Θεωρίες μάθησης (εκπαίδευση)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
A spacious classroom with teenage students working in pairs at desks with laptop computers.
Μια τάξη στη Νορβηγία. Η μάθηση λαμβάνει χώρα και με πολλές άλλες ρυθμίσεις.

Οι θεωρίες μάθησης είναι εννοιολογικά πλαίσια που περιγράφουν πώς απορροφάται, επεξεργάζεται και διατηρείται κατά τη διάρκεια της μάθησης η πληροφορία. Οι γνωστικές, συναισθηματικές και περιβαλλοντικές επιρροές, καθώς και η προηγούμενη εμπειρία, όλα παίζουν ρόλο στον τρόπο κατανόησης, ή στην αποδοχή ή αλλαγή μιας κοσμοθεωρίας καθώς και στη διατήρηση της γνώσης και των ικανοτήτων.[1][2]

Οι συμπεριφοριστές βλέπουν τη μάθηση ως μια όψη της διαμόρφωσης και υποστηρίζουν ένα σύστημα αμοιβών και στόχων στην εκπαίδευση. Οι δάσκαλοι που αγκαλιάζουν τη γνωστική θεωρία πιστεύουν ότι ο ορισμός της μάθησης ως μιας αλλαγής στην συμπεριφορά είναι υπερβολικά περιορισμένος και προτιμούν να μελετούν τον μαθητή αντί για το περιβάλλον του και ειδικά τα σύνθετα στοιχεία του ανθρώπου όπως η μνήμη. Αυτοί που υποστηρίζουν τον οικοδομισμό πιστεύουν ότι η ικανότητα του μαθητή να μάθει βασίζεται σε μεγάλο ποσοστό στο τι ήδη ξέρει και κατανοεί και αυτή η απόκτηση της γνώσης πρέπει να είναι μια ατομικά προσαρμοσμένη διαδικασία οικοδόμησης. Η θεωρία της μετασχηματιστικής μάθησης εστιάζει στην συχνά απαραίτητη αλλαγή που απαιτείται στις προκαταλήψεις του μαθητή και της κοσμοθεωρίας.

Έξω από τον χώρο της εκπαιδευτικής ψυχολογίας, οι τεχνικές άμεσης παρατήρησης της λειτουργίας του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας, όπως σε δυναμικά γεγονότων και στην Μαγνητική Απεικόνιση Μαγνητικού Συντονισμού, χρησιμοποιούνται στην εκπαιδευτική νευροεπιστήμη. Από το 2012, τέτοιες σπουδές ξεκινούν να υποστηρίζουν μια θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης, όπου η μάθηση θεωρείται ως η αλληλεπίδραση μεταξύ δεκάδων διαφορετικών λειτουργικών περιοχών στο μυαλό, που η καθεμιά τους έχει τα δικά της ατομικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα σε οποιονδήποτε συγκεκριμένο ανθρώπινο μαθητή.

Εκπαιδευτική ψυχολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συμπεριφορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Συμπεριφορισμός

Ο όρος "συμπεριφορισμός" δημιουργήθηκε από τον Τζον Γουάτσον (1878–1959). Ο Watson πίστευε ότι διαμορφώνοντας μια θεωρία σκέψεων, σκοπών ή άλλων υποκειμενικών εμπειριών ήταν αντιεπιστημονικό και επέμενε ότι η ψυχολογία πρέπει να εστιάζει σε μετρήσιμες συμπεριφορές.[3] Για τον συμπεριφορισμό, η μάθηση είναι η απόκτηση μιας νέας συμπεριφοράς μέσα από την εξάρτηση.

Εξάρτηση (διαμόρφωση)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν δύο τύποι εξάρτησης:

Η κλασική εξάρτηση καταγράφηκε από τον Ιβάν Πάβλοφ όταν είδε ότι αν τα σκυλιά συσχετίσουν την παράδοση φαγητού με ένα λευκό περίβλημα ή με το χτύπημα ενός κουδουνιού, παράγουν σάλιο, ακόμα κι όταν δεν φαίνεται ή δε μυρίζει φαγητό. Η κλασική εξάρτηση όσον αφορά αυτήν τη μορφή μάθησης είναι η ίδια είτε αφορά σκύλους ή ανθρώπους.[4] Η συντελεστική εξάρτηση, ή ο ριζοσπαστικός συμπεριφορισμός, ενισχύει αυτήν τη συμπεριφορά με ανταμοιβή ή τιμωρία. Μια ανταμοιβή αυξάνει την πιθανότητα επανάληψης της συμπεριφοράς, μια τιμωρία μειώνει την πιθανότητα.[5]

