Σοφιστής (Πλατωνικός διάλογος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Σοφιστής είναι ένας διάλογος του Πλάτωνα που εντάσσεται στην τρίτη και τελευταία περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, γι’ αυτό και θεωρείται ένα από τα ώριμα βιβλία του. Γράφτηκε περί το 360 π.Χ., ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο ταξίδι του φιλοσόφου στη Σικελία, και αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, το δεύτερο μέρος της οποίας είναι ο Πολιτικός και το τρίτο μέρος ο Φιλόσοφος, ένας διάλογος που δεν έχει διασωθεί ή ίσως δεν γράφτηκε ποτέ.

Κύριο θέμα αυτού του διαλόγου είναι ο ορισμός τού σοφιστή και, κατά συνέπεια, το κατά πόσον αυτός διαφέρει από τον φιλόσοφο. Διαμέσου του ορισμού επιδιώκεται ταυτόχρονα η απομυθοποίηση των σοφιστών της εποχής και η αποδόμηση της όποιας επίπλαστης αίγλης τους, ενώ προκειμένου να επιτευχθεί ένας ικανοποιητικός ορισμός κρίνεται απαραίτητη η κριτική αναμέτρηση με οντολογικά σημαντικές θεωρίες της εποχής και πρωτίστως με τον μονισμό της Ελεατικής Σχολής και ειδικότερα του Παρμενίδη.

Τα πρόσωπα του διαλόγου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα συνδιαλεγόμενα πρόσωπα είναι ο Σωκράτης, ο μαθηματικός Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο ανώνυμος "Ελεάτης ξένος" (οπαδός της Ελεατικής Σχολής) και ο μαθηματικός Θεαίτητος, μαθητής του Θεόδωρου και του Σωκράτη. Είναι αξιοπρόσεχτο ότι ο Σωκράτης, που συνήθως παίζει οδηγητικό ρόλο στους πλατωνικούς διαλόγους, εδώ παραμένει στο περιθώριο και αφήνει την πρωτοκαθεδρία στον Ελεάτη ξένο και στον Θεαίτητο. Έτσι, είναι δύσκολο να αποφασιστεί, ποιο από τα πρόσωπα του διαλόγου εκπροσωπεί τις απόψεις του ίδιου του Πλάτωνα.

Μέθοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του διαλόγου είναι η επιχειρούμενη διαλεκτική μέθοδος και μάλιστα με κύριο στοιχείο της τη διαίρεση των γενικών εννοιών σε ολοένα και ειδικότερες, με στόχο να οδηγηθεί η αναζήτηση στον ορισμό μιας συγκεκριμένης έννοιας. Η διαλεκτική πορεία από κάτι γενικό σε κάτι ειδικότερο ονομάζεται αφαιρετική και βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της στον επανειλημμένα επιχειρούμενο προσδιορισμό του σοφιστή. Ορίζεται ως μέθοδος που διαιρεί τα όντα σε γένη, αλλά προσέχει να μην εκλαμβάνει ούτε το ίδιο είδος ως διαφορετικό ούτε το διαφορετικό ως ίδιο (253d).

Ανάλυση περιεχομένου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Οι προσπάθειες να ορισθεί ο σοφιστής

Πριν αναζητηθεί ο ορισμός του σοφιστή, τίθεται ως υπόδειγμα ο ορισμός μιας ευκολότερης έννοιας: του ψαρά, επειδή κι αυτός όπως και ο σοφιστής είναι ένας τεχνίτης. Οι τέχνες υποδιαιρούνται σε παραγωγικές και κτητικές (219a-c), και ο ψαράς δεν παράγει κάτι αλλά επιχειρεί να αποκτήσει ψάρια, όπως αντίστοιχα ο σοφιστής προσπαθεί να αποκτήσει μαθητές και χρήματα χωρίς να παράγει κάτι. Όσοι επιδιώκουν να αποκτήσουν, υποδιαιρούνται σε όσους συναλλάσσονται (τέτοιοι είναι οι έμποροι) και σε όσους ιδιοποιούνται. Από τους ιδιοποιούμενους πάλι, άλλοι ανταγωνίζονται και άλλοι θηρεύουν (= κυνηγούν) έμψυχα ή άψυχα όντα. Η διαιρετική πορεία που ξεκινά από την τέχνη γενικά για να οδηγηθεί στην τέχνη του ψαρά, μπορεί να σκιαγραφηθεί ως εξής (προχωρώντας κατά τη δεξιά μεριά, όπως λέει ο Ελεάτης ξένος στο 264d: κατὰ τοὐπὶ δεξιά):

τέχνη
(παραγωγική) κτητική
(ανταγωνιστική) θηρευτική
(κυνήγι άψυχων όντων) κυνήγι έμψυχων όντων
(κυνήγι ζώων που περπατούν) κυνήγι πτηνών και υδρόβιων ζώων
(κυνήγι άγριων ζώων) κυνήγι ήμερων ζώων
(κυνήγι που περιφράζει τα ελεύθερα ζώα) κυνήγι που πληγώνει
(κυνήγι με πυροφάνι) κυνήγι με αγκίστρι

Οι πρώτες τρεις υποδιαιρέσεις της τέχνης εκλαμβάνονται ως κοινές τόσο στον ψαρά όσο και στον σοφιστή. Εδώ διακρίνεται η ειρωνεία ότι ο σοφιστής εκλαμβάνεται ως κυνηγός, επειδή κυνηγά ανθρώπους. Επιπλέον όμως επιχειρεί να τους (δια)μορφώσει καθιστώντας τους ήμερους, και μάