Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τζερόμ Μπρούνερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τζερόμ Μπρούνερ
Γέννηση1  Οκτωβρίου 1915[1][2][3]
Νέα Υόρκη[4]
Θάνατος5  Ιουνίου 2016[5][2][3]
Μανχάταν
ΥπηκοότηταΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο Χάρβαρντ, Πανεπιστήμιο Ντιουκ και Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ
ΒραβεύσειςΥποτροφία Γκούγκενχαϊμ (1955), βραβείο Μπάλζαν (1987), Career Achievement Award for Distinguished Psychological Contributions to Education (1981), βραβείο Γουΐλιαμ Τζέιμς Φίλοου (1989), βραβείο Διακεκριμένης Επιστημονικής Συνεισφοράς στην Ψυχολογία της Αμερικάνικης Ομοσπονδίας Ψυχολογίας (1962), honorary doctor of the University of Girona (1997), επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Νεσατέλ (2013), μέλος στην Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών (1958), επίτιμος διδάκτωρ του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, honorary doctor of the National University of Rosario, επίτιμος διδάκτωρ του Ελεύθερου Πανεπιστημίου Βρυξελλών (10  Μαΐου 1974), Award for Distinguished Contributions to Developmental Psychology (1975), Honorary Fellow of the British Psychological Society, Honorary doctorate Paris Descartes University (15  Νοεμβρίου 1974) και d:Q126416281 (2005)
Επιστημονική σταδιοδρομία
Ερευνητικός τομέαςγνωστική ψυχολογία και εκπαιδευτική ψυχολογία
ΑξίωμαΠρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας (1965, 1965)
Ιδιότηταψυχολόγος, διδάσκων πανεπιστημίου και παιδαγωγός

Ο Τζερόμ Σέιμουρ Μπρούνερ (Jerome Seymour Bruner, 1 Οκτωβρίου 19155 Ιουνίου 2016) ήταν Αμερικανός ψυχολόγος ο οποίος έκανε σημαντικές συνεισφορές στην ανθρώπινη γνωστική ψυχολογία, στις γνωστικές θεωρίες μάθησης, στην εκπαιδευτική ψυχολογία, καθώς και στην ιστορία και στην γενική φιλοσοφία της εκπαίδευσης.

Ο Τζερόμ Μπούνερ γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1915 στη Νέα Υόρκη, από τους Χέμαν και Ρόουζ Μπρούνερ, που μετανάστευσαν από την Πολωνία[6]. Απέκτησε B.A. το 1937 από το Πανεπιστήμιο Ντιούκ και διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1941.[7]

Το 1939, ο Μπρούνερ δημοσίευσε το πρώτο του άρθρο ψυχολογίας μελετώντας την επίπτωση της αφαίρεσης του θύμου αδένα στην σεξουαλική συμπεριφορά σε θηλυκό αρουραίο.[8] Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπρούνερ υπηρέτησε στο Psychological Warfare Division αναζητώντας κοινωνικά ψυχολογικά φαινόμενα.[6]

Το 1945, ο Μπρούνερ επέστρεψε στο Χάρβαρντ ως καθηγητής ψυχολογίας και ασχολήθηκε έντονα στην αναζήτηση που σχετίζεται με τη γνωστική και την εκπαιδευτική ψυχολογία. Το 1970, ο Μπούνερ άφησε το Χάρβαρντ για να διδάξει στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στο Ενωμένο Βασίλειο. Επέστρεψε στις ΗΠΑ το 1980 για να συνεχίσει την έρευνα του στην εξελικτική ψυχολογία. Το 1991, ο Μπρούνερ πήγε στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Εκεί μελέτησε πώς επηρεάζει η ψυχολογία την νομική πρακτική. Σε όλη την σταδιοδρομία του, ο Μπρούνερ είχε τιμηθεί με τιμητικά διδακτορικά από το Γέιλ και το Κολούμπια, καθώς και από κολέγια και πανεπιστήμια όπως στη Σορβόνη, το Βερολίνο και η Ρώμη.[9] Πέθανε στις 5 Ιουνίου 2016.