Οι συμπεριφοριστές βλέπουν την μαθησιακή διαδικασία ως μια αλλαγή συμπεριφοράς και θα ρυθμίσουν το περιβάλλον για να αποσπάσουν τις επιθυμητές απαντήσεις μέσα από τέτοια εργαλεία όπως οι συμπεριφοριστικοί στόχοι, μάθηση με βάση την ικανότητα και η ανάπτυξη δεξιοτήτων και εκπαίδευσης.[6] Οι εκπαιδευτικές προσεγγίσεις όπως η εφαρμοζόμενη ανάλυση συμπεριφοράς, η μέτρηση με βάση το πρόγραμμα σπουδών και η άμεση διδασκαλία έχουν δημιουργηθεί με βάση αυτό το πρότυπο.[7]

Γνωστικισμός (Cognitivism)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Γνωστικισμός

Οι γνωστικιστικές θεωρίες προέρχονται από τη μορφολογική ψυχολογία και αναπτύχθηκαν στη Γερμανία στις αρχές του 1900 και μεταφέρθηκαν στην Αμερική τη δεκαετία του 1920. Η γερμανική λέξη gestalt είναι ισοδύναμη με την αγγλική configuration ή pattern (μορφολογία στα ελληνικά) και τονίζει την ολότητα της ανθρώπινης εμπειρίας.[8] Με τα χρόνια οι μορφολογικοί ψυχολόγοι έδειξαν και περιέγραψαν αρχές που εξηγούν τον τρόπο οργάνωσης των αισθήσεων μας σε αντιλήψεις.[9]

Οι μορφολογικοί ψυχολόγοι κριτικάρουν τους συμπεριφοριστές ότι εξαρτώνται υπερβολικά από φανερές συμπεριφορές για να εξηγήσουν τη μάθηση. Προτείνουν την αναζήτηση στα πρότυπα αντί για τα μεμονωμένα γεγονότα.[10] Οι μορφολογικές απόψεις για τη μάθηση έχουν ενσωματωθεί σε αυτό που έχει ονομαστεί γνωστικές θεωρίες. Δύο βασικές υποθέσεις βρίσκονται κάτω από αυτή τη γνωστική προσέγγιση: ότι το σύστημα μνήμης είναι μια ενεργά οργανωμένη επεξεργασία της πληροφορίας και ότι η προηγούμενη γνώση παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη μάθηση. Οι γνωστικές θεωρίες κοιτούν κοιτούν πέρα από τη συμπεριφορά για να εξετάσουν πώς δουλεύει η ανθρώπινη μνήμη για να προάγει τη μάθηση και για την κατανόηση της βραχυχρόνιας μνήμης και της μακροχρόνιας μνήμης είναι σημαντική η επιρροή για τους εκπαιδευτικούς από τη γνωστική θεωρία.[11] Βλέπουν τη μάθηση ως μια εσωτερική νοητική διαδικασία (συμπεριλαμβάνοντας τη διαίσθηση, την επεξεργασία πληροφορίας, τη μνήμη και αντίληψη), όπου ο δάσκαλος εστιάζει στην οικοδόμηση ευφυίας και γνωστικής ανάπτυξης.[6] Ο ατομικός μαθητής είναι πιο σημαντικός από το περιβάλλον.

Όταν οι θεωρίες μνήμης όπως το πρότυπο μνήμης Άτκινσον-Σίφριν[12] και το πρότυπο μνήμης εργασίας του Baddeley[13] καθιερώθηκαν ως ένα θεωρητικό πλαίσιο στη γνωστική ψυχολογία, νέα γνωστικά πλαίσια μάθησης ξεκίνησαν να εμφανίζονται κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1970, 80 και 90. Σήμερα, οι ερευνητές επικεντρώνονται σε θέματα όπως το γνωστικό φορτίο και η θεωρία επεξεργασία πληροφοριών. Αυτές οι θεωρίες μάθησης επηρεάζουν τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό.[14] Η γνωστική θεωρία χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τέτοια θέματα όπως η κοινωνική απόκτηση ρόλου, η ευφυΐα και η μνήμη σε σχέση με την ηλικία.

Οικοδομισμός (constructivism)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασισμένος στην εργασία του Ζαν Πιαζέ και του Τζερόμ Μπρούνερ, ο οικοδομισμός τονίζει τη σημασία της ενεργού συμμετοχής των μαθητών στην οικοδόμηση γνώσης για τους ίδιους, και στην οικοδόμηση νέων ιδεών ή εννοιών με βάση την τρέχουσα γνώση και την παρελθούσα εμπειρία. Αναζητά γιατί οι σπουδαστές δεν μαθαίνουν βαθιά ακούγοντας τον δάσκαλο, ή διαβάζοντας ένα σύγγραμμα. Για να σχεδιαστούν αποτελεσματικά περιβάλλοντα διδασκαλίας, πιστεύει, χρειάζεται κάποιος μια καλή κατανόηση της γνώσης των παιδιών όταν μπαίνουν στην τάξη. Το πρόγραμμα σπουδών πρέπει να σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο που να δημιουργεί πάνω σε αυτό που ήδη ξέρουν οι μαθητές και μπορεί να αναπτυχθεί μαζί τους.[15] Ξεκινώντας με σύνθετα προβλήματα και διδάσκοντας βασικές δεξιότητες κατά την επίλυση αυτών των προβλημάτων.[16] Αυτό απαιτεί μια κατανόηση της γνωστικής ανάπτυξης των παιδιών και ο οικοδομισμός σκιαγραφεί έντονα τις ψυχολογικές σπουδές της γνωστικής ανάπτυξης.

Οι θεωρίες μάθησης των Τζον Ντιούι, Μαρία Μοντεσόρι και David Kolb χρησιμεύουν ως η βάση της θεωρίας της οικοδομιστικής μάθησης.[17] Ο οικοδομισμός έχει πολλές παραλλαγές: ενεργή μάθηση, ανακαλυπτική μάθηση και οικοδόμηση γνώσης είναι τρεις από αυτές, αλλά όλες οι παραλλαγές προάγουν μια ελεύθερη εξερεύνηση του μαθητή μέσα στο δεδομένο πλαίσιο ή δομή.[18] Ο δάσκαλος δρα ως διευκολυντής που ενθαρρύνει τους σπουδαστές να ανακαλύψουν τις αρχές μόνοι τους και να δημιουργήσουν γνώση, δουλεύοντας στην επίλυση πραγματικών προβλημάτων.

Μετασχηματιστική θεωρία μάθησης (Transformative learning theory)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μετασχηματιστική θεωρία της μάθησης προσπαθεί να εξηγήσει τον τρόπο επανεξέτασης και επανερμηνείας νοημάτων.[19] Η μετασχηματιστική μάθηση είναι η γνωστική διαδικασία επηρεασμού της αλλαγής σε ένα πλαίσιο της αναφοράς.[20] Ένα πλαίσιο αναφοράς ορίζει την άποψή μας για τον κόσμο. Τα συναισθήματα παρεμβαίνουν συχνά.[21] Οι ενήλικες τείνουν να απορρίπτουν τις ιδέες που δεν αντιστοιχούν στις δικές τους αξίες, συσχετίσεις και έννοιες.[20]

Τα δικά μας πλαίσια αναφοράς συντίθενται από δύο παράγοντες: πνευματική κατάσταση και απόψεις.[20] Πνευματικές καταστάσεις, όπως ο εθνοκεντρισμός, είναι πιο δύσκολο να αλλαχθούν παρά οι απόψεις. Οι πνευματικές καταστάσεις επηρεάζουν την άποψή μας και οι τελικές σκέψεις ή συναισθήματα συσχετίζονται με αυτές, αλλά οι απόψεις μπορούν να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου ως αποτέλεσμα επιρροών όπως σκέψεις, διάθεση και ανάδραση.[20] Η μετασχηματιστική μάθηση λαμβάνει χώρα συζητώντας με άλλους τα “εμφανιζόμενα αίτια που υποστηρίζουν τις ανταγωνιζόμενες ερμηνείες, κρίνοντας στοιχεία, επιχειρήματα και εναλλακτικές απόψεις.”[20] Όταν οι περιστάσεις το επιτρέπουν, οι μετασχηματιστικοί μαθητές προχωρούν προς ένα πλαίσιο αναφοράς που περιλαμβάνει, μεροληπτεί, αυτό αντανακλά και ενσωματώνει την εμπειρία περισσότερο.[20]

Εκπαιδευτική νευροεπιστήμη (Educational neuroscience)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμερικανικά πανεπιστήμια όπως τα Harvard, Johns Hopkins, Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας και άλλα, την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, ξεκίνησαν να προσφέρουν εξειδικεύσεις και πτυχία αφιερωμένα στην εκπαιδευτική νευροεπιστήμη ή νευροεκπαίδευση. Τέτοιες σπουδές αναζητούν τους συνδέσμους μεταξύ της κατανόησης των εγκεφαλικών διεργασιών με τη διδασκαλία στην τάξη και τις εμπειρίες.[22] Η νευροεκπαίδευση αναζητά την ανάλυση των βιολογικών αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στον εγκέφαλο καθώς επεξεργάζεται μια νέα πληροφορία. Δείχνει ποιο περιβάλλον, συναισθηματικό και κοινωνικών καταστάσεων είναι άριστο για να κρατηθεί και να αποθηκευτεί μια νέα πληροφορία στον εγκέφαλο μέσα από τη σύνδεση των νευρώνων, αντί να επιτρέψει στους δενδρίτες την επαναπορρόφηση και την απώλεια της πληροφορίας. Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε ως "Η δεκαετία του εγκεφάλου," και οι εξελίξεις έλαβαν χώρα στην νευροεπιστήμη με έντονα γρήγορο βηματισμό. Οι τρεις επικρατέστερες μέθοδοι για μέτρηση εγκεφαλικών δραστηριοτήτων είναι: δυναμικό γεγονότων, Λειτουργική Απεικόνιση Μαγνητικού Συντονισμού και μαγνητοεγκεφαλογραφία (MEG).[23]

Η ενσωμάτωση και η εφαρμογή στην εκπαίδευση της γνώσης για τον εγκέφαλο δυνάμωσε το 2000 όταν η Αμερικανική ομοσπονδία δασκάλων δήλωσε: "Είναι ζωτικό να προσδιορίσουμε ποια επιστήμη μας λέει τον τρόπο μάθησης των ανθρώπων για να βελτιώσουμε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα σπουδών."[24] Αυτό που συναρπάζει για αυτό το νέο πεδίο στην εκπαίδευση είναι ότι οι σύγχρονες τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου τώρα κάνουν εφικτή, κατά κάποιον τρόπο, την παρατήρηση του εγκεφάλου καθώς μαθαίνει και εγείρεται το ερώτημα: μπορούν τα αποτελέσματα των νευροεπιστημονικών σπουδών των εγκεφάλων καθώς μαθαίνουν, να πληροφορήσουν πρακτικά και χρήσιμα αυτόν τον τομέα;[25] Αν και το πεδίο της νευροεπιστήμης είναι νέο, αναμένεται ότι με νέες τεχνολογίες και τρόπους παρατήρησης της μάθησης, τα παραδείγματα του τι χρειάζονται οι σπουδαστές και πώς μαθαίνουν άριστα θα βελτιωθούν παραπέρα με ενεργά επιστημονικά στοιχεία. Ειδικότερα, οι σπουδαστές που μπορεί να έχουν προβλήματα μάθησης θα διδαχθούν στρατηγικές που είναι περισσότερο αποτελεσματικές.

