Στην κόψη του ξυραφιού (μυθιστόρημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στην κόψη του ξυραφιού
ΣυγγραφέαςΟυίλιαμ Σόμερσετ Μομ[1][2]
ΤίτλοςThe Razor’s Edge[2]
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1944[1]
Ημερομηνία δημοσίευσης1944[1][2]
Μορφήμυθιστόρημα[1][2]
LΤ ID7947

Στην κόψη του ξυραφιού (αγγλικός τίτλος: The Razor's Edge) είναι μυθιστόρημα του Σόμερσετ Μομ που δημοσιεύθηκε το 1944. Ο τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από ένα απόσπασμα του ινδουιστικού ιερού κειμένου Κάθα Ουπανισάντ[3]: «Σηκωθείτε, ξυπνήστε, αναζητήστε τους σοφούς και συνειδητοποιήστε. Το μονοπάτι είναι δύσκολο να διασχιστεί σαν την ακονισμένη κόψη του ξυραφιού.»

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο Σικάγο, το Παρίσι και την Ινδία τις δεκαετίες του 1920 και του '30 και αφηγείται την ιστορία του Λάρι Ντάρελ, ενός Αμερικανού πιλότου τραυματισμένου από τις εμπειρίες του στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, που όταν επιστρέφει στο σπίτι του στο τέλος του πολέμου, βρίσκεται αντιμέτωπος με υπαρξιακά ερωτήματα και αρνείται να συμμορφωθεί με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Η αναζήτηση απαντήσεων τον μεταφέρει σε όλη την Ευρώπη και στην Ινδία, όπου βρίσκει μια αίσθηση ολοκλήρωσης στην ανατολική φιλοσοφία. Οι αναζητήσεις του ήρωα βασίζονται στις εμπειρίες του ίδιου του Σόμερσετ Μομ στην Ινδία που εκφράζει πολλές από τις σκέψεις και προβληματισμούς του για τη θρησκεία.[4]

Ο Σόμερσετ Μομ ήταν ένας από τους πιο παραγωγικούς και ακριβοπληρωμένους συγγραφείς της εποχής του, τόσο ως θεατρικός συγγραφέας όσο και ως μυθιστοριογράφος. Το χάρισμά του ως συγγραφέα ήταν η ικανότητά του να κάνει τον αναγνώστη να αντιμετωπίσει τους χαρακτήρες του με την ίδια σαφήνεια και συμπόνια που τους σκιαγραφούσε ο ίδιος. Στο μυθιστόρημα, ο Μομ εμφανίζεται ως συγγραφέας, αφηγητής και συμμετέχει στη δράση, χρησιμοποιώντας την ιστορία ως όχημα για να εξερευνήσει τις αντικρουόμενες ιδεολογίες των ηρώων του στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν το νόημα της ζωής μεταξύ υλισμού και πνευματικότητας.[5]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μομ αρχίζει χαρακτηρίζοντας την ιστορία του όχι ως μυθιστόρημα αλλά ως μια αληθινή ιστορία και συμμετέχει ο ίδιος ως αφηγητής και δευτερεύων χαρακτήρας.[6]

Πληγωμένος και τραυματισμένος από τον θάνατο ενός συντρόφου του στον πόλεμο, ο Λάρι επιστρέφει στο Σικάγο και την αρραβωνιαστικιά του Ίζαμπελ Μπράντλεϊ, όπου ανακοινώνει σ'αυτήν και στη μεγαλοαστική οικογένειά της ότι δεν σκοπεύει να εργασθεί αλλά θα ζήσει από τη μικρή του κληρονομιά. Θέλει να καθυστερήσει το γάμο τους και αρνείται να αναλάβει μια εργασία ως χρηματιστής που του πρόσφερε ο Χένρι Ματιούριν, ο πατέρας του καλύτερου φίλου του Γκρέι. Εν τω μεταξύ, η Σόφι, η παιδική φίλη του Λάρι, έχει κάνει έναν ευτυχισμένο γάμο, αλλά αργότερα έχασε τον σύζυγό της και το μωρό της σε τραγικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα.[7]

