Σχίσμα της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας (17ος αιώνας)
Το σχίσμα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ρωσικά: раскол / ρασκόλ, μτφ. σχίσμα) συνέβη με τις μεταρρυθμίσεις του Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα το 1653 ο οποίος επεδίωξε την ομοιομορφία των εκκλησιαστικών λειτουργιών ανάμεσα στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και αυτές του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο αναφερόταν ως Ελληνική Εκκλησία. Υπήρξαν έντονες διαφωνίες από μερίδα κληρικών και λαϊκών, οι οποίες οδήγησαν στην εμφάνιση του κινήματος των Παλαιών Πιστών και τη δημιουργία σχίσματος.[1][2][3]
Το σχίσμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εντός της ρωσικής εκκλησίας δραστηριοποιούνταν μια ομάδα με σημαντική επιρροή, οι Ζηλωτές της ευλάβειας (Кружок ревнителей благочестия / κρουζόκ ρεβνιτέλεϊ μπλαγκοτσέστιγια), τα μέλη της οποίας επιδίωκαν τον εξαγνισμό της ρωσικής ορθόδοξης πίστεως. Κατά τη δραστηριοποίηση τους αυτή, εργάστηκαν με στόχο τις μεταρρυθμίσεις στη Μοσχοβία -όπως ήταν τότε γνωστό το ρωσικό κράτος- και τη βελτίωση των θρησκευτικών πρακτικών. Ως συνέπεια, η ομάδα αυτή ασχολήθηκε και με την αφαίρεση εναλλακτικών εκδοχών των ιερών κειμένων και γενικότερες διορθώσεις των θρησκευτικών βιβλίων. Ανάμεσα στα μέλη της ομάδας αυτής βρίσκονταν και ο μελλοντικός πατριάρχης της ρωσικής εκκλησίας, ο Νίκων, ο οποίος κατά την περίοδο αυτή ήταν αρχιεπίσκοπος του Νόβγκοροντ.
Με τη μετέπειτα ιδιότητα του ως πατριάρχης, και λαμβάνοντας την υποστήριξη του τσάρου Αλέξιου για την προώθηση των θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων, ο Νίκωνας ξεκίνησε τη διαδικασία αλλαγών στα ρωσικά θρησκευτικά συγγράμματα ώστε αυτά να αντιστοιχούν στα ελληνικά ορθόδοξα συγγράμματα. Κατά τη διαδικασία αυτή, άλλαξε και κάποια από τα εθιμοτυπικά, όπως αντί για 2 δάχτυλα για την τέλεση της χειρονομίας του σταυρού τη χρήση 3 δαχτύλων, το αλληλούια να προφέρεται 3 φορές αντί για 2, και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνάντησαν αντίσταση τόσο από τον κλήρο όσο και από τους λαϊκούς, οι οποίοι αμφισβήτησαν τη νομιμότητα και ορθότητα των αλλαγών αυτών υποστηρίζοντας πως θα έπρεπε να συνεχίσουν να ακολουθούνται οι καθιερωμένες παραδόσεις και κανόνες (Στογκλάβ). Ο Νίκων αγνόησε τις διαμαρτυρίες αυτές, και πέτυχε μέσω των ρωσικών εκκλησιαστικών συνόδων την περίοδο 1654–1655 να υιοθετηθούν οι αλλαγές, και παράλληλα είχε ήδη ξεκινήσει η αντικατάσταση των θρησκευτικών βιβλίων με τις διορθωμένες εκδοχές τους από το 1653 και συνεχίστηκε έως το 1656.[1]