Μια θεωρία μάθησης με βάση τον εγκέφαλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι διαφορές απόψεων και θεωρίας στην ψυχολογία δείχνουν ότι η μαθησιακή διαδικασία δεν είναι ακόμα κατανοητή.[εκκρεμεί παραπομπή] Η νευροεπιστήμη δείχνει ότι ο εγκέφαλος δεν μπορεί να προτυποποιηθεί με μια κεντρική επεξεργασία όπου η ευφυΐα ψεύδεται, άλλα έχοντας ίσως 70 functional areas. Η νοητική δραστηριότητα απαιτεί πολλές περιοχές να δουλεύουν μαζί. Αυτό φαίνεται ως αποτέλεσμα διαφορετικών τύπων νοημοσύνης από διαφορετικούς συνδυασμούς καλοαναπτυγμένων λειτουργικών περιοχών. Η μάθηση είναι μια διαδικασία κατά την οποία οι νευρώνες συνδέονται αναπτύσσοντας συνάψεις μεταξύ τους. Η γνώση ταξινομείται ιεραρχικά, με τη νέα γνώση να συνδέεται στα υπάρχοντα νευρικά δίκτυα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Πολλαπλή νοημοσύνη (Multiple intelligences)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ύπαρξη της πολλαπλής νοημοσύνης προτάθηκε από τον ψυχολόγο Χάουαρντ Γκάρντνερ (Howard Gardner), ο οποίος προτείνει ότι υπάρχουν διάφορα είδη νοημοσύνης στα ανθρώπινα όντα.[26] Είναι μια θεωρία που διάκειται ευμενώς προς τα τα μαθήματα εκπαίδευσης για δασκάλους συνεχής επαγγελματική ανάπτυξη (CPD).

Πολυμεσική εκπαίδευση (Multimedia learning)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Dozens of bright blue computer screens in a large room.
Μια τάξη πολυμέσων στο κολέγιο Islington, στο Ηνωμένο Βασίλειο

Η πολυμεσική εκπαίδευση αναφέρεται στη χρήση οπτικού και ακουστικού υλικού διδασκαλίας που μπορεί να συμπεριλαμβάνει βίντεο, υπολογιστή και άλλες τεχνολογία πληροφορίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Η θεωρία της πολυμεσικής διδασκαλίας εστιάζει στις αρχές που καθορίζουν την αποτελεσματική χρήση των πολυμέσων στην μάθηση, με έμφαση στη χρήση οπτικών και ακουστικών καναλιών για επεξεργασία πληροφοριών.

Το ακουστικό κανάλι επεξεργάζεται την πληροφορία που ακούστηκε και το οπτικό κανάλι επεξεργάζεται την πληροφορία που ειδώθηκε. Το οπτικό κανάλι κρατά λιγότερες πληροφορίες από το ακουστικό κανάλι.[εκκρεμεί παραπομπή] Αν και το οπτικό και το ακουστικό κανάλι εμφανίζονται με πληροφορίες, διατηρείται περισσότερη γνώση. Όμως, αν παρέχονται υπερβολικές πληροφορίες επεξεργάζονται ανεπαρκώς και η μακροχρόνια μνήμη δεν αποκτάται. Η πολυμεσική εκπαίδευση προσπαθεί να δώσει στους εκπαιδευτικούς τη δυνατότητα της διέγερσης και του οπτικού και του ακουστικού καναλιού του μαθητή, με αποτέλεσμα καλύτερη πρόοδο.[27]

Άλλες θεωρίες μάθησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχουν αναπτυχθεί κι άλλες θεωρίες μάθησης για πιο συγκεκριμένους σκοπούς. Για παράδειγμα, η ανδραγωγία είναι η τέχνη και η επιστήμη στη που βοηθά στην εκπαίδευση ενηλίκων. Ο οικοδομισμός είναι μια πρόσφατη θεωρία της δικτυακής μάθησης που εστιάζει στη μάθηση κάνοντας διασυνδέσεις.

Θεωρία του τρόπου μάθησης (Learning style theory)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεωρία του τρόπου μάθησης προτείνει ότι τα άτομα μαθαίνουν με διαφορετικούς τρόπους, ότι υπάρχουν τέσσερις διακριτοί τρόποι μάθησης – συναίσθημα, παρατήρηση, σκέψη και εκτέλεση – και ότι η γνώση του αγαπημένου τρόπου μάθησης του μαθητή θα οδηγήσει σε γρηγορότερη και πιο ικανοποιητική βελτίωση.[28]