Ο Λάρι φεύγει για το Παρίσι, όπου βυθίζεται στη μελέτη και τη μποέμικη ζωή. Μετά από δύο χρόνια, η Ίζαμπελ τον επισκέπτεται και ο Λάρι αρνείται πάλι να ενταχθεί στον κόσμο της και της ζητά να ταξιδέψουν στην Ευρώπη μαζί, παρά τις περιορισμένες οικονομικές του δυνατότητες. Η κοπέλα δεν δέχεται το όραμά του για τη ζωή, διαλύει τον αρραβώνα και επιστρέφει στο Σικάγο. Εκεί παντρεύεται τον εκατομμυριούχο Γκρέι, ο οποίος της εξασφαλίζει μια πλούσια ζωή. Μετά τον χωρισμό, ο Λάρι περνάει τα επόμενα δέκα χρόνια ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, πιάνει δουλειά σε ένα ανθρακωρυχείο στη βόρεια Γαλλία, περνάει αρκετούς μήνες σε μοναστήρι Βενεδικτίνων, εργάζεται σε ένα αγρόκτημα στη Γερμανία, επισκέπτεται την Ισπανία και τελικά πιάνει δουλειά σε ένα υπερωκεάνιο και καταλήγει στη Βομβάη.[8]

Ο Λάρι έχει σημαντικές πνευματικές περιπέτειες στην Ινδία, έχει βρει επιτέλους απαντήσεις σε μερικές από τις ερωτήσεις του για τη ζωή και επιστρέφει στο Παρίσι. Το τι αποκόμισε από την Ινδία αποκρύπτεται από τον αναγνώστη και εμφανίζεται αργότερα σε μια σκηνή, όπου ο αφηγητής-Μομ και ο φίλος του Λάρι συζητούν για την Ινδία και την πνευματικότητα σε ένα παρισινό καφέ μέχρι αργά το βράδυ. Αυτό το κεφάλαιο προλογίζεται: «Νιώθω σωστό να προειδοποιήσω τον αναγνώστη ότι μπορεί κάλλιστα να παραλείψει αυτό το κεφάλαιο χωρίς να χάσει το νήμα της ιστορίας, αφού δεν είναι τίποτε άλλο από την αφήγηση μιας συζήτησης που είχα με τον Λάρι. Ωστόσο, να προσθέσω ότι αν δεν υπήρχε αυτή η συζήτηση, ίσως δεν θα άξιζε τον κόπο να γράψω αυτό το βιβλίο». Ο Μομ τότε μυεί τον αναγνώστη στην ινδική φιλοσοφία και αποκαλύπτει πώς, μέσα από βαθύ διαλογισμό και επαφή με Ινδούς δασκάλους, ο Λάρι συνειδητοποιεί τον Θεό και στη διαδικασία απελευθερώνεται από τον ανθρώπινο πόνο, τη γέννηση και τον θάνατο στα οποία υπόκεινται οι υπόλοιποι γήινοι θνητοί.[9]

Μετά από αρκετά χρόνια υλικής ευδαιμονίας, ο Γκρέι και η Ίζαμπελ χρεωκοπούν μετά το κραχ του χρηματιστηρίου του 1929 και μετακομίζουν στο Παρίσι στο διαμέρισμα του θείου της Ίζαμπελ Έλιοτ Τέμπλετον, έναν αμετανόητα ρηχό αλλά γενναιόδωρο σνομπ. Ο Λάρι συναντά ξανά τους παλιούς του φίλους, οι οποίοι αιφνιδιάζονται από την αλλαγμένη προσωπικότητά του. Τους λέει ότι έχει βρει τη γαλήνη και δεν χρειάζεται πλέον χρήματα ή άλλα υλικά αγαθά. Προφανώς, ο Λάρι έχει επίσης αποκτήσει και κάποιες άλλες γνώσεις, γιατί θεραπεύει την ημικρανία του Γκρέι μετά από άσκηση διαλογισμού.[10]

