Συνθήκες της Ρώμης (1941)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Συνθήκες της Ρώμης του Μαΐου του 1941 υπεγράφησαν μεταξύ της Φασιστικής Ιταλίας του Μουσσολίνι και του νεοϊδρυθέντος Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας του Άντε Πάβελιτς και χρησίμευσαν για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δύο κρατών.

Πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύνορα του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας και περιοχές οι οποίες προσαρτήθηκαν από την Ιταλία βάσει των συμφωνιών του Μαΐου του 1941.

Κατά την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί επεχείρησαν να υποσκάψουν την γιουγκοσλαβική αντίσταση υποδαυλίζοντας τις εθνικιστικού χαρακτήρα διαφορές οι οποίες υφίσταντο εντός της χώρας. Στην Κροατία, οι Γερμανοί επεχείρησαν δίχως επιτυχία να λάβουν την υποστήριξη του σημαντικότερου πολιτικού παράγοντα του σημαντικότερου κόμματος της περιοχής, του Βλάντκο Μάτσεκ, ηγέτη του Κόμματος των Χωρικών της Κροατίας.[1] Εμπρός στην άρνηση του τελευταίου να ηγηθεί κυβέρνησης μαριονέτας θετικά διακείμενης προς τον Άξονα, ο Χίτλερ ενέκρινε τον ορισμό στο συγκεκριμένο αξίωμα του εξόριστου Άντε Πάβελιτς, ο οποίος μερικές ημέρες μόνον προ της μεταφοράς του στην Κροατία με τη βοήθεια της Ιταλίας αριθμούσε πάρα μόνο διακόσιους τριάντα υποστηρικτές οι οποίοι ήσαν συγκεντρωμένοι στην Πιστόια.[1] Η διακήρυξη της κροατικής ανεξαρτησίας πραγματοποιήθηκε από τον υπαρχηγό του Πάβελιτς, στο Ζάγκρεμπ, στις 10 Απριλίου 1941, ολίγο χρονικό διάστημα αφότου οι γιουγκοσλαβικές αρχές είχαν εγκαταλείψει την πόλη και οι Γερμανοί είχαν εισέλθει εντός αυτής.

Ο Άντε Πάβελιτς, πόγκλαβνικ της Κροατίας, συνοδευόμενος από τον Υπουργό Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερμανίας, Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, ο οποίος και τον υποστήριξε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεών του με τους Ιταλούς με απώτερο σκοπό τον περιορισμό της ιταλικής επιρροής εντός του νέου κράτους.

Οι Ιταλοί, έχοντας εδαφικές βλέψεις επί των δαλματικών ακτών,[1] ήσαν αρχικώς θετικοί στην παραχώρηση φαινομενικών εξουσιών στον Πάβελιτς ως αντάλλαγμα για την συγκατάθεση του τελευταίου στην παραχώρηση της Δαλματίας στην Ιταλίας.[1] Εμπρός στο συγκεκριμένο ενδεχόμενο, ο Πάβελιτς όχι μόνον αποδείχθηκε θετικά διακείμενος, αλλά, ταυτόχρονα, πρότεινε τη δυναστική ένωση μεταξύ των δύο κρατών, έχοντας ως απώτερο σκοπό την βελτίωση των ιταλοκροατικών σχέσεων.[1]

Παρά το γεγονός πως η γερμανική υποστήριξη προς τον Πάβελιτς φαινόταν ως επιτυχία της διπλωματίας του Μουσσολίνι, ωστόσο, εξαρχής, οι Ούστασε του Πάβελιτς εμφανίζονταν εχθρικοί απέναντι στους πρώην προστάτες τους και στα σχέδια προσάρτησής τους στην περιοχή της Αδριατικής.[1] Από την πλευρά τους, οι Γερμανοί ενεθάρρυναν την κροατική δυσαρέσκεια απέναντι στις ιταλικές εδαφικές διεκδικήσεις.[1]