Άτυπες και μετασύγχρονες θεωρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε θεωρίες που χρησιμοποιούν την γνωστική επαναδόμηση, ένα άτυπο πρόγραμμα σπουδών προάγει τη χρήση της προηγούμενης γνώσης για να βοηθήσει τους σπουδαστές να αποκτήσουν μια πλατιά κατανόηση των εννοιών.[29] Θεωρεί ότι δεν μπορεί να δοθεί νέα γνώση στους σπουδαστές, αλλά θα πρέπει να προκληθεί η τρέχουσα γνώση των σπουδαστών. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι σπουδαστές θα προσαρμόσουν τις ιδέες τους ώστε να μοιάσουν σε πιο κοντινές τρέχουσες θεωρίες ή έννοιες.[29] Χρησιμοποιώντας αυτήν τη μέθοδο οι σπουδαστές αποκτούν την πλατιά κατανόηση που διδάχτηκαν και αργότερα είναι πιο πρόθυμοι να μάθουν και να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά της έννοιας ή της θεωρίας. Αυτή η θεωρία παραπέρα ευθυγραμμίζεται με την ιδέα ότι η διδασκαλία των εννοιών και τις γλώσσας ενός θέματος πρέπει να διαιρείται σε πολλά βήματα.[30]

Άλλες θεωρίες άτυπης μάθησης αναζητούν τις πηγές του κινήτρου για τη μάθηση. Το εσωτερικό κίνητρο μπορεί να δημιουργήσει έναν πιο αυτορρυθμιζόμενο μαθητή,[31] Ακόμα τα σχολεία αποδυναμώνουν το εσωτερικό κίνητρο. Οι κριτικές ισχυρίζονται ότι η μάθηση του μέσου σπουδαστή σε απομόνωση εμφανίζεται σημαντικά χαμηλότερη από αυτούς που μαθαίνουν με συνεργασία και παρέμβαση.[32] Οι σπουδαστές μαθαίνουν μέσα από ομιλία, συζήτηση, και επιχειρηματολογία.[33][34]

Φιλοσοφική ανθρωπολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάθε καλοδομημένη θεωρία εκπαίδευσης έχει στο κέντρο της μια φιλοσοφική ανθρωπολογία.[35]

Κριτικές στις θεωρίες μάθησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κριτικοί των θεωριών της μάθησης που προσπαθούν να αντικαταστήσουν την παραδοσιακή εκπαίδευση ισχυρίζονται ότι τέτοιες θεωρίες δεν χρειάζονται και ότι η προσπάθεια κατανόησης της διαδικασίας της μάθησης μέσα από τη δημιουργία θεωριών δημιουργεί προβλήματα και εμποδίζει την προσωπική ελευθερία.[36][37]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχετικά με την επιτάχυνση της μαθησιακής διαδικασίας
Σχετικά με τους μηχανισμούς της μνήμης και της μάθησης
Σχετικά με τις θεωρίες μάθησης που σχετίζονται με τη διδασκαλία στην τάξη

