Συζήτηση:Αποκοπή από τη Σκοπιά/Παράλληλα

Τα περιεχόμενα της σελίδας δεν υποστηρίζονται σε άλλες γλώσσες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Πρακτικές των Μαρτύρων του Ιεχωβά Αποκοπή από τη Σκοπιά Practices of Jehovah's Witnesses τεύχος της Σκοπιάς 15 Απριλίου 1988 σελ. 26 έως 31

Ένα άτομο θα μπορούσε να αποκοπεί από την εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά (πρακτική παρόμοια με τον «αφορισμό» άλλων εκκλησιών) λόγω χονδροειδούς παραβίασης των ηθικών προτύπων τους που στηρίζονται στην Αγία Γραφή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα εξής:

Πότε και πώς γίνεται[επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για την πρακτική των Μαρτύρων του Ιεχωβά να διώχνουν από τη θρησκεία τους οποιονδήποτε βαπτισμένο θεωρούν ότι αμάρτησε αμετανόητα για τα αμαρτήματα εκείνα που θεωρούν σοβαρά. Η αποκοπή επιβάλλεται από θρησκευτικό δικαστήριο που αποτελείται από πρεσβυτέρους των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και τελείται κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς ακροατήριο, εκτός αν κάποιος πρέπει να παρίσταται για να καταθέσει ως μάρτυρας.

Σοβαρά αμαρτήματα άξια αποκοπής, θεωρούνται η πορνεία με όλες τις υποκατηγορίες της, η ψευδορκία, η κλοπή, ο φόνος, η μετάγγιση αίματος εν γνώσει του ανθρώπου, (στον εαυτό του ή σε παιδί του), η στράτευση, η παρακολούθηση συνάξεων άλλης θρησκείας, η αντίρρηση ή αμφισβήτηση των βασικών δογμάτων και της εξουσίας που ασκεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά το Κυβερνών Σώμα, κλπ.

Disfellowshipping (excommunication)[επεξεργασία κώδικα]

All members are expected to abide by Bible requirements as understood by Jehovah's Witnesses, and serious violations of these requirements can result in disfellowshipping, or excommunication.

There are number of offenses, which can result in disfellowshipping. These include:

Until at least 1968, organ transplant was also a disfellowshipping offence, viewed by the Watchtower Society as cannibalism.

Οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας κάνουν προσπάθειες ώστε να επανέλθουν σε πνευματική υγεία τα άτομα που έσφαλαν. Αναγνωρίζουν ότι «όλοι έχουν αμαρτήσει και υστερούν ως προς τη δόξα του Θεού». (Ρωμαίους 3:23, ΜΝΚ, Κείμενο) Οι μετανοημένοι παραβάτες μπορούν να παραμείνουν συνήθως στην εκκλησία και να ωφεληθούν από το έλεος που τους δείχνεται. Πιστεύουν, επίσης, ότι οι πρεσβύτεροι έχουν Βιβλική ευθύνη να διατηρούν καθαρό από μομφή το όνομα του Ιεχωβά και να διατηρούν την εκκλησία καθαρή από κάθε αδικοπραγία. Εκείνοι που επιμένουν να ενεργούν με τέτοιο τρόπο κάνουν φανερό ότι δεν επιθυμούν στην πραγματικότητα να αποτελούν μέρος της Χριστιανικής εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

Η αποκοπή δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία, ακόμη και όταν ένα άτομο κατηγορείται για κάποιο από τα παραπάνω παραπτώματα. Τέτοιοι ισχυρισμοί θα πρέπει να στηρίζονται στη μαρτυρία δύο ατόμων (εκτός αν ομολογήσει με τη θέλησή του το άτομο που έσφαλε). Σε αυτές τις περιπτώσεις, μια επιτροπή πρεσβυτέρων εξετάζει τις απόδείξεις και εξετάζει αν το άτομο διέκοψε την αμφισβητούμενη πορεία του και μετανόησε. Αν διακρίνουν ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο, το άτομο κατά πάσα πιθανότητα αποκόπτεται.

[επεξεργασία κώδικα]

[επεξεργασία κώδικα]

Η αποκοπή, ισχύει για τον αμφισβητία βασικών δογμάτων της οργάνωσης, ακόμα και αν ΔΕΝ του δοθεί επιχειρηματολογία και απάντηση στα δόγματα στα οποία διαφωνεί ή αμφισβητεί. Οφείλει να τα αποδεχθεί χωρίς αντίρρηση, για να παραμείνει Μάρτυς του Ιεχωβά.

Ως κριτήρια αποκοπής, εξετάζονται η εμμονή (ή επανάληψη) του ανθρώπου σε κάποιο "αδίκημα", και το πόση δημοσιότητα έλαβε η πράξη, για το φόβο σκανδαλισμού κάποιων.

Αν αποφασισθεί η αποκοπή κάποιου, ο αποκομμένος έχει δικαίωμα να ζητήσει έφεση της υπόθεσής του, που συγκαλείται σε λίγες ημέρες, και διαπιστώνει απλώς αν οι διαδικασίες έγιναν με τον προβλεπόμενο τρόπο, ή όχι.

No individual arbitrarily determines that the practice of a particular sin requires disfellowshipping. Rather, this action is Scripturally required only when a member of the congregation unrepentantly engages in gross sins, such as those enumerated in the 5th chapter of First Corinthians. Thus, while a Christian may be disfellowshipped for practicing fornication, this occurs only if the individual refuses to accept the spiritual assistance of the elders and repent (evidenced by discontinuing the wrong conduct or their attitude toward it). A judicial committee (usually 3 elders) meets with the alleged offender, assesses whether a serious sin has been committed, and then decides whether the individual seems genuinely repentant. Elders are directed to take into account the personality of the individual rather than applying rigid determining factors for repentance.

Some reasons for disfellowshipping are not explicitly listed in the Bible, and are the Governing Body's interpretation of Bible-based principles (not rules or laws) for Christians. Gambling is one such area. The Bible does not contain an explicit condemnation of gambling even though it was a common practice in Christian times; however there are principles that apply for those who claim to worship him. For example, the prophet Isaiah wrote about those who are "setting in order a table for the god of Good Luck" as something detestable to Jehovah. (Isaiah 65:11) Such conduct is equivalent in the Governing Body's eyes to idolatry, something that is explicitly prohibited in the Bible. Therefore, the Witnesses believe that God hates practices that "promote a superstitious belief in luck" [3], or greediness, though it is difficult to see how many forms of forbidden gambling fall under these categories, such as using a free lottery ticket. Many Witnesses will nevertheless 'err on the side of caution,' choosing not to appear to approve of any practice which tacitly or actively promotes, or fails to condemn, gambling.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως όταν ένα άτομο δηλώνει με τη θέλησή του ή κάνει φανερό με τη διαγωγή του, ότι δεν επιθυμεί να ανήκει στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τότε προσδιορίζεται από την εκκλησία ως «αποσυνταυτισμένος», κατάσταση που ισοδυναμεί στην πράξη με την αποκοπή.

Αποσυνταύτιση[επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τους αποκομμένους, υπάρχει και η κατηγορία των Αποσυνταυτισμένων. Πρόκειται για ανθρώπους που για οποιονδήποτε λόγο επιθυμούν να μην ονομάζονται πλέον Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτοί πρέπει να υπογράψουν ένα χαρτί ότι πράγματι δεν επιθυμούν να είναι πλέον Μάρτυρες του Ιεχωβά, και από τη στιγμή εκείνη παύουν να είναι.

Η συμπεριφορά των Μαρτύρων του Ιεχωβά προς τους Αποσυνταυτισμένους, είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν προς τους Αποκομμένους, έστω και αν οι αποσυνταυτισμένοι δεν βαρύνονται με απολύτως καμία κατηγορία παραπτώματος. Το ότι υπήρξαν Μάρτυρες του Ιεχωβά και πλέον δεν είναι, είναι επαρκής κατηγορία για να θεωρηθούν ανάξιοι συναναστροφής, χαιρετισμού, συνομιλίας και σωτηρίας.

Μια ειδική κατηγορία Αποκομμένων ή Αποσυνταυτισμένων, είναι οι Αποστάτες από τη Σκοπιά. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν πιστεύουν πλέον στα δόγματα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και δεν επιθυμούν πλέον να επιστρέψουν, επειδή θεωρούν ότι βρήκαν κάτι σωστότερο.

Για τους ανθρώπους αυτούς υπάρχει ειδική υπόδειξη της οργάνωσης της Σκοπιάς, με τακτικότατα άρθρα στα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, να είναι όσο το δυνατόν πιο απομονωμένοι από τα μέλη τους.

Αν κάποιος χαρακτηρισμένος "Αποστάτης" δραστηριοποιείται με δημοσιεύσεις ή ευαγγελισμό της πίστης του μεταξύ των Μαρτύρων του Ιεχωβά (κρυφά φυσικά), τότε στις συνάξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά γίνεται ανάγνωση ειδικών επιστολών (από την ηγεσία) γι' αυτόν ονομαστικά, ώστε να τον αποφεύγουν όσο το δυνατόν περισσότερο, και να μη συζητήσουν μαζί του, ή να μη δουν τα όσα δημοσιεύει.

Όταν ο Αποστάτης, λάμβανε άρτο και οίνο στις ετήσιες εορτές της Ανάμνησης των Μαρτύρων του Ιεχωβά όταν ήταν μέλος τους, και μετά αποστατήσει (=αποστασιοποιηθεί) από αυτούς για δογματικούς λόγους, χαρακτηρίζεται επιπλέον και "Πονηρός Δούλος", καθώς οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τον τοποθετούν σε ειδική κατηγορία "αγίου που ξέπεσε".

If a baptised Witness begins to teach doctrines contrary to the organisation's interpretation of the Bible it is grounds for disfellowshipping for apostasy. Far more extreme, however, is that, according to a letter dated 1 September 1980 from the Watchtower Society to all Circuit and District overseers, anyone who "merely disagrees in thought with any of the Watch Tower Society's teachings is committing apostasy and is liable for disfellowshipping." (See Franz, Raymond. Crisis of Conscience. 4th ed. Atlanta: Commentary Press, 2004. pp. 341-2. ISBN 0-914675-24-9)

Jehovah's Witnesses, particularly their leadership, believe that in becoming a member, a person voluntarily accepts to be perpetually bound to accept whatever is taught, including new or changed teachings that occur after their baptism, as well as information that they later, through further research, believe to be inconsistent. Immediately before baptism, baptismal candidates are asked the question, "Do you understand that your dedication and baptism identify you as one of Jehovah's Witnesses in association with God's spirit-directed organization?" Following this, it is suggested that any deviation from accepting Jehovah's Witness teachings may be viewed as apostasy, and subject to disfellowshipping. (However, it is disputed whether such voluntary acceptance of all future or further-researched teachings is valid, as the baptismal question relies on the assertion that the organization is indeed "spirit-directed", which specifically becomes subject to doubt if the doctrines on which the belief of "spirit-direction" is based come under question.)

One needs to make oneself familiar with the Witnesses' application of Bible principles to understand whether or not they may be subject to disfellowshipping or reproval. As the understanding changes over time things that have been reasons at one time are no longer reasons at another time, such as organ transplants. The congregation elders try to help erring ones be restored to spiritual health. They recognize that "all have sinned and fall short of the glory of God." (Romans 3:23). Repentant wrongdoers can often remain in the congregation. Elders also believe they have a scriptural obligation to uphold Jehovah's reputation and keep the congregation clean of wrong conduct. Individuals that continue to practice such things show by their conduct that they do not really want to be a part of the congregation of Jehovah's Witnesses.

Disfellowshipping is not automatic, even when a person is accused of one of the above transgressions. In serious judicial matters, Jehovah's Witnesses apply the biblical principle from Deuteronomy 17:6 that accusations must be substantiated by at least two witnesses, unless the person confesses voluntarily (which has sometimes created serious difficulties in regards to cases involving child abuse and has been a cause for negative publicity). In these cases, a committee of elders examines the evidence and seeks to determine whether the person has ceased the questionable activity and repented. If the individual has repented though evidence or testimony or an admission of guilt determines that a scriptural law was broken, the individual could then be either publicly or privately reproved. If that is not the case, the person is likely to be disfellowshipped. A person can appeal a decision to disfellowship him if he believes that a serious error in judgment has been made. Requests for appeal must be made in writing and within seven days of the decision of the judicial committee. Some figures state tens of thousands are disfellowshipped each year worldwide, with a greater proportion simply being reproved and being placed on restrictions limiting privileges they exercise within the congregation. A significant percentage of those disfellowshipped each year are reinstated with 6 months to 3 years of the judicial action.

Sometimes Jehovah's Witnesses will class someone as "disassociated" if they have practiced the conduct mentioned and a judicial hearing is not possible.

Παλαιότερα η εταιρία Σκοπιά απέκοπτε και ανθρώπους αβάπτιστους σε αυτή, που απλώς έδιναν στην οργάνωση δελτίο έργου, δηλαδή περιοδική στατιστική των ευαγγελιστικών τους δραστηριοτήτων. Αλλά αργότερα περιορίσθηκε μόνο στους βαπτισμένους. In the past, unbaptized active members of Jehovah's Witnesses were disciplined in a practice similar to disfellowshipping which was termed disassociation. This practice has changed and shunning is no longer practiced towards such persons, though the normal standard of 'bad association' still applies.

Διακοπή της επικοινωνίας με τους αποκομμένους[επεξεργασία κώδικα]

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διακόπτουν την επικοινωνία τους με άτομα που έχουν «αποκοπεί» ή «αποσυνταυτιστεί» για διάφορους λόγους:

  • Κατά την άποψή τους, η παραβίαση των ηθικών προτύπων της Αγίας Γραφής μέσα στις τάξεις τους θα επέφερε μομφή στο όνομα του Θεού και στην οργάνωση.
  • Η διακοπή της επικοινωνίας με αυτά τα άτομα διατηρεί την εκκλησία καθαρή από πιθανές πηγές διαφθοράς για τα υπόλοιπα μέλη της εκκλησίας. Σύμφωνα με την Βιβλική κατανόησή τους, αυτά τα άτομα αποτελούν το «προζύμι» που αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην 1 Κορινθίους 5:6-8 (Κείμενο).
  • Ελπίζουν ότι ένα τόσο σοβαρό μέτρο θα υποκινήσει το άτομο που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση να επανεξετάσει το δρόμο που ακολουθεί, θα μετανοήσει και θα επιστρέψει στην εκκλησία, σύμφωνα με την κατανόηση που έχουν για τα εδάφια 2 Κορινθίους 2:6, 7 (Κείμενο).

Shunning[επεξεργασία κώδικα]

Jehovah's Witnesses practice shunning (ignoring) after disfellowshipping and disassociation because they believe that:

  • to tolerate violations of the Bible's standards in their ranks would bring reproach on God's name and organization.
  • shunning keeps the congregation free of possible corrosive influences (leaven, as the Apostle Paul calls it in 1 Corinthians 5:6-8,10-13; 2 John 10,11)
  • there is hope that such a serious measure will motivate the person in question to re-evaluate his course of action, repent and rejoin the organisation. (2 Corinthians 2:6,7)

Shunning is also practised when written letters of disassociation have been submitted by an individual, or if it is believed that a person has disassociated by their actions, such as by attending another religion's services; thus Jehovah's Witnesses refer to these as "disassociated".

In either case ("disfellowshipping" or "disassociating"), an announcement is made at the Kingdom Hall that "[name] is no longer one of Jehovah's Witnesses." Congregation members are not informed whether a person is being shunned due to "disfellowshipping" or "disassociation", or on what grounds. Formerly, the congregation was informed that a former member was either "disassociated" or "disfellowshipped". There has been speculation by former members that this change was introduced to make it less apparent that many are "disassociating" due to doctrinal inconsistencies, in an effort to minimize further members questioning Witness doctrines.

