Τουρκικοί μήνες
Τα ονόματα των μηνών στην τουρκική προέρχονται από τρεις γλώσσες: τα λατινικά, τα Λεβαντινικά Αραβικά (τα οποία έλαβαν τα ονόματα από τα εβραϊκά και αραμαϊκά) και από μια γνήσια τουρκική λέξη. Τα αραβικά, εβραϊκά και αραμαϊκά ονόματα των μηνών προέρχονται από το αρχαίο βαβυλωνιακό ημερολόγιο, και ως εκ τούτου είναι παρόμοια με τα ονόματα των μηνών κατά το εβραϊκό ημερολόγιο, ειδικά στους Σεβάτ, Νισάν, Θαμούζ και Ελούλ. Οι αρχικοί βαβυλωνιακοί μήνες ήταν πραγματικοί σεληνιακοί μήνες. Η Τουρκία χρησιμοποιεί την αρίθμηση του γρηγοριανού ημερολογίου επίσημα από το 1926, αν και οι ημερομηνίες του γρηγοριανού ημερολογίου ήταν σε χρήση από τον Μάρτιο του 1917. Τα ονόματα των μηνών από το Φεβρουάριο έως το Σεπτέμβριο είχαν χρησιμοποιηθεί στο εγκαταλελειμμένο πλέον ημερολόγιο Ρουμί, ενώ άλλα τέσσερα διατηρούσαν τα παλιά αραβικά/αραμαϊκά ονόματα. Το 1945 αυτοί οι τέσσερις μήνες έλαβαν ονόματα τουρκικής προέλευσης.
Κατάλογος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ελληνικά
|
Τουρκικά | Ετυμολογία |
---|---|---|
Ιανουάριος | ocak | Τουρκικής προέλευσης, που σημαίνει «φούρνος» ή «σόμπα». Κυριολεκτική μετάφραση από την αραβική λέξη "kānūn".[1]. Από τη λέξη ocak προέρχεται η λέξη «τζάκι» στη νεοελληνική γλώσσα.[2] |
Φεβρουάριος | şubat | Αραβικής προέλευσης (Šubāṭ), από τα Αραμαϊκά |
Μάρτιος | mart | Λατινικής προέλευσης (Martius) |
Απρίλιος | nisan | Αραβικής προέλευσης (Nīsān), από τα Αραμαϊκά |
Μάιος | mayıs | Λατινικής προέλευσης (Maius) |
Ιούνιος | haziran | Αραβικής προέλευσης (Ḥazīrān), από τα Αραμαϊκά |
Ιούλιος | temmuz | Αραβικής προέλευσης (Tammūz), από τα Αραμαϊκά |
Αύγουστος | ağustos | Λατινικής προέλευσης (Augustus) |
Σεπτέμβριος | eylül | Αραβικής προέλευσης (Aylūl), από τα Αραμαϊκά |
Οκτώβριος | ekim | Τουρκικής προέλευσης, σημαίνει «σπορά» (των σπόρων) |
Νοέμβριος | kasım | λέξη Αραβικής προέλευσης που σημαίνει «διαχωριστικό».[1] Αυτή η λέξη αναφέρεται στην αρχή του χειμώνα. Σύμφωνα με μια τουρκική παροιμία για τον καιρό ο χειμώνας αρχίζει στις 8 Νοεμβρίου. |
Δεκέμβριος | aralık | Τουρκικής προέλευσης, που σημαίνει «κενό».[1] Από τη λέξη aralık προέρχεται η λέξη «αραλίκι» στη νεοελληνική γλώσσα.[3] |