Γνωστική ψυχολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπρούνερ ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της κίνησης της γνωστικής ψυχολογίας στις ΗΠΑ. Αυτό άρχισε μέσα από τη δικιά του έρευνα, όταν ξεκίνησε να μελετά την αίσθηση και την αντιληπτικότητα ως ενεργές αντί για παθητικές διεργασίες. Το 1947, ο Μπρούνερ δημοσίευσε την κλασική του μελέτη Αξία και ανάγκη ως οργανωτικοί συντελεστές στη αίσθηση όπου ζητήθηκε από φτωχά και πλούσια παιδιά να εκτιμήσουν το μέγεθος των νομισμάτων ή ξύλινων δίσκων με μέγεθος αμερικανικών κερμάτων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η αξία και η ανάγκη των φτωχών και πλούσιων παιδιών που σχετίζεται με τα νομίσματα τους προκάλεσε μια σημαντική υπερεκτίμηση του μεγέθους των νομισμάτων, ειδικά όταν συγκρίνονται με τις πιο ακριβείς εκτιμήσεις τους όσον αφορά δίσκους ίδιου μεγέθους.[10] Παρόμοια, μια άλλη κλασική μελέτη που έγινε από τους Μπρούνερ και Πόστμαν έδειξε πιο αργούς χρόνους αντίδρασης και λιγότερο ακριβείς αντιδράσεις όταν σε μια τράπουλα αντιστράφηκε το χρώμα των συμβόλων χρωμάτων για κάποια τραπουλόχαρτα (π.χ. κόκκινα μπαστούνια και μαύρες κούπες).[11]

Αυτές οι σειρές πειραμάτων έγιναν στην αποκαλούμενη ψυχολογία της 'Νέας όψης', που προκάλεσε τους ψυχολόγους να μελετήσουν όχι μόνο τις αντιδράσεις ενός οργανισμού σε ένα ερέθισμα, αλλά επίσης την εσωτερική τους ερμηνεία.[6] Μετά από αυτά τα πειράματα στην αίσθηση, ο Μπρούνερ έστρεψε την προσοχή του στις πραγματικές γνώσεις που είχε μελετήσει έμμεσα στις μελέτες της αίσθησης.

Το 1956, ο Μπρούνερ δημοσίευσε ένα βιβλίο Μια μελέτη της σκέψης που τυπικά ξεκίνησε τη μελέτη της γνωστικής ψυχολογίας. Σύντομα, ο Μπρούνερ βοήθησε στην ίδρυση του κέντρου γνωστικών μελετών στο Χάρβαρντ. Μετά από λίγο, ο Μπρούνερ άρχισε να μελετά άλλα θέματα στην ψυχολογία, αλλά το 1990 επέστρεψε στο θέμα και έδωσε μια σειρά διαλέξεων. Οι διαλέξεις μεταφέρθηκαν σε ένα βιβλίο Ενέργειες με νόημα και σε αυτές τις διαλέξεις, ο Μπρούνερ αντέκρουσε το πρότυπο του υπολογιστή για τη μελέτη της σκέψης, υποστηρίζοντας μια πιο ολιστική κατανόηση της σκέψης και των γνώσεων της.

Εξελικτική ψυχολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξεκινώντας γύρω στο 1967, ο Μπρούνερ έστρεψε την προσοχή του προς το θέμα της εξελικτικής ψυχολογίας. Ο Μπρούνερ μελέτησε τον τρόπο που μαθαίνουν τα παιδιά και επινόησε τον όρο «στήριξη», για να περιγράψει τον τρόπο που τα παιδιά συχνά δομούν τις πληροφορίες που κατέχουν.

Στην έρευνα του για την ανάπτυξη των παιδιών (1966), ο Μπρούνερ πρότεινε τρεις τρόπους αναπαράστασης: πραξιακή αναπαράσταση (με βάση την πράξη), εικονική αναπαράσταση (με βάση την εικόνα) και συμβολική αναπαράσταση (με βάση τη γλώσσα). Αντί για καθαρά περιγραφόμενα στάδια, οι τρόποι αναπαράστασης ενσωματώνονται και είναι μόνο χαλαρά διαδοχικοί καθώς «μεταφράζονται» μεταξύ τους. Η συμβολική αναπαράσταση παραμένει η βασική κατάσταση, επειδή «είναι καθαρά η πιο μυστηριακή από τις τρεις.»

Η θεωρία του Μπρούνερ προτείνει ότι όταν αντιμετωπίζεται νέο υλικό αρκεί να ακολουθηθεί μια πρόοδος από την πραξιακή, στην εικονική και στην συμβολική αναπαράσταση· αυτό ισχύει και για ενήλικους μαθητές. Ένας πραγματικός εκπαιδευτικός σχεδιαστής, ο Μπρούνερ προτείνει ότι ένας μαθητής (ακόμα και της πολύ νεαρής ηλικίας)μπορεί να μάθει οποιοδήποτε υλικό εφόσον η διδασκαλία οργανωθεί κατάλληλα, σε αντίθεση με τις απόψεις του Ζαν Πιαζέ και άλλων θεωρητικών. (Driscoll, Marcy). Όπως η ταξινόμηση Μπλούμ, ο Μπρούνερ προτείνει ένα σύστημα κωδικοποίησης στο οποίο τα άτομα σχηματίζουν μια ιεραρχική κατάταξη των σχετικών κατηγοριών. Κάθε διαδοχικά υψηλότερο επίπεδο κατηγοριών γίνεται πιο ειδικό, θυμίζοντας την άποψη της απόκτησης της γνώσης του Μπέντζαμιν Μπλουμ καθώς και τη σχετική ιδέα της εκπαιδευτικής υποστήριξης.

Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη της μάθησης, ο Μπρούνερ πρότεινε το σπειροειδές πρόγραμμα σπουδών, μια διδακτική προσέγγιση στην οποία κάθε θέμα ή ικανότητα επανεπισκέπτεται ανά χρονικά διαστήματα, σε ένα πιο προχωρημένο επίπεδο κάθε φορά. Το σπειροειδές πρόγραμμα σπουδών του Μπρούνερ έρχεται από την εξέλιξη για να εξηγήσει την καλύτερη μαθησιακή διαδικασία και συνεπώς δέχθηκε κριτική από συντηρητικούς. Αρχικά υπάρχει μια βασική γνώση του θέματος, έπειτα προστίθεται μια προχωρημένη γνώση, ενισχύοντας τις ίδιες αρχές που συζητήθηκαν αρχικά. Αυτό το σύστημα χρησιμοποιείται στην Κίνα. Στις ΗΠΑ οι τάξεις χωρίζονται κατά επίπεδο επιστημών ζωής στην ένατη τάξη, χημείας στην δέκατη τάξη, φυσικής στην ενδέκατη. Η σπειροειδής διδασκαλία περιλαμβάνει επιστήμες ζωής, χημεία, φυσική όλα σε έναν χρόνο, έπειτα δύο επιστήμες, ύστερα έναν και κατόπιν και τις τρεις ξανά για να γίνει κατανοητό πώς επηρεάζονται μαζί.[12]

Ο Μπρούνερ, επίσης, πιστεύει ότι η μάθηση πρέπει να παρακινείται από το ενδιαφέρον στο υλικό παρά από τις δοκιμασίες ή την τιμωρία, αφού μαθαίνουμε καλύτερα όταν βρίσκουμε τη γνώση που παίρνουμε ελκυστική.

Εκπαιδευτική ψυχολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσο ο Μπρούνερ ήταν στο Χάρβαρντ δημοσίευσε μια σειρά εργασιών για την εκτίμηση των τρεχόντων εκπαιδευτικών συστημάτων και τρόπων που η εκπαίδευση θα μπορούσε να βελτιωθεί. Το 1961, δημοσίευσε το βιβλίο Πορεία της εκπαίδευσης. Ο Μπρούνερ ήταν επίσης μέλος εκπαιδευτικών επιτροπών επί προεδρίας Κένεντι και Τζόνσον. Αναφερόμενος στη γενική του άποψη ότι η εκπαίδευση δεν θα πρέπει να εστιάζεται απλά απλά στην απομνημόνευση γεγονότων, ο Μπρούνερ έγραψε σε αυτό το βιβλίο ότι 'γνωρίζοντας πώς κάτι τοποθετείται μαζί με άλλα αξίζει χίλια γεγονότα για αυτό'. Από το 1964-1996, ο Μπρούνερ επιδίωξε να αναπτύξει ένα πλήρες πρόγραμμα σπουδών για το εκπαιδευτικό σύστημα που θα κάλυπτε τις ανάγκες των σπουδαστών σε τρεις κύριους τομείς που ονόμασε - Άνθρωπος:Μια πορεία μελέτης. Ο Μπρούνερ ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον που θα εστίαζε (1) σε ότι ήταν αποκλειστικά ανθρώπινο για τα ανθρώπινα όντα, (2) στο πώς οι άνθρωποι πετυχαίνουν αυτόν τον τρόπο και (3) στο πώς οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερο τέτοιοι.[8] Το 1966, Ο Μπρούνερ δημοσίευσε ένα άλλο βιβλίο σχετικά με την εκπαίδευση, το Προς μια θεωρία της εκπαίδευσης, και έπειτα το 1973, ένα άλλο βιβλίο, Η σχετικότητα της εκπαίδευσης δημοσιεύτηκε. Τέλος, το 1996, Ο Μπρούνερ έγραψε ένα άλλο βιβλίο, Ο πολιτισμός της εκπαίδευσης, επανεκτιμώντας την κατάσταση των εκπαιδευτικών πρακτικών 30 χρόνια μετά την έναρξη της εκπαιδευτικής του αναζήτησης. Πιστώνεται επίσης στον Μπρούνερ ότι βοήθησε στην ίδρυση των πρώτων προγραμμάτων φροντίδας για παιδιά.[13] Ο Μπρούνερ εντυπωσιάστηκε πολύ από την επίσκεψή του το 1995 στους βρεφονηπιακούς σταθμούς της Ρέτζο νελλ'Εμίλια και καθιέρωσε μια συνεργατική σχέση μαζί τους για τη διεθνή βελτίωση των εκπαιδευτικών συστημάτων. Εξίσου σημαντική ήταν η σχέση με το ιταλικό υπουργείο εκπαίδευσης που αναγνώρισε επίσημα την αξία αυτής της καινοτόμου εμπειρίας.

Γλωσσική ανάπτυξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1972 ο Μπρούνερ διορίστηκε καθηγητής της πειραματικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου παρέμεινε μέχρι το 1980. Εκεί, ο Μπρούνερ επικεντρώθηκε στην αρχική γλωσσική ανάπτυξη. Απορρίπτοντας την εξήγηση της καθολικής γραμματικής για την γλωσσική κατάκτηση που προτάθηκε από τον Noam Chomsky, ο Μπρούνερ προσέφερε μια εναλλακτική λύση με τη μορφή μιας διαδραστικής ή κοινωνικής διαδραστικής θεωρίας της γλωσσικής ανάπτυξης. Σε αυτήν την προσέγγιση, δόθηκε έμφαση στην κοινωνική και διαπροσωπική φύση της γλώσσας, επικαλούμενη την εργασία των φιλοσόφων όπως οι Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, John L. Austin και John Searle ως θεωρητικό υπόβαθρο. Ακολουθώντας τον Λεβ Βιγκότσκι τον ρώσο θεωρητικό της κοινωνικοπολιτιστικής ανάπτυξης, ο Μπρούνερ πρότεινε ότι η κοινωνική αλληλεπίδραση παίζει θεμελιακό ρόλο στην ανάπτυξη της γνώσης γενικά και της γλώσσας ειδικά. Έδωσε έμφαση στο ότι τα παιδιά μαθαίνουν τη γλώσσα για να επικοινωνήσουν και ταυτόχρονα, μαθαίνουν τον γλωσσικό κώδικα. Η νοηματική γλώσσα αποκτάται στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης γονέα-παιδιού, μαθαίνοντας “σταδιακά” ή υποστηριζόμενη από το σύστημα υποστήριξης κτήσης της γλώσσας του παιδιού (LASS).

Στην Οξφόρδη, ο Μπρούνερ μάζεψε μια μεγάλη ομάδα από απόφοιτους και μεταδιδακτορικούς φοιτητές που συμμετείχαν στην προσπάθεια κατανόησης πώς τα νέα παιδιά διαχειρίζονται το σπάσιμο του γλωσσικού κώδικα, μεταξύ των οποίων τους Alison Gopnik, Magda Kalmar], Alan Leslie, Andrew Meltzoff, Anat Ninio, Roy Pea, Susan Sugarman [2], Michael Scaife, Marian Sigman [3], Kathy Sylva και πολλούς άλλους. Μεγάλη έμφαση δόθηκε στην χρήση της τότε επαναστατικής μεθόδου της βιντεοκαταγραφής οικιακών παρατηρήσεων, ο Μπρούνερ έδειξε τον τρόπο σε ένα νέο κύμα ερευνητών να βγουν από το εργαστήριο και να αναλάβουν τις περιπλοκότητες των φυσικά λαμβανόντων χώρα γεγονότων στη ζωή ενός παιδιού. Αυτή η εργασία δημοσιεύτηκε σε ένα μεγάλο αριθμό άρθρων περιοδικών και το 1983 Ο Μπρούνερ δημοσίευσε μια περίληψή τους στο βιβλίο Η ομιλία του παιδιού: Μαθαίνοντας τη χρήση της γλώσσας.

