδαλο, καθώς οι θεατές αισθάνθηκαν ότι το έργο ήταν προσβλητικό για την Ιρλανδία, τα ήθη και τα έθιμά της και θεώρησαν ότι ενίσχυε τα αρνητικά στερεότυπα για τους Ιρλανδούς.[1]

Ο τίτλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος του τίτλου playboy χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη του 20ού και του 21ου αιώνα με την έννοια «ένας άντρας που κάνει ευχάριστη και άτακτη ζωή και είναι μάλλον ανεύθυνος και σεξουαλικά ακατάβλητος», [2]ωστόσο το νόημα προσφέρεται για διαφορετικές ερμηνείες, μια ασάφεια που ο Σινγκ εκμεταλλεύτηκε επιδέξια για να περιγράψει τον πρωταγωνιστή του καθώς ο ρόλος του μεταμορφώνεται κατά τη διάρκεια των τριών πράξεων του έργου. Στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως: Γλεντζές, λεβέντης, πρίγκιπας και ήρωας.[3]

Όσο για τον «δυτικό κόσμο», ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο με τον οποίο οι κάτοικοι της περιοχής αναφέρονταν στη δυτική Ιρλανδία.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο διαδραματίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ιρλανδία, στη βορειοδυτική ακτή της αγροτικής επαρχίας Κόνοτ. Ο Κρίστι Μαχόουν εμφανίζεται στο πανδοχείο του Φλάερτι και ισχυρίζεται ότι είναι φυγάς γιατί σκότωσε τον τυραννικό πατέρα του χτυπώντας τον με ένα φτυάρι στο κεφάλι. Η ιστορία του, την οποία διηγείται διστακτικά, αιχμαλωτίζει τη φαντασία των κατοίκων του χωριού. Τόσο «γενναίος» άνθρωπος δεν είχε έρθει ποτέ στο χωριό. Ο Φλάερτι επαινεί τον Κρίστι για την τόλμη του και η κόρη του, η Πέγκιν, τον ερωτεύεται, προς απογοήτευση του αρραβωνιαστικού της, Σον Κέογκ. Λόγω του «κατορθώματος» του Κρίστι και της ικανότητας με την οποία αφηγείται την ιστορία, ο τρομαγμένος νεαρός γίνεται κάτι σαν ήρωας του χωριού. Κι άλλες γυναίκες τον επιθυμούν, συμπεριλαμβανομένης της χήρας Κουίν, η οποία προσπαθεί ανεπιτυχώς να τον αποπλανήσει. Ο Κρίστι εντυπωσιάζει επίσης τις γυναίκες του χωριού με τη νίκη του σε γαϊδουροδρομία.[4]

Τελικά ο πατέρας του Κρίστι, ο γέρος Μαχόουν, ο οποίος είχε μόνο τραυματισθεί, εμφανίζεται. Όταν τον βλέπουν οι κάτοικοι του χωριού, όλοι, και η Πέγκιν, αποφεύγουν τον Κρίστι και τον κατηγορούν για καυχησιάρη, δειλό και ψεύτη. Για να ανακτήσει την αγάπη της Πέγκιν και τον σεβασμό των υπολοίπων, ο Κρίστι επιτίθεται στον πατέρα του για δεύτερη φορά. Αυτή τη φορά φαίνεται ότι τα καταφέρνει να τον σκοτώσει πραγματικά, αλλά αντί να τον επαινέσουν, οι κάτοικοι του χωριού, με επικεφαλής την Πέγκιν, τον δένουν και ετοιμάζονται να τον κρεμάσουν για να αποφύγουν εμπλοκή ως συνεργοί στο έγκλημά του. Η ζωή του Κρίστι σώζεται όταν ο πατέρας του, ξυλοκοπημένος και αιμόφυρτος, σέρνεται ξανά στη σκηνή, αφού επέζησε και από τη δεύτερη επίθεση του γιου του. Καθώς ο Κρίστι και ο πατέρας του φεύγουν για να γυρίσουν στον τόπο τους, έχοντας συμφιλιωθεί, ο Σον προτείνει στην Πέγκιν να παντρευτούν σύντομα, αλλά εκείνη τον απορρίπτει και θρηνεί που πρόδωσε και έχασε τον Κρίστι: «Έχασα τον μοναδικό λεβέντη του Δυτικού κόσμου».[5]

Αντιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ιρλανδοί ηθοποιοί Σάρα Άλγκουντ και Τζ. Μ. Κέριγκαν σε παράσταση του έργου στη Βοστώνη, 1911

Στις 26 Ιανουαρίου του 1907, κατά τη διάρκεια και μετά την πρεμιέρα του έργου, σημειώθηκαν θυελλώδεις αντιδράσεις στο Δουβλίνο. Οι ταραχές ξεσηκώθηκαν από Ιρλανδούς εθνικιστές και δημοκρατικούς που θεώρησαν το έργο ως προσβολή της δημόσιας ηθικής και της ίδιας της Ιρλανδίας. Οι ταραχές ξεκίνησαν αρχικά στην αίθουσα του θεάτρου Άμπι, αργότερα στους γύρω δρόμους και τελικά καταπνίγηκαν από την Αστυνομία. Συνεχίστηκαν για μια εβδομάδα, διακόπτοντας τις επόμενες παραστάσεις.[6]

Το γεγονός ότι το έργο βασίστηκε σε μια ιστορία φαινομενικής πατροκτονίας προκάλεσε επίσης την εχθρική αντίδραση του κοινού, που θεώρησαν ότι παραβίαζε την αξιοπρέπεια της Ιρλανδίας, ιδιαίτερα των Ιρλανδών γυναικών και αναπαρήγαγε στερεότυπα των αγγλικών γελοιογραφιών της εποχής που παρουσίαζαν τους Ιρλανδούς ως μέθυσους, καυχησιάρηδες και υπερασπιστές κάθε είδους παραβατικότητας. Ο αρχηγός του Σιν Φέιν, Άρθουρ Γκρίφιθ, θεώρησε ότι το έργο δεν ήταν αρκετά πολιτικό και το περιέγραψε ως «μια ποταπή και απάνθρωπη ιστορία που ειπώθηκε στην πιο άσχημη γλώσσα που έχουμε ακούσει ποτέ σε δημόσια σκηνή». Ωστόσο, η γνώμη του Τύπου σύντομα στράφηκε εναντίον των ταραχοποιών και οι διαδηλώσεις σταμάτησαν.[7]

Η παράσταση του έργου δημιούργησε αναταραχές και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1911. Το βράδυ της πρεμιέρας στη Νέα Υόρκη, θεατές σφύριζαν και πετούσαν λαχανικά και βρωμούσες βόμβες, ενώ άνδρες τσακώνονταν στους διαδρόμους. Ο θίασος συνελήφθη και κατηγορήθηκε για ανήθικη παράσταση. Οι κατηγορίες αργότερα απορρίφθηκαν.

Σήμερα το έργο είναι ένα από τα κλασικά της αγγλο-ιρλανδικής λογοτεχνίας και είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο για τη χρήση της ιρλανδο-αγγλικής διαλέκτου.

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο έχει διασκευαστεί σε κινηματογραφική ταινία και για την όπερα. [8]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο Πρίγκιπας της Δυτικής Ακτής, μετάφραση: Αντώνης Πέρης, εκδόσεις Ευρασία, 2021 [9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]