Οι έντονες αντιδράσεις συνεχίστηκαν, και κατόπιν οι διαφωνούντες στράφηκαν προς τον ίδιο τον τσάρο Αλέξιο προσπαθώντας να τον πείσουν για την ορθότητα της τέλεσης του σταυρού με 2 δάχτυλα, καθώς και για την τέλεση υποκλίσεων κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας. Μετέπειτα, ισχυρίστηκαν πως ο εναρμονισμός των θρησκευτικών γραφών με τα αντίστοιχα ελληνικά, προσέβαλλε τους αγνούς στην πίστη καθώς η Ελληνική εκκλησία (Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης) ήταν που είχε αποκλίνει από την αρχαία ευλάβεια των κειμένων, καθώς εκτύπωνε τις ιερές γραφές και κείμενα που χρησιμοποιούσε σε εκτυπωτήρια τα οποία ανήκαν σε καθολικούς, καθώς και πως η Ελληνική εκκλησία είχε δεχθεί επιρροές από τους καθολικούς. Ανάμεσα στα άλλα αιτήματα τους ήταν η μη περαιτέρω ενδυνάμωση της εξουσίας του Ρώσου πατριάρχη και η ισχυροποίηση των δημοκρατικών διαδικασιών στη διαχείριση των εκκλησιαστικών υποθέσεων.[4]
Η σύγκρουση οξύνθηκε περαιτέρω κατά τα επόμενα έτη, με αποτέλεσμα τη σύλληψη των αρχηγών του κινήματος των διαφωνούντων και την εκτέλεση τους το 1682. Αυτό δεν σταμάτησε τις αντιδράσεις, καθώς υπήρξαν αρκετοί υποστηρικτές και συμπαθούντες ως προς τη διατήρηση των παλαιών θρησκευτικών εθίμων, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορα κοινωνικά στρώματα της ρωσικής κοινωνίας, και ενώ ήταν υπέρ της διατήρησης των θρησκευτικών παραδόσεων, τις συνέδεαν με την εθνική ταυτότητα καθώς και με την αντίθεση προς την κεντρική θρησκευτική εξουσία. Οι πλέον ακραίοι διαφωνούντες, κήρυτταν πως πλησίαζε ο Αρμαγεδδών, ο ερχομός του Αντίχριστου, πως ο τσάρος και ο πατριάρχης είναι σατανιστές.[5][6]
Εξεγέρσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κίνημα αμφισβήτησης ενισχύθηκε μετά τη ρωσική εκκλησιαστική σύνοδο του 1666-1667, η οποία αναθεμάτισε τους διαφωνούντες ως αιρετικούς και αποφάσισε την τιμωρία τους. Οι ιερωμένοι αμφισβητίες προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των χαμηλόβαθμων κληρικών, οι οποίοι δήλωναν πως αγωνίζονται για τη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης. Οι πλέον δραματικές εκδηλώσεις της διαφωνίας τους εκδηλώνονταν με τη διαμαρτυρία του βαπτίσματος του πυρός (огненные крещения, ογκνένιγιε κρεστσένιγια), η οποία ήταν αυτοπυρπόληση ως μορφή διαμαρτυρίας.[1]
Σύντομα οι τάξεις των Παλαιών Πιστών διαιρέθηκαν σε μικρότερες ομάδες, στις οποίες ενσωματώθηκαν πολλοί χωρικοί, τεχνίτες, και κοζάκοι, και οι οποίοι σχημάτισαν τις δικές τους αγροτικές κοινότητες στις απόμακρες περιοχές της χώρας σε Σιβηρία, Βόλγα, ή ακόμα και στο εξωτερικό σημειώνοντας μαζική έξοδο, κυρίως προς την Πολωνική-Λιθουανική κοινοπολιτεία. Το 1681 η κυβέρνηση παρατήρησε πως ο αριθμός των αμφισβητούντων είχε αυξηθεί ιδιαίτερα στη Σιβηρία, και με την υποστήριξη της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας προχώρησε στην περαιτέρω καταδίωξη και καταστολή τους.[1]
Κατά την περίοδο 1670–1680, οι εξεγέρσεις δικαιολογούνταν από τους υποστηρικτές τους ως η θεία τιμωρία εναντίον των εκκλησιαστικών και τσαρικών αρχών για τις πράξεις τους. Έτσι οι Παλαιοί Πιστοί αντλούσαν δύναμη και από άλλες εξεγέρσεις οι οποίες δεν σχετίζονταν με το θρησκευτικό ζήτημα, όπως την εξέγερση του Στεπάν Ραζίν το 1670–1671, καθώς και την εξέγερση των Στρέλτσι το 1682.
Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα και τις αρχές του 18ου αιώνα, τα πλέον ακραία στοιχεία του κινήματος είχαν υποχωρήσει, καθώς ήταν πλέον εμφανές ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν θα αντιστρέφονταν. Ο τσάρος Πέτρος ο Μέγας έκανε ηπιότερη τη μεταχείριση των Παλαιών Πιστών, φροντίζοντας ωστόσο να τους φορολογεί υψηλότερα. Κατά τη διακυβέρνηση από τη Μεγάλη Αικατερίνη, υπήρξε προσπάθεια για την επιστροφή των Παλαιών Πιστών οι οποίοι είχαν καταφύγει στο εξωτερικό. Το δόγμα των Παλαιών Πιστών ωστόσο παρέμενε εκτός νόμου έως το 1905.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πατριάρχης Μόσχας Νίκων
- Παλαιοί Πιστοί
- Στογκλάβ
- Ρωσική ορθόδοξη εκκλησία
- Ορθόδοξη εκκλησία
- Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 «Century of Rebellion; Church Schism» (στα αγγλικά). Russian Life. 2011-09-09. https://www.russianlife.com/archive/article/params/Number/191/. Ανακτήθηκε στις 2017-04-17.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ «Raskol | Russian Orthodoxy» (στα αγγλικά). Encyclopedia Britannica. https://www.britannica.com/event/Raskol. Ανακτήθηκε στις 2017-04-17.
- ↑ Library, The New York Public. «Russia Engages the World - NYPL». web-static.nypl.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2017.
- ↑ Marsden, Thomas (24 Σεπτεμβρίου 2015). The Crisis of Religious Toleration in Imperial Russia: Bibikov's System for the Old Believers, 1841-1855. OUP Oxford. ISBN 9780191063374.
- ↑ Torke, Hans-Joachim (17 Απριλίου 2017). Von Moskau Nach St. Petersburg: Das Russische Reich Im 17. Jahrhundert. Otto Harrassowitz Verlag. ISBN 9783447043625.
- ↑ «Discovering Russian Orthodoxy: The Old Believers». rbth.com. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2017.[νεκρός σύνδεσμος]
Σχετική βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ρωσικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Голубинский (Golubinskij), ЕЕ (1900), История русской церкви, Москва (Moscow).
- Голубинский (Golubinskij), ЕЕ (1905), К нашей полимике со старообрядцами, ЧОИДР (ČOIDR).
- Зеньковский, СА (Zenkovskij, SA) (2006), Русское старообрядчество, I, II, Москва (Moscow).
- Каптерев, НФ (Kapterv, NF) (1913), Патриарх Никон и его противники в деле исправления церковныx обрядов, Москва (Moscow).
- Каптерев, НФ (Kapterv, NF) (1914), Характер отношений России к православному востоку в XVI и XVII вв, Москва (Moscow).
- Карташов, АВ (Kartašov, AV) (1959), Очерки по иситории русской церкви, Париж (Paris).
- Ключевский, ИП (Ključevskij, IP) (1956–59), Сочинения, I–VIII, Москва (Moscow).
- Кутузов, БП (Kutuzov, BP) (2003), Церковная "реформа" XVII века, Москва (Moscow).
Αγγλικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Cherniavsky, M (1955), «The Reception of the Council of Florence in Moscow», Church History XXIV: 147–57.
- Crummey, Robert O (1970), The Old Believers & The World of Antichrist; The Vyg Community & The Russian State, Wisconsin UP.
- Gill, T (1959), The Council of Florence, Cambridge.
- Shevchenko, I (1955), «Ideological Repercussions of the Council of Florence», Church History XXIV: 291–323.
- Zenkovsky, Serge A (1957), «The ideology of the Denisov brothers», Harvard Slavic Studies III: 49–66.
- Zenkovsky, Serge A (1956), «The Old Believer Avvakum», Indiana Slavic Studies I: 1–51.
- Zenkovsky, Serge A (1967), Pan-Turkism and Islam in Russia, Harvard UP
- Zenkovsky, Serge A (1957), «The Russian Schism», Russian Review XVI: 37–58, doi:.