Στις 21 Απριλίου 1941, έχοντας προηγουμένως καθυστερήσει την επισημοποίηση της παραχώρησης της περιοχής της Δαλματίας, ο Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερμανίας, Ρίμπεντροπ, εκδήλωσε την υποστήριξή του προς την ενσωμάτωση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης εντός του νέου κροατικού κράτους, καθώς και «σημαντικών τμημάτων» της Δαλματίας.[2] Οι διαπραγματεύσεις οι οποίες ακολούθησαν, κατά τη διάρκεια των οποίων η Κυβέρνηση του Πάβελιτς επανειλημμένα ζητούσε την γερμανική υποστήριξη με απώτερο σκοπό την αποτροπή της υλοποίησης των ιταλικών επιδιώξεων, αφορούσαν, μεταξύ άλλων, το κροατικό αίτημα σχετικά με την διατήρηση εντός των εδαφών της του συνόλου του Δαλματίας, του Σπλιτ (ιταλικά: Σπαλάτο), του Ντούμπροβνικ (ιταλικά: Ραγκούζα), καθώς και αριθμού νησιών της Αδριατικής Θάλασσας.[2]

Συμφωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα από μακράς χρονικής διάρκειας διαπραγματεύσεις, η Ιταλία πέτυχε να θέσει υπό τον έλεγχό της σημαντικό μέρος του εδάφους της Δαλματίας (εξαιρουμένου του Ντούμπροβνικ), ενσωματώνοντας, παράλληλα, δημογραφικό πληθυσμό αποτελούμενο από 280.000 Κροάτες, 90.000 Σέρβους, καθώς και 5.000 Ιταλούς.[2] Η μεταξύ των δύο πλευρών συμφωνία υπεγράφη στη Ρώμη, στις 18 Μαΐου 1941.[2]

Επακόλουθα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά το γεγονός πως οι μεταξύ των δύο πλευρών συμφωνίες φαινόταν να θέτουν τέλος στις διενέξεις μεταξύ των ιταλικών και κροατικών κυβερνήσεων, ωστόσο, απέτυχαν να θέσουν τέλος στις εδαφικής φύσεως διενέξεις μεταξύ των δύο πλευρών.[2] Οι διμερείς σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών εξακολούθησαν να είναι δυσχερείς, ενώ, παράλληλα, οι γερμανοϊταλικές σχέσεις επιδεινώθηκαν περαιτέρω, λόγω της γερμανικής υποστήριξης προς τις πολιτικές θέσεις του Πάβελιτς, εξαιτίας των γερμανικών συμφερόντων από την αποδυνάμωση της ιταλικής ισχύος στην περιοχή, καθώς και από την εκμετάλλευση των παραγόμενων πρώτων υλών από το νεοϊδρυθέν κράτος.[2][3] Το νεοϊδρυθέν κροατικό κράτος απώλεσε τον έλεγχο του πλέον εύπορου τμήματος της ακτογραμμής της Αδριατικής Θάλασσας, το οποίο και τέθηκε υπό τον έλεγχο της 2ης Ιταλικής Στρατιάς.[4]

Ενώσω οι Ιταλοί ανεπιτυχώς επιχειρούσαν να επιβάλουν μία νομισματική και τελωνειακή ένωση, την οποία απέρριπτε το Ζάγκρεμπ, ο Πάβελιτς, από την πλευρά του, επέβαλε εκ των πραγμάτων αποκλεισμό του Σπλιτ, ενθαρρύνοντας, παράλληλα, την συγκέντρωση Κροατών εθνικιστών στα εδάφη τα οποία είχαν τεθεί υπό τον έλεγχο της Ιταλίας.[3] Η παραχώρηση σημαντικού τμήματος των εδαφών της Δαλματίας είχε ως αποτέλεσμα την άνθηση του παρτιζάνικου κινήματος στην περιοχή, εις βάρος των Ούστασε, το οποίο εμφανιζόταν ως ένα κίνημα απελευθέρωσης της περιοχής από την ιταλική κατοχή.[5]

Έπειτα από την ιταλική συνθηκολόγηση κατά τη διάρκεια του Φθινοπώρου του 1943, ο Πάβελιτς προχώρησε επισήμως στην προσάρτηση των εδαφών τα οποία είχαν προηγουμένως παραχωρηθεί μέσω των συνθηκών του 1941, αν και επί της ουσίας τέθηκαν υπό γερμανικό έλεγχο.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Milazzo 2008, σελ. 6
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Milazzo 2008, σελ. 7
  3. 3,0 3,1 Milazzo 2008, σελ. 9
  4. Kisić Kolanović 2006, σελ. 474
  5. Kisić Kolanović 2006, σελ. 478

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]