Η διακοπή της επικοινωνίας, όπως την εφαρμόζουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, δεν έχει τόσο έντονη μορφή σε σύγκριση με την εφαρμογή της «αποκοπής» από το παλιό τάγμα των Μεννονιτών. Καθώς η κοινωνική ζωή των Μαρτύρων περιστρέφεται κυρίως γύρω από τους ομοπίστους τους, η διακοπή της επικοινωνίας με τα αποκομμένα άτομα μπορεί να απομονώσει το πρώην μέλος με έναν πολύ ισχυρό τρόπο. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν θεωρούν ότι τα μέλη της οικογένειας που ζουν στο ίδιο σπίτι με το αποκομμένο άτομο θα πρέπει να διακόψουν την επικοινωνία μαζί του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, διατηρούνται οι καθημερινές σχέσεις και οι οικογενειακοί δεσμοί όπως και προηγουμένως, με τη διαφορά ότι τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που είναι Μάρτυρες δεν συμμετέχουν στη μελέτη της Αγίας Γραφής, στην προσευχή ή σε συζητήσεις σχετικά με θέματα της πίστης με το αποκομμένο μέλος.

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν ενθαρρύνονται ώστε να συναναστρέφονται με αποκομμένα μέλη της οικογένειάς τους που δεν ζουν πλέον στο ίδιο σπίτι, αν και μπορούν να έρχονται σε επαφή για αναγακαία ζητήματα όπως για παράδειγμα η συζήτηση οικογενειακών ζητημάτων ή η φροντίδα ηλικιωμένων γονέων που έχουν αποκοπεί.

Ο άνθρωπος που αποκόπτεται, δεν θεωρείται πλέον Μάρτυς του Ιεχωβά από τους πρώην ομοπίστους του, και δεν μπορεί να συμμετέχει στις δραστηριότητες της οργάνωσης.

Αν δείξει σημάδια μετανοίας, μπορεί να του επιτραπεί να παρακολουθεί τις συνάξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά χωρίς να συμμετέχει, και χωρίς να μιλάει, ούτε να του μιλά κανένας τους. Εξαίρεση αποτελούν κάποιοι πρεσβύτεροι, που έρχονται κατά καιρούς σε συνδιαλαγή μαζί του, ή τον ελέγχουν αν είναι έτοιμος για επανένταξη. Μια τέτοια επαφή Πρεσβυτέρων όμως με ανθρώπους που αποκόπηκαν με την κατηγορία της Αποστασίας από τη Σκοπιά, δεν συνηθίζεται, αντιθέτως αποφεύγεται.

Επίσης, απαγορεύεται στους άλλους να χαιρετούν έναν αποκομμένο, και να του μιλούν ακόμα. Δεν μπορούν να κάνουν παρέα μαζί του, να τρώνε μαζί του, να τον επισκέπτονται, ή να έχουν οποιαδήποτε άλλη κοινωνική επαφή. Ακόμα και σε θέματα εργασίας, (όσο περνάει από το χέρι του Μάρτυρα του Ιεχωβά), θα πρέπει να αποφεύγει τις εργασιακές σχέσεις με έναν αποκομμένο.

Εάν ο Αποκομμένος είναι συγγενής, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν δικαίωμα να του μιλούν και να τον επισκέπτονται ΜΟΝΟ όταν βρίσκονται στο ίδιο σπίτι. Αν ο συγγενής τους βρίσκεται σε άλλο σπίτι, οφείλουν να τον αποφεύγουν, έστω και αν είναι συγγενής πρώτου βαθμού, όπως γονέας ή παιδιά.

Εάν ο Αποκομμένος βρίσκεται στο ίδιο σπίτι, οι επαφές και συνομιλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά μαζί του, θα πρέπει να περιορίζονται σε οτιδήποτε άλλο, εκτός από θρησκευτική συζήτηση, έστω και αν αυτός είναι γονέας ή παιδί του Μάρτυρα.

