Τατζικικός Εμφύλιος Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Εμφύλιος Πόλεμος του Τατζικιστάν (τατζικικά: Ҷанги шаҳрвандии Тоҷикистон, Jangi şahrvandi‘i Tojikiston/Çangi şahrvandiji Toçikiston) γνωστός επίσης ως Εμφύλιος Πόλεμος του Τατζικιστάν ή Πόλεμος στο Τατζικιστάν, ξεκίνησε το Μάιο του 1992, όταν αυτονομιστικές ομάδες από τις περιοχές Γαρμ και Γκόρνο-Μπανταχσάν περιοχές του Τατζικιστάν ξεσηκώθηκαν εναντίον της κυβέρνησης του Προέδρου Ραχμόν Ναμπίγιεφ, της οποίας τα στελέχη και οι αξιωματούχοι προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τις περιοχές Χουτζάντ και Κουλγιάμπ. Οι επαναστατικές ομάδες αποτελούνταν από ένα κράμα φιλελεύθερων δημοκρατικών μεταρρυθμιστών[1] και Ισλαμιστών, οι οποίοι αργότερα ένωσαν τις δυνάμεις τους στον φορέα της Ενωμένης Τατζικικής Αντιπολίτευσης. Έως τον Ιούνιο του 1997, εκτιμάται ότι περίπου 20.000 με[2] 100.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών.[3][4]

Στις 27 Ιουνίου 1997, ο Τατζικιστανός πρόεδρος Ιμομάλι Ραχμόν, ο αρχηγός της Ενωμένης Τατζικικής Αντιπολίτευσης Σαγίντ Αμπντουλόχ Νουρί και η Ειδική Αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Γκερντ Μέρρεμ υπέγραψε την "Γενική Συμφωνία για την Εγκαθίδρυση της Ειρήνης και της Εθνικής Συμφωνίας στο Τατζικιστάν" και το "Πρωτόκολλο της Μόσχας" στη Μόσχα. Αυτές οι εξελίξεις σημάδεψαν το τέλος του πολέμου.[5]

Παρασκήνιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εντάσεις ξεκίνησαν την άνοιξη του 1992, καθώς μέλη της αντιπολίτευσης βγήκαν στους δρόμους αμφισβητώντας τα αποτελέσματα των εκλογών του 1991. Ο Πρόεδρος Ραχμόν Ναμπίγιεφ και ο πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ Σαφαραλί Κεντζάγιεφ άρχισαν να διανέμουν όπλα σε φιλοκυβερνητικές πολιτοφυλακές, ενώ η αντιπολίτευση στηρίχτηκε σε αντάρτες στο επίσης υπό εμφύλιο πόλεμο Αφγανιστάν για στρατιωτική βοήθεια.

Οι μάχες ξέσπασαν το Μάιο του 1992 μεταξύ των υποστηρικτών της κυβέρνησης (και της παλιάς φρουράς) και της χαλαρά οργανωμένης αντιπολίτευσης, η οποία αποτελούταν από μειονότητες από τις περιοχές Γαρμ και Γκόρνο-Μπανταχσάν. Ιδεολογικά, η αντιπολίτευση περιλάμβανε δημοκρατικούς φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές και Ισλαμιστές. Η κυβέρνηση, από την άλλη πλευρά, κυριαρχούταν από ανθρώπους από τη περιοχή του Λενιναμπάντ, τον τόπο καταγωγής των περισσότερων μελών της τοπικής ελίτ κατά τη διάρκεια ολόκληρης της Σοβιετικής περιόδου. Η κυβερνητική παράταξη υποστηρίχθηκε από τους κατοίκους της περιοχής Κουλγιάμπ, της οποίας οι κάτοικοι κατείχαν υψηλές θέσεις στο Υπουργείο Εσωτερικών κατά τη Σοβιετική εποχή. Μετά από πολλές συγκρούσεις, η παράταξη των Λενιναμπάντι αναγκάστηκε να δεχθεί τον συμβιβασμό και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση συνασπισμού, ενσωματώνοντας τα μέλη της αντιπολίτευσης. Τελικά κυριάρχησε η αντιπολίτευση.[6] Στις 7 Σεπτεμβρίου 1992, ο Ναμπίγιεφ αιχμαλωτίστηκε από τους διαδηλωτές της αντιπολίτευσης και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από την προεδρία.[7] Το χάος και η μάχη μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων επεκτάθηκε και έξω από τη Ντουσάνμπε.