Αυτή η δεκαετία αναζήτησης καθιέρωσε τον Μπρούνερ στην κορυφή της διαδραστικής προσέγγισης στην ανάπτυξη της γλώσσας, διερευνώντας τέτοια θέματα όπως η απόκτηση επικοινωνιακών στόχων και η ανάπτυξη των γλωσσικών τους εκφράσεων, το διαδραστικό περιεχόμενο της γλώσσας που χρησιμοποιείται στα πρώτα παιδικά χρόνια και ο ρόλος των γονέων στην σταδιακή συμπεριφορά στην απόκτηση των γλωσσικών μορφών. Αυτή η εργασία παραμένει στις υποθέσεις της θεωρίας του κοινωνικού οικοδομισμού σύμφωνα με την οποία βασικό ρόλο παίζει η ουσιαστική συμμετοχή στην κοινωνική ζωή μιας ομάδας καθώς και η ουσιαστική χρήση της γλώσσας που συνεπάγεται μια διαπροσωπική, διατομική, συνεργατική διαδικασία δημιουργίας κοινόχρηστων εννοιών. Η διευκρίνιση αυτής της διαδικασίας έγινε ο σκοπός της επόμενης περιόδου εργασίας του Μπρούνερ.

Αφηγηματική κατασκευή της πραγματικότητας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1980 ο Μπρούνερ επέστρεψε στις ΗΠΑ, παίρνοντας τη θέση του καθηγητή στο Νέο σχολείο για την κοινωνική έρευνα στη Νέα Υόρκη το 1981. Για την επόμενη δεκαετία, δούλεψε στην ανάπτυξη της θεωρίας της αφηγηματικής κατασκευής της πραγματικότητας, η εργασία του αποκορυφώθηκε σε αρκετές σημαντικές εκδόσεις. Για το βιβλίο του Ενεργά μυαλά, πιθανοί κόσμοι γίνεται αναφορά σε πάνω από 16.100 σχολικές εκδόσεις, κάνοντας το μία από τις εργασίες με μεγάλη επιρροή στον 20ο αιώνα.

Δικαστική ψυχολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1991, ο Μπρούνερ έφτασε στο NYU ως επισκέπτης καθηγητής για να ερευνήσει τη θεωρία της δικαστικής πρακτικής. Ο σκοπός του ήταν να «μελετήσει πώς ασκείται ο νόμος και πώς η πρακτική του μπορεί να κατανοηθεί χρησιμοποιώντας εργαλεία που αναπτύχθηκαν στις θεωρίες της ανθρωπολογίας, της ψυχολογίας, της γλώσσας και της λογοτεχνίας».[14] Currently Bruner is Senior Research Fellow in Law at NYU.[9]

