Αποκοπή από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αποκοπή από τη Σκοπιά)

Ο όρος αποκοπή αποτελεί θρησκευτική ποινή (μτφρ. του αγγλ. disfellowship) και χρησιμοποιείται από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά για να δηλώσει την επίσημη πράξη διά της οποίας ένα άτομο παύει να αποτελεί μέλος της παγκόσμιας εκκλησίας τους λόγω χονδροειδούς παράβασης των κατ' αυτούς θεμελιωδών αρχών της Αγίας Γραφής για τους Χριστιανούς. Η αποκοπή τίθεται σε ισχύ με απόφαση του πρεσβυτερίου της εκκλησίας στην οποία ανήκε το πρώην μέλος και αποτελεί ποινή που αποφασίζεται κατόπιν δικαστικής διαδικασίας από την οποία καταδείχθηκε πως ο παραβάτης είναι αμετανόητος. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούν ότι το μέτρο της αποκοπής και ο τρόπος εφαρμογής της βασίζεται στην Αγία Γραφή και αποσκοπεί αφενός στην προστασία της εκκλησίας και αφετέρου στη διαπαιδαγώγηση του αμετανόητου παραβάτη.

Παρόμοιες πρακτικές χρησιμοποιούνται από πολλές κοινωνικές ομάδες. Για τις θρησκευτικές ομάδες, χριστιανικές και μη, βλέπε το λήμμα αφορισμός.

Πότε και πώς γίνεται[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης ενός ζητήματος αδικοπραγίας δύο ή τρία μέλη του πρεσβυτερίου της τοπικής εκκλησίας εξετάζουν κατά πόσο υφίσταται όντως κάποια χονδροειδής παράβαση των χριστιανικών αρχών που εκτίθενται στην Αγία Γραφή. Κατά βάσιν, τέτοιες χονδροειδείς παραβάσεις των χριστιανικών αρχών αποτελούν τα ανομήματα που απαριθμεί ο απόστολος Παύλος στην περικοπή 1 Κορινθίους 6:11, 12: «Δεν ξέρετε ότι οι άδικοι δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού; Μην πλανάστε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτρες ούτε μοιχοί ούτε θηλυπρεπείς ομοφυλόφιλοι ούτε αρσενοκοίτες ομοφυλόφιλοι ούτε κλέφτες ούτε πλεονέκτες ούτε μέθυσοι ούτε υβριστές ούτε άρπαγες δε θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού».[1] Σε άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης ως θεμελιώδεις αρχές αναφέρονται η "αποχή από αίμα" (Πράξεις 15:29) —η οποία κατά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά περιλαμβάνει και θεραπευτικές αγωγές που κάνουν χρήση πλήρους αίματος—, η διατήρηση της σωματικής και πνευματικής καθαρότητας (1 Κορινθίους 7:1) —η οποία κατά τους Μάρτυρες περιλαμβάνει την αποχή από τη χρήση καπνού και ναρκωτικών[2]—, η μη πρόκληση διαιρέσεων μέσα στην εκκλησία (Γαλάτες 5:20) ή η αποχή από συγκριτιστικές πράξεις, όπως είναι η συμμετοχή σε τελετές άλλης θρησκείας (2 Κορινθίους 6:15-17).

Εφόσον τεκμηριωθεί το ζήτημα, το πρεσβυτέριο συστήνει μια ολιγομελή δικαστική επιτροπή με σκοπό να διαπιστώσει αν ο παραβάτης έχει αντιληφθεί το ζήτημα και επιζητεί την μετάνοια και να του δοθεί πνευματική υποβοήθηση μέσω των Γραφών με ηπιότητα και καλοσύνη. (2 Τιμόθεο 2:24-26) Αν γίνει φανερό ότι ο παραβάτης κάνει έκδηλη τη γνήσια μεταμέλειά του, δεν αποκόπτεται από την εκκλησία αλλά γίνονται εντατικές προσπάθειες για την ενίσχυση του χριστιανικού του φρονήματος, την αποκατάσταση της σχέσης του με τον Ιεχωβά και την απόρριψη της πορείας που οδήγησε στο χονδροειδές παράπτωμα. Στην περίπτωση που κριθεί ότι ο παραβάτης δεν δέχεται τη βοήθεια που του παρέχουν οι πρεσβύτεροι για πνευματική ανάρρωση ή δεν παρουσιάζει σημεία μετάνοιας και διάθεσης για διόρθωση (κάτι που θα μπορούσε λ.χ. να υποδηλωθεί από την επανάληψη της παράβασης ή από τη συστηματική προσπάθεια συγκάλυψής της), αποφασίζεται η αποκοπή του από το σώμα της εκκλησίας. Στην απόφαση για αποκοπή μπορεί να συνυπολογισθεί και ο σκανδαλισμός που ίσως έχει προκληθεί. Οι κανόνες που διέπουν την όλη διαδικασία αποσκοπούν στη στοργική φροντίδα "του ποιμνίου του Θεού". (1 Πέτρου 5:1-3)

Αν αποφασισθεί η αποκοπή ενός μέλους, το ίδιο το άτομο έχει δικαίωμα να ζητήσει έφεση της υπόθεσής του, οπότε σχηματίζεται νέα επιτροπή από διαφορετικούς πρεσβυτέρους μέσα σε διάστημα λίγων ημερών και η υπόθεση επανεξετάζεται.

Εφόσον αποφασιστεί η αποκοπή, η εκκλησία του ατόμου ενημερώνεται με μια σύντομη ανακοίνωση ότι το άτομο δεν είναι πλέον Μάρτυρας του Ιεχωβά. Επίσης, ενημερώνεται η κεντρική εκκλησία της χώρας για την απόφαση αυτή. Το αποκομμένο άτομο δεν θεωρείται πλέον Μάρτυρας του Ιεχωβά και δεν μπορεί να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές δραστηριότητες. Επίσης, τα μέλη της εκκλησίας διακόπτουν τις επαφές με το άτομο που έχει αποκοπεί ούτε έχουν κάποια άλλη κοινωνική επαφή μαζί του.

Όπως συμβαίνει με οποιονδήποτε το επιθυμεί, το αποκομμένο άτομο μπορεί να παρακολουθεί τις συνάξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά χωρίς να συμμετέχει και να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με τα υπόλοιπα μέλη της εκκλησίας. Καθώς η αποκοπή δεν είναι απαραίτητα μόνιμη, υπάρχει η πρόνοια ώστε κατά περιόδους οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας να έρχονται σε επαφή με το άτομο που έχει απομακρυνθεί ώστε —αν το επιθυμεί το ίδιο το άτομο— να του δοθεί βοήθεια και να επανενταχθεί στην εκκλησία. Εάν ένα αποκομμένο άτομο μετανοήσει ειλικρινά από την προηγούμενη διαγωγή του, μπορεί να γίνει αποδεκτό από την εκκλησία και να αποκατασταθεί όπως προηγουμένως. (Λουκάς 15:11-32) Δεν υπάρχει καθορισμένη χρονική περίοδος για να συμβεί αυτό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, περνούν τουλάχιστον έξι μήνες, και σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη περισσότερος καιρός.

Εάν το αποκομμένο άτομο είναι συγγενής, τα μέλη του σπιτικού του που είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά μπορούν να έχουν τις φυσιολογικές οικογενειακές σχέσεις, αλλά όχι συζητήσεις θρησκευτικού περιεχομένου μαζί του. Στην περίπτωση που ο συγγενής δεν διαμένει στο ίδιο σπίτι, αποφεύγουν τις σχέσεις μαζί του καθώς οι στενές επαφές μαζί του θα έθεταν σε κίνδυνο και τη δική τους πίστη. Οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας παρέχουν πνευματική βοήθεια σε περίπτωση που συγγενείς ή άλλα μέλη της εκκλησίας δεν ανταποκρίνονται στη Βιβλική απαίτηση ώστε να αποφεύγουν το πρώην μέλος της εκκλησίας.

Αποσυνταύτιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με την αποκοπή, που αποφασίζεται από τους πρεσβυτέρους, ως "αποσυνταύτιση" ορίζεται η εθελούσια αποποίηση της ιδιότητας κάποιου ως Μάρτυρα του Ιεχωβά, κάτι που μπορεί να γίνει είτε με δήλωση του ατόμου είτε με τον τρόπο της ζωής του. Η στάση της εκκλησίας προς τους αποσυνταυτισμένους είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν προς τους αποκομμένους.


Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το απόσπασμα είναι από τη Μεταγλώττιση της Καινής Διαθήκης (3η έκδοση) του Δρ. Σπυρίδωνα Κάραλη, 2004.
  2. Ως ναρκωτικά εννούνται οι ουσίες που δεν χορηγούνται για ιατρικούς σκοπούς.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]