Shunning, as practiced by the Witnesses, takes a less extreme form than that of the Old Order Amish. However, because Witnesses' social life generally revolves around association with fellow believers, being shunned can isolate a member in a very powerful way. Being disfellowshipped can be devastating if everyone in a member's social circle participates in the shunning. Witnesses are expected to shun family members, except those living in the same household. In this case, social contact and normal family ties continue as before, with the exception that the remaining Witness members of the family will not share in Bible study, prayer, or discussions of faith-related matters with the disfellowshipped member.

Once the person has moved out from home shunning is generally practiced. The organization discourages association with disfellowshipped family members living outside the home, but recognizes the need for a certain degree of contact, for instance, to discuss necessary family business, or to provide care for aged parents who are disfellowshipped. In practice, most disfellowshipped persons continue to have a limited degree of association with family members who remain in the organization.

A Witness can even be disfellowshipped for certain kinds of association with close relatives, as described in the guidebook given to elders, "Pay Attention to Yourselves and all the Flock" p.103, "Normally, a close relative would not be disfellowshipped for associating with a disfellowshipped person unless there is spiritual association or an effort made to justify or excuse the wrongful course." The 15 September 1981 Watchtower provides the basis for Judicial practices regarding communication with family members. If the family member lives outside the home, this Watchtower limits such communication to "care of necessary family matters" and states that family members "should strive to avoid needless association." Pay Attention references this 1981 Watchtower as its only source, outside the Bible, for guidance on this matter ("Watchtower 1 September 1981 pages 20-31"; Pay Attention p. 103)

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υποδεικνύουν εδάφια της Αγίας Γραφής για να υποστηρίξουν την πρακτική που έχουν να αποκόπτουν τα αμετανόητα μέλη που έχουν διαπράξει κάποια παράβαση, όπως τα εδάφια 1 Κορινθίους 5:10-13 (ΜΝΚ), όπου αναφέρεται: «Σας γράφω να πάψετε να συναναστρέφεστε με οποιονδήποτε αποκαλείται αδελφός ο οποίος είναι πόρνος ή άπληστος ή ειδωλολάτρης ή υβριστής ή μέθυσος ή άρπαγας, μάλιστα ούτε καν να τρώτε με τέτοιον άνθρωπο. ...Να απομακρύνετε τον πονηρό άνθρωπο από ανάμεσά σας». (Κείμενο) Μια άλλη Βιβλική περικοπή που θεωρούν ότι αποτελεί βάση για αυτή την πρακτική τους είναι τα εδάφια 2 Ιωάννη 10, 11 (ΜΝΚ): «Αν κάποιος έρχεται σε εσάς και δεν φέρνει αυτή τη διδασκαλία, να μην τον δέχεστε στα σπίτια σας ούτε να του λέτε χαιρετισμό. Διότι αυτός που του λέει χαιρετισμό είναι συμμέτοχος στα πονηρά του έργα». (Κείμενο)

Οποιοσδήποτε Μάρτυρας του Ιεχωβά συλληφθεί να μην τηρεί την εντολή απομάκρυνσης και μη συνομιλίας με Αποκομμένους, αρχικά επιπλήττεται από τους Πρεσβυτέρους, και αν συνεχίσει περνάει από δικαστική επιτροπή, (θρησκευτικό δικαστήριο), αντιμετωπίζοντας και ο ίδιος την ποινή της Αποκοπής, αν συνεχίσει να μην υπακούει στην εντολή αυτή της Οργάνωσης.

Elder are instructed to "remove unrepentant wrongdoers." (Pay Attention Unit 5(a) p. 92) Failure to adhere to the guidelines on shunning is considered wrongdoing. It is the practice of Jehovah's Witnesses to disfellowship individuals who do not repent after associating with an expelled person. It is believed that such persons, by "speaking to or associating with a disfellowshipped or disassociated person," have made themselves "a sharer in his wicked works." (Pay Attention Unit 5(a) p. 103)

Ο αποκομμένος κατά την πίστη των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αν πεθάνει, ή αν έρθει ο Αρμαγεδώνας, (που κατά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι το τέλος του παρόντος συστήματος), και τον βρει εκτός οργάνωσης, θα πεθάνει, χωρίς δικαίωμα ανάστασης. Για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά λοιπόν, η αποκοπή, ισοδυναμεί με θανατική εκτέλεση του πρώην μέλους τους, καθώς τον θέτουν με αυτήν εκτός ελπίδας σωτηρίας.