Ενώ η Ίζαμπελ είναι ακόμη ερωτευμένη με τον Λάρι, η γενική αρμονία σπάει από την εμφάνιση της Σόφι που κατέληξε στο Παρίσι, οι φίλοι της τη βρίσκουν μεθυσμένη και τοξικομανή – προσπαθώντας να ξεχάσει το παρελθόν - και να κοιμάται με επικίνδυνους, τυχαίους άντρες. Συγκλονισμένος και για να τη βοηθήσει, ο Λάρι της ζητά να τον παντρευτεί. Η πρόταση εξοργίζει την Ίζαμπελ, η οποία καταστρέφει επίτηδες τον γάμο παρασύροντας τη Σόφι ξανά στον αλκοολισμό. Η Σόφι εξαφανίζεται και αργότερα βρίσκεται δολοφονημένη στην Τουλούζη.[8]

Εν τω μεταξύ, ο Έλιοτ Τέμπλετον πεθαίνει σε μεγάλη ηλικία στο σπίτι του στη Ριβιέρα. Είναι ένας θλιβερός θάνατος. Έχοντας συναναστραφεί με πλούσιους και αριστοκράτες και έχοντας ζήσει μέσα στα πλούτη, ο Έλιοτ πεθαίνει μόνος. Αλλά η άποψή του για τον θάνατο είναι κάπως θετική: «Πάντα κινήθηκα στην καλύτερη κοινωνία της Ευρώπης και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα κινηθώ στην καλύτερη κοινωνία του ουρανού».

Η Ίζαμπελ κληρονομεί την περιουσία του θείου της, θρηνώντας πραγματικά τον θάνατό του. Ο Mομ την επισκέπτεται και τη ρωτάει για τη Σόφι, έχοντας καταλάβει τον ρόλο της, αυτή το παραδέχεται. Η τιμωρία της Ίζαμπελ είναι ότι αν και ποτέ δεν έπαψε να αγαπά τον Λάρι, δεν θα ζήσει ποτέ μαζί του, αυτός αποφάσισε να επιστρέψει στην Αμερική και να ζήσει ως απλός εργαζόμενος, γιατί δεν τον ενδιαφέρει ο πλούσιος και λαμπερός κόσμος της Ίζαμπελ.

Τελειώνοντας, ο Μομ παραδέχεται ότι έχασε την επαφή με την Ίζαμπελ και τον Λάρι, αλλά φαντάζεται ότι ο καθένας απέκτησε αυτό που ήθελε. Η Ίζαμπελ, η οποία μετακόμισε στο Ντάλας αφού ο Γκρέι ξεκίνησε μια νέα μεγάλη επιχείρηση, πιθανότατα έζησε τη ζωή μιας κοινωνικής αστής της ανώτερης τάξης, διοργανώνοντας πάρτι και ζώντας σε μεγάλο, ακριβό σπίτι. Ο Λάρι, του οποίου η μόνη επιθυμία ήταν η γνώση και η ειρήνη, μάλλον ζει μια απλή ζωή πίσω στην Αμερική, φτωχός αλλά ευτυχισμένος.[10]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα έχει διασκευαστεί για ταινία δύο φορές.

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Στην κόψη του ξυραφιού, μετάφραση: Δημήτρης Κωστελένιος, εκδόσεις Δαρεμάς
  • Η κόψη του ξυραφιού, μετάφραση: Μαρία Λαϊνά, εκδόσεις Μελάνι, 2010 [12]
  • Η κόψη του ξυραφιού, μετάφραση: Πολύβιος Ιωαννίδης, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 2021

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]