Δημοσιευμένες εργασίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Bruner, J. S. & Postman, L. (1947). Tension and tension-release as organizing factors in perception. Journal of Personality, 15, 300-308.
  • Bruner, J. S. & Postman, L. (1949). On the perception of incongruity: A paradigm. Journal of Personality, 18, 206-223. Available online at the Classics in the History of Psychology archive.
  • Bruner, J. S. (1975). The ontogenesis of speech acts. Journal of Child Language, 2, 1-19. (The most cited article ever in the Journal of Child Language)
  • Scaife, M., Bruner, J. S. (1975). Capacity for joint visual attention in the infant. Nature, 253, 265-266.
  • Bruner, J. S. (1975/76). From communication to language: A psychological perspective. Cognition, 3, 255-287.
  • Bruner, J. S. (1976). Prelinguistic prerequisites of speech. In R. Campbell and P. Smith (Eds.), Recent Advances in the Psychology of Language, 4a, 199-214. New York: Plenum Press.
  • Bruner, J. S., and Sherwood, V. (1976). Early rule structure: The case of peekaboo. In J. S. Bruner, A. Jolly, and K. Sylva (Eds.), Play: Its Role in Evolution and Development. London: Penguin Books.
  • Wood, D., Bruner, J., & Ross, G. (1976). The role of tutoring in problem solving. Journal of Child Psychology and Psychiatry and Allied Disciplines, 17, 89-100. (Addresses the concept of instructional scaffolding.)
  • Bruner, J. S. (1977). Early social interaction and language acquisition. In H.R. Schaffer (Ed.), Studies in Mother-infant Interaction (σσ. 271–289). London: Academic Press.
  • Bruner, J. S., Caudill, E. and Ninio, A. (1977). Language and experience. In R. S. Peters (Ed.), John Dewey Reconsidered. Routledge & Kegan Paul.
  • Ninio, A. and Bruner, J. S. (1978). The achievement and antecedents of labelling. Journal of Child Language, 5, 1-15. Reprinted in M. B. Franklin and S. S. Barten (eds.), “Child Language: A Reader” (σσ. 36–49). New York: Oxford University Press (1988). (The second most cited article ever in the Journal of Child Language)
  • Ratner, N. and Bruner, J. S. (1978). Games, social exchange and the acquisition of language. Journal of Child Language, 5, 391-401.
  • Bruner, J. S. (1978). On prelinguistic prerequisites of speech. In R. N. Campbell and P. T. Smith, (eds.), Recent Advances in the Psychology of Language (Τόμ. 4a. σσ. 194–214). New York: Plenum Press.
  • Bruner, J. S. (1978). Learning how to do things with words. In J. S. Bruner and R. A. Garton, (eds), Human Growth and Development (σσ. 62–84). Oxford: Clarendon Press.
  • Bruner, J. S. (1978). The role of dialogue in language acquisition. In A. Sinclair, R.J. Jarvella, and W. J. M. Levelt (Eds.), The Child’s Conception of Language (σσ. 241–256). New York: Springer-Verlag.
  • Bruner, J. S., Roy, C., and Ratner, N. (1982). The beginnings of request. In K. E. Nelson, (Ed.), Children's Language (Τόμ. 3. σσ. 91–138). Hillsdale, N.J: Lawrence Erlbaum.
  • Bruner, J. S. (1983). The acquisition of pragmatic commitments. In R. Golinkoff, (Ed.), The Transition from Prelinguistic to Linguistic Communication (σσ. 27 42). Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.
  • Bruner, J. (1995). From joint attention to the meeting of minds. In C. Moore & P. Dunham (eds.), Joint Attention: Its Origins And Role In Development. Hillsdale, N.J.: Erlbaum.
  • «The Narrative Construction of Reality» (1991). Critical Inquiry, 18:1, 1-21.
  • «The Autobiographical Process» (1995). Current Sociology. 43.2, 161-177.
  • Shore, Bradd. (1997). Keeping the Conversation Going. Ethos, 25:1, 7-62. Available online at JSTOR.
  • Mattingly, C., Lutkehaus, N. C. & Throop, C. J. (2008). Bruner's Search for Meaning: A Conversation between Psychology and Anthropology. Ethos, 36, 1-28. [4]


  1. (Αγγλικά) SNAC. w6st8n04. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 Μουσείο Γκούγκενχαϊμ. jerome-bruner. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. bruner-jerome-seymour. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  5. www.telereggio.it/2016/06/06/addio-a-jerome-bruner/. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6  Ιουνίου 2016.
  6. 6,0 6,1 6,2 Bourgoin, Suzan Michele (1997). Encyclopedia of World Biography. Gale. ISBN 0-7876-2549-3. 
  7. President and Fellows of Harvard College (2007). «About the Department». The Department of Psychology, Harvard University. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2011. 
  8. 8,0 8,1 Palmer, Joy (2001). Fifty Modern Thinkers on Education: From Piaget to the Present. Taylor & Francis Inc. ISBN 0-415-22409-8. 
  9. 9,0 9,1 Bruner, Jerome. «Jerome Bruner Home Page». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2011. 
  10. Bruner, Jerome; Goodman, Cecile (1947). «Value and Need as Organizing Factors in Percepton». Journal of Abnormal and Social Psychology 42: 33–44. doi:10.1037/h0058484. 
  11. "On the Perception of Incongruity: A Paradigm" by Jerome S. Bruner and Leo Postman. Journal of Personality, 18, pp. 206-223. 1949. [1]
  12. «The Spiral Curriculum» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 21 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2014. 
  13. Bruner, Jerome. «NYU Faculty Page». Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2011. 
  14. Bruner, Jerome. «Jerome Bruner:Biography». Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2011. [νεκρός σύνδεσμος]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]