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Illeris, Knud (2004). The three dimensions of learning. Malabar, Fla: Krieger Pub. Co. ISBN 9781575242583. 
  2. Ormrod, Jeanne (2012). Human learning (6th έκδοση). Boston: Pearson. ISBN 9780132595186. 
  3. Good and Brophey. Realistic Approach. σελ. 155. 
  4. Myers, David G. (2008). Exploring Psychology. New York, New York: Worth. σελ. 223. 
  5. Myers, David G. (2008). Exploring Psychology. New York, New York: Worth. σελ. 222. 
  6. 6,0 6,1 Smith, M.K. «Learning Theory, the encyclopedia of informal education». the encyclopedia of informal education. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2011. 
  7. Kim, T and Axelrod, S. (2005): "Direct Instruction: An Educators' Guide and a Plea for Action" - The Behavior Analyst Today, 6.(2), p. 111
  8. Yount, William R. (1996). Created to Learn. Nashville: Broadman & Holman. σελ. 192. 
  9. Myers, David G. (2008). Exploring Psychology. New York, New York: Worth. σελ. 163. 
  10. Merriam, Sharan B. (2007). Learning In Adulthood. San Francisco: Jossey-Bass. 
  11. Lilienfeld, Scott; Lynn, Steven J.; Namy, Laura L.; Woolf, Nancy J. (2010). «A Framework for Everyday Thinking». Psychology 1: 24–8. https://archive.org/details/sim_journal-of-instructional-psychology_2010-03_37_1/page/24. 
  12. Atkinson, R.C. & Shiffrin, R.M. (1968). K.W. Spence and J.T. Spence, επιμ. The psychology of learning and motivation (2 έκδοση). New York: Academic Press. σελίδες 89–125. 
  13. Baddeley, A.D.· Hitch, G.J.L. (1974). G.A. Bower, επιμ. The psychology of learning and motivation: advances in research and theory (8 έκδοση). New York: Academic Press. σελίδες 47–89. 
  14. deJong, T. (2010). «Cognitive Load Theory, Educational Research, and Instructional Design: Some Food for Thought». Instructional Science: An International Journal of the Learning Sciences: 38. 
  15. Smith, M. K. (2002). "Jerome Bruner and the Process of Education." Retrieved 26 August 2007, fromhttp://www.infed.org/thinkers/bruner.htm.
  16. Yount, William R. (1996). Created to Learn. Nashville: Broadman & Holman. σελ. 202. 
  17. Lombardi, S.M. (2011). Internet Activities for a Preschool Technology Education Program Guided by Caregivers. Doctoral dissertation, North Carolina State University. σελίδες 139–40. 
  18. Devries, B.; Zan, B. (2003). «When children make rules». Educational Leadership 61 (1): 64–7. https://archive.org/details/sim_educational-leadership_2003-09_61_1/page/64. 
  19. Taylor, E.W. (2008). Transformative learning theory. New Directions for Adult and Continuing Education. Jossey-Bass. σελίδες 5–15. 
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 20,4 20,5 Mezirow, J (1997). Transformative Learning: Theory to Practice. New Directions for Adult and Continuing Education. Jossey-bass. σελίδες 5–12. 
  21. Ileris, K (April 2001). «Transformative Learning in the Perspective of a Comprehensive Learning Theory». Journal of Transformative Education (2): 79–89. doi:10.1177/1541344603262315. 
  22. Wolf, P. (2010). Brain Matters: Translating Research into Classroom Practice (2nd ed.). ASCD. 
  23. R. Keith Sawyer, επιμ. (2006). Cambridge Handbook of the Learning Sciences. New York, New York: Cambridge University Press. σελίδες 20. 
  24. Radin, J.P. (Fall 2009). «Brain-Compatible Teaching and Learning: Implications for Teacher Education.». Educ Horiz 88 (1). 
  25. Rowland (2010). «The brain that changes itself: Stories of personal triumph from the frontiers of brain science». Journal of Academic Language and Learning. 
  26. Allen, I. E., J. Seaman, et al. (2007). Blending In: The Extent and Promise of Blended Education in the United States. Needham, M.A., The Sloan Consortium.
  27. "Understanding multimedia learning: Integrating multimedia in the k-12 classroom." (n.d.). Retrieved from http://s4.brainpop.com/new_common_images/files/76/76426_BrainPOP_White_Paper-20090426.pdf Αρχειοθετήθηκε 2013-08-20 στο Wayback Machine.
  28. Smith, M., M. Doyle, et al. (2007). "David a. kolb on experiential learning." Retrieved 24 August 2007, fromhttp://www.infed.org/biblio/b-explrn.htm.
  29. 29,0 29,1 Marzano, Robert (1991). «Fostering thinking across the curriculum through knowledge restructuring». Journal of Reading 34: 518–25. 
  30. Brown, B; Ryoo, K (2008). «Teaching Science as a Language: A "Content-First" Approach to Science Teaching». Journal of Research in Science Teaching 45 (5): 529–53. doi:10.1002/tea.20255. https://archive.org/details/sim_journal-of-research-in-science-teaching_2008-05_45_5/page/529. 
  31. Deci, E.L. (1995). Why We Do What We Do: The Dynamics of Personal Autonomy. New York: Putnam's Sons. 
  32. Wells, G. (2007). «Semiotic Mediation, Dialogue and the Construction of Knowledge». Human Development 50 (5): 244–74. doi:10.1159/000106414. 
  33. Wink, J. (2002). A vision of Vygotsky. Boston: Allyn and Bacon. 
  34. Vygotsky, L (1986). Thought and language. Cambridge, Ma: MIT Press. 
  35. Theodora Polito, Educational Theory as Theory of Culture: A Vichian perspective on the educational theories of John Dewey and Kieran Egan Educational Philosophy and Theory, Vol. 37, No. 4, 2005
  36. Holzman, Lois (1997). When Democratic Education is Developmental: The Sudbury Valley School Model, Schools for growth: radical alternatives to current educational models. Retrieved April 1, 2010.
  37. Daniel Greenberg (1987), A New Look at Learning, The Sudbury Valley School Experience. Retrieved April 1, 2010.

Παραπέρα μελέτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]