θα έπρεπε να λάβουν μέρος στη δίκαιη εκτέλεσή του.....

... Οι συγγενείς που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την προειδοποίηση του Θεού πέθαναν μαζί με τους στασιαστές. Αλλά μερικοί από τους συγγενείς του Κορέ σοφά προτίμησαν να μείνουν όσιοι στον Ιεχωβά, πράγμα που έσωσε τη ζωή τους και τους οδήγησε σε μελλοντικές ευλογίες...

Η εκκοπή από τη Χριστιανική εκκλησία δεν περιλαμβάνει άμεσο θάνατο, και γι' αυτό οι οικογενειακοί δεσμοί εξακολουθούν να υφίστανται...

Επανένταξη μετά από αποκοπή[επεξεργασία κώδικα]

Η αποκοπή δεν είναι απαραίτητα μόνιμη. Εάν ένα αποκομμένο άτομο μετανοήσει από την προηγούμενη διαγωγή του, μπορεί να γίνει αποδεκτός στην εκκλησία. Δεν απαιτείται να παρέλθει κάποια προκαθορισμένη χρονική περίοδος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, περνούν τουλάχιστον έξι μήνες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, αρκετά μεγαλύτερο διάστημα. Οι στατιστικές δείχνουν ότι περίπου το ένα τρίτο από αυτούς που αποκόπτονται τελικά επιστρέφουν στην εκκλησία.

Η αποκοπή δεν είναι απαραίτητα μόνιμη. Εάν ένα αποκομμένο άτομο μετανοήσει από την προηγούμενη διαγωγή του, μπορεί να γίνει αποδεκτός στην εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Δεν υπάρχει καθορισμένη χρονική περίοδος για να συμβεί αυτό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, περνούν τουλάχιστο έξι μήνες, και σε αρκετές περιπτώσεις, αρκετά μεγαλύτερος καιρός. Οι στατιστικές δείχνουν ότι περίπου το ένα τρίτο από αυτούς που αποκόπτονται τελικά επιστρέφουν στην εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

Αυτοί που δεν επιστρέφουν, παραμένουν εφ' όρου ζωής απόβλητοι και απαγορευμένη συναναστροφή για τους υπόλοιπους.

Reinstatement after disfellowshipping[επεξεργασία κώδικα]

Disfellowshipping is not necessarily permanent. If a disfellowshipped person repents of his former conduct, he may be reinstated into the congregation. No specific period of time is prescribed before this can happen; in most cases, at least six months pass, in many cases, considerably longer. Statistics appear to show that about one third of those disfellowshipped eventually return to the group.

Note that if Witness policy changes result in previously forbidden acts no longer being cause for disfellowshipping, those individuals disfellowshipped for the act are not automatically reinstated. An individual is disfellowshipped because his or her actions and/or attitude demonstrate that he or she is unrepentant, not simply because the individual has been found by the congregation to have committed a serious sin. Their repentance (or the lack thereof) is the real issue, not a change in policy. Because of the intangibleness of this stance, members must acquiesce with any rule about any particular act being classed as a 'serious sin' or face a judicial committee

Τον Φεβρουάριο του 1987, το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. υπερασπίστηκε το δικαίωμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά να αποκόπτουν τα μέλη που αποτυγχάνουν να ζήσουν σε αρμονία με τα πρότυπα και τις δοξασίες τους. Με αυτή την απόφαση, επικύρωσε την απόφαση ομοσπονδιακού περιφερειακού δικαστηρίου. Η απόφαση ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Λόγω του γεγονότος ότι η τακτική του αποκλεισμού από τη συναναστροφή αποτελεί μέρος της πίστης των Μαρτύρων του Ιεχωβά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πρόβλεψη του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών περί 'ελεύθερης άσκησης'... αποκλείει την επικράτηση των θέσεων (της ενάγουσας). Οι εναγόμενοι (Μάρτυρες του Ιεχωβά) έχουν το συνταγματικά διασφαλισμένο δικαίωμα να ακολουθούν την τακτική του αποκλεισμού από τη συναναστροφή. Σύμφωνα με τα παραπάνω, επικυρώνουμε (την προηγούμενη απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου). ... Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ακολουθούν την τακτική του αποκλεισμού από τη συναναστροφή σύμφωνα με τον τρόπο που αυτοί ερμηνεύουν το κείμενο των εκκλησιαστικών κανόνων και δεν ανήκει στη δική μας δικαιοδοσία να επανερμηνεύσουμε αυτό το κείμενο. ... Οι εναγόμενοι έχουν το δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. ... Τα δικαστήρια γενικά δεν ερευνούν σε βάθος τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη (ή στα πρώην μέλη) κάποιας εκκλησίας. Στις εκκλησίες έχει παρασχεθεί μεγάλος βαθμός ελευθερίας, όταν πρόκειται για την επιβολή πειθαρχικών μέτρων στα μέλη τους ή στα πρώην μέλη τους. Συμφωνούμε με την άποψη του δικαστή Τζάκσον (τέως δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α.) ότι οι 'θρησκευτικές ενέργειες που αφορούν αποκλειστικά τα μέλη κάποιας πίστης είναι και θα πρέπει να είναι ελεύθερες-θα πρέπει να τους παρέχεται ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός απόλυτης ελευθερίας'. ... Τα μέλη της Εκκλησίας την οποία (η ενάγουσα) αποφάσισε να εγκαταλείψει, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν επιθυμούν πλέον να την συναναστρέφονται. Φρονούμε ότι αυτά τα μέλη είναι ελεύθερα να κάνουν αυτή την εκλογή». Το εφετείο αναγνώρισε ότι ακόμα και αν η γυναίκα αυτή αισθανόταν κατάθλιψη εξαιτίας του γεγονότος ότι οι πρώην γνωστοί της δεν ήθελαν να της μιλήσουν, «η χορήγηση αποζημίωσης για απροσδιόριστες ή για συναισθηματικές βλάβες, θα περιόριζε αντισυνταγματικά την ελεύθερη άσκηση της θρησκείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά ... Το συνταγματικά διασφαλισμένο δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης της θρησκείας απαιτεί όπως η κοινωνία δείχνει ανεκτικότητα στο είδος των συνεπειών που υπέφερε (η ενάγουσα), θεωρώντας τις ως τίμημα που αξίζει να καταβληθεί προκειμένου να διαφυλαχθεί το δικαίωμα που έχουν όλοι οι πολίτες να διαφέρουν θρησκευτικά». (Απόφαση 819 F.2d 875, 9th Cir. 1987) Αυτή η απόφαση έχει αποκτήσει πλέον ακόμη μεγαλύτερο κύρος απ' όσο είχε όταν εκδόθηκε καθώς η ενάγουσα αργότερα προσέφυγε στο ανώτατο δικαστήριο των Η.Π.Α. για να εξεταστεί η υπόθεση και ενδεχομένως να αναθεωρηθεί η απόφαση που είχε βγει εις βάρος της. Αλλά το Νοέμβριο του 1987, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών απέρριψε την προσφυγή της.

Για μια πιο λεπτομερή ανάλυση της πρακτικής αυτής κατά την άποψη των Μαρτύρων του Ιεχωβά, βλέπε άρθρο στην επίσημη ιστοσελίδα των Μαρτύρων του Ιεχωβά(στην αγγλική).

Legal opinion of the practice[επεξεργασία κώδικα]

In February 1987, the U.S. Supreme Court upheld the Witnesses' right to disfellowship those who fail to live by the group's standards and doctrines. In so deciding, it upheld the ruling of a lower court that: "Shunning is a practice engaged in by Jehovah's Witnesses pursuant to their interpretation of canonical text, and we are not free to reinterpret that text . . . The defendants are entitled to the free exercise of their religious beliefs . . . The members of the Church [she] decided to abandon have concluded that they no longer want to associate with her. We hold that they are free to make that choice."

For a detailed explanation of the practise from a Witness viewpoint, see the Official Watchtower Website.