Εξαιτίας των ενισχύσεων από τους στρατούς της Ρωσίας και του Ουζμπεκιστάν, οι δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου Λενιναμπάντ-Κουλγιάμπι ξεκίνησαν να αντιπολιτεύονται στις αρχές και στο τέλος του 1992. Η κυβέρνηση συνασπισμού στην πρωτεύουσα αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Τον Δεκέμβριο του 1992, το Ανώτατο Σοβιέτ (το σώμα), όπου η φατρία Λενιναμπάντι-Κουλγιάμπι κατείχε την πλειοψηφία των εδρών, συνεδρίασε και εξέλεξε μια νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Εμομάλι Ραχμόνοφ, αντιπροσωπεύοντας μια αλλαγή στην εξουσία από την παλιά εξουσία βασισμένη στο Λενιναμπάντ προς τις πολιτοφυλακές από το Κουλγιάμπ, από τις οποίες καταγόταν ο Ραχμόνοφ.[8][9]

Η κορύφωση των εχθροπραξιών σημειώθηκε την διετία 1992-93 και οι πολιτοφυλακές των Κουλγιάμπι πολέμησαν ενάντια σε μια σειρά από ομάδες, συμπεριλαμβανομένων και μαχητών από το Κόμμα Ισλαμικής Αναγέννησης του Τατζικιστάν και μειονοτικών πληθυσμών, των Παμίρι από το Γκόρνο-Μπανταχσάν. Χάρη σε μεγάλο βαθμό στην εξωτερική υποστήριξη που έλαβε, οι πολιτοφυλακές των Κουλγιάμπι ήταν σε θέση να νικήσουν ήσυχα τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης και προέβη σε αυτό που περιγράφηκε από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως εκστρατεία εθνοκάθαρσης κατά των Παμίρι και Γάρμι.[10] Η εκστρατεία επικεντρώθηκε σε περιοχές νότια της πρωτεύουσας και περιλάμβανε τη δολοφονία εξέχοντων ατόμων, μαζικές δολοφονίες, κάψιμο χωριών και την απέλαση πληθυσμών των Παμίρι και Γάρμι στο Αφγανιστάν. Η βία ήταν ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στη Κουργοντέππα, την έδρα του ΚΙΑ και την πατρίδα πολλών Γάρμι. Δεκάδες χιλιάδες σκοτώθηκαν ή έφυγαν στο Αφγανιστάν.[11][12]

Αναδιοργάνωση της αντιπολίτευσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Αφγανιστάν, η αντιπολίτευση αναδιοργανώθηκε και έλαβε οπλισμό με την βοήθεια της οργάνωσης Τζαμιάτ-ι-Ισλάμι, της οποίας ο αρχηγός Αχμάντ Σαχ Μασούντ έγινε ευεργέτης της τατζικικής αντιπολίτευσης. Αργότερα στον πόλεμο η αντιπολίτευση οργανώθηκε κάτω από μια ομάδα-ομπρέλα, την Ενωμένη Τατζικική Αντιπολίτευση, ή ΕΤΑ. Στοιχεία της ΕΤΑ, ειδικά στην περιοχή Ταβιλντάρα, μετεξελίχθηκαν στο λεγόμενο Ισλαμικό Κίνημα του Ουζμπεκιστάν, ενώ η ηγεσία της ΕΤΑ ήταν κατά του σχηματισμού του νέου αυτού ισλαμικού κινήματος.[13]

Συνέχεια του αδιεξόδου και ειρήνευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άλλοι μαχητές και ένοπλες ομάδες που άνθισαν σε αυτό το αστικό χάος απλά αντανακλούσαν την κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας και όχι την πίστη σε μια πολιτική παράταξη. Σε απάντηση στη βία αναπτύχθηκε η Αποστολή Παρατηρητών των Ηνωμένων Εθνών στο Τατζικιστάν. Η περισσότερη μάχη στις αρχές του πολέμου σημειώθηκε στο νότιο τμήμα της χώρας, αλλά το 1996 οι αντάρτες μάχονταν με τα ρωσικά στρατεύματα στην πρωτεύουσα Ντουσάνμπε. Ισλαμιστές ριζοσπάστες από το βόρειο Αφγανιστάν επίσης άρχισαν να πολτμούν τα ρωσικά στρατεύματα στην περιοχή. Μια εκεχειρία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ έδωσε το τέλος στον πόλεμο το 1997. Αυτό εν μέρει προωθήθηκε από το Διατατζικικό Διάλογο, μια διπλωματική πρωτοβουλία Track II, στην οποία οι κύριοι παίκτες συγκεντρώθηκαν από διεθνείς παράγοντες, δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία. Η ειρηνευτική συμφωνία εξάλειψε εντελώς την περιοχή Λενιναμπάντ (Χουτζάντ) από την εξουσία. Οι προεδρικές εκλογές διεξήχθησαν στις 6 Νοεμβρίου 1999.

Στις 23 Ιουνίου 1997, Η ΕΤΑ προειδοποίησε με επιστολές στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν και τον Τατζίκο Πρόεδρο Εμομάλι Ραχμόν ότι δεν θα υπογράψει την προτεινόμενη ειρηνευτική συμφωνία στις 27 Ιουνίου, εάν οι ανταλλαγές κρατουμένων και η κατανομή των θέσεων εργασίας στη κυβέρνηση συνασπισμού δεν περιγραφεί στη συμφωνία. Ο Ακμπάρ Τουρατζονσόντα, δεύτερος στην ιεραρχία της ΕΤΑ, επανέλαβε αυτή την προειδοποίηση στις 26 Ιουνίου, αλλά είπε ότι και οι δύο πλευρές διαπραγματεύονταν. Ο πρόεδρος Ραχμόνοφ, ο ηγέτης της ΕΤΑ Σαγίντ Αμπντουλόχ Νουρί και ο Ρώσος Πρόεδρος Μπόρις Γιέλτσιν συναντήθηκαν στο Κρεμλίνο στη Μόσχα στις 26 Ιουνίου να ολοκληρώσουν τις διαπραγματεύσεις της ειρηνευτικής συμφωνίας. Η κυβέρνηση του Τατζικιστάν είχε προηγουμένως πιέσει για την επίλυση αυτών των ζητημάτων, αφού οι δύο πλευρές υπέγραψαν τη συμφωνία, με τις θέσεις στην κυβέρνηση συνασπισμού να αποφασίζονται από μια κοινή επιτροπή για την εθνική συμφιλίωση και οι ανταλλαγές αιχμαλώτων από μια μελλοντική διαπραγμάτευση. Ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Γεβγκένι Πριμακόφ συναντήθηκε με τους Υπουργούς Εξωτερικών του Ιράν, του Καζακστάν και του Τουρκμενιστάν για να συζητήσουν την προτεινόμενη ειρηνευτική συμφωνία.[14][15]

Στο τέλος του πολέμου, το Τατζικιστάν ήταν σε μια κατάσταση πλήρους καταστροφής. Ο αριθμός των νεκρών εκτιμάται σε 30.000 μέχρι 60.000 άτομα. Περίπου 1.2 εκατομμύρια άτομα έγιναν πρόσφυγες μέσα και έξω από τη χώρα. Οι φυσικές υποδομές, δημόσιες υπηρεσίες και οικονομία του Τατζικιστάν ήταν σε κατάρρευση και μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζούσε με την ελεημοσύνη από διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις. Τα Ηνωμένα Έθνη ίδρυσαν Αποστολή Παρατηρητών τον Δεκέμβριο 1994, διατηρώντας διαπραγματεύσεις ειρηνοποίησης μέχρι την υπογραφή συνολικής συμφωνίας ειρήνης από τις αντιμαχόμενες πλευρές το 1997.[16]

Οι δημοσιογράφοι στοχεύθηκαν ιδιαίτερα για δολοφονίες και δεκάδες τατζίκοι δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν. Πολλοί περισσότεροι έφυγαν από τη χώρα, κάτι που οδήγησε σε διαρροή μυαλών. Αξιόλογα άτομα που δολοφονήθηκαν περιλαμβάνουν τον δημοσιογράφο και πολιτικό Οταχόν Λατίφι, τον δημοσιογράφο και ηγέτη των Εβραίων Μεϊρχάιμ Γκαβρέλοφ, ο πολιτικός Σαφαράλι Κεντζάγιεφ και τέσσερα μέλη της Αποστολής Παρατηρητών των Ηνωμένων Εθνών Τατζικιστάν: τον Γιουκάτα Ακίνο, αξιοσημείωτος Ιάπωνας μελετητή της κεντροασιατικής ιστορίας, ο ταγματάρχης Ρίσζαρντ Σζέβτσικ από την Πολωνία, ο Ταγματάρχης Αντόλφο Σαρπέγκε από την Ουρουγουάη, ο Τζουρατζόν Μαχράμοφ από το Τατζικιστάν, [17] και ο δημιουργός ντοκιμαντέρ Αρκάντι Ρούμπερμαν.

Γκαλερί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Дубовицкий, Виктор. Особенности этнической и конфессиональной ситуации в Республике Таджикистан. Февраль 2003 Αρχειοθετήθηκε 2008-04-11 στο Wayback Machine. Σφάλμα στο πρότυπο webarchive: Ελέγξτε την τιμή |url=. Empty.
  2. Pannier, Bruce (26 Ιουνίου 2017). «The Many Agents Of Tajikistan's Path To Peace». Radio Liberty. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2017. 
  3. Jihad: The Rise of Militant Islam in Central Asia, page 8. Ahmed Rashid
  4. Political Construction Sites: Nation-building in Russia and the Post-Soviet States, page 76
  5. Tajikistan Civil War Global Security
  6. «Department Sozialwissenschaften : Institut für Politische Wissenschaft : Arbeits- und Forschungsstellen : Arbeitsgemeinschaft Kriegsursachenforschung : Kriege-Archiv : ... VMO : 208 Tadschikistan (BK) | Bewaffneter Konflikt in Tadschikistan 1992-1998 und 1998-2001 (Universität Hamburg)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Νοεμβρίου 2002. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015. 
  7. «Tajikistan - Government». Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2014. 
  8. Between Marx and Muhammad. Dilip Hiro.
  9. The Resurgence of Central Asia. Ahmed Rashid
  10. Human Rights Watch Press Backgrounder on Tajikistan Human Rights Watch
  11. Tajikistan: Refugee reintegration and conflict prevention Αρχειοθετήθηκε 2007-09-03 στο Wayback Machine. Σφάλμα στο πρότυπο webarchive: Ελέγξτε την τιμή |url=. Empty. Open Society Institute
  12. Human Rights Watch World Report: Tajikistan Αρχειοθετήθηκε 2015-09-24 στο Wayback Machine. Human Rights Watch
  13. Ahmed Rashid. Jihad: The Rise of Militant Islam in Central Asia. Orient Longman. Hyderabad. 2002.
  14. Tajikistan: Opposition warns it may not sign peace accord RadioFreeEurope/RadioLiberty
  15. Tajikistan: Opposition may not sign peace accord tomorrow RadioFreeEurope/RadioLiberty
  16. Tajikistan: rising from the ashes of civil war United Nations
  17. eurasianet.org Αρχειοθετήθηκε 2006-06-17 στο Wayback Machine. Σφάλμα στο πρότυπο webarchive: Ελέγξτε την τιμή |url=. Empty.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]