Τοκοχρεολύσιο
Με τον όρο τοκοχρεολύσιο, (ή τοκοχρεωλύσιο), χαρακτηρίζεται μία από τις καθορισμένες εκ των προτέρων δόσεις για την τμηματική απόσβεση εντόκου δανείου.
Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το τοκοχρεολύσιο αποτελεί σύνθετη αθροιστική ποσότητα στην οποία περιλαμβάνεται η ισόποση δόση του δανείου και ο τόκος που αναλογεί χρονικά σ΄ αυτή. Υφίστανται δύο είδη τοκοχρεολυσίων: τα λεγόμενα "σταθερά τοκοχρεολύσια" και τα "μεταβλητά τοκοχρεολύσια".
- Το σταθερό τοκοχρεολύσιο είναι εκείνο που η δόση του παραμένει σταθερή. Τούτο χρησιμοποιείται συνηθέστερα σε μακροχρόνιο δανεισμό και ειδικότερα σε μεγάλες επενδύσεις.
- Το μεταβλητό τοκοχρεολύσιο είναι εκείνο που μεταβάλλεται διαχρονικά μέχρι την αποπληρωμή του δανείου. Αυτό χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε "βραχυχρόνιο δανεισμό" ή "μεσοβραχυχρόνιο δανεισμό. Η δε μορφή που εμφανίζει το μεταβλητό τοκοχρεολύσιο είναι φθίνουσα (διαχρονικά), δηλαδή όσο συνεχίζεται η αποπληρωμή του δανείου, η τοκοχρεολυτική δόση μειώνεται.
Το τοκοχρεολύσιο προσδιορίζεται κατά την συνομολόγηση της έντοκης δανειακής σύμβασης όπου και καταρτίζεται πίνακας δόσεων αυτού που ενσωματώνεται στη σύμβαση, ή αποτελεί παράρτημα αυτής.
Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.57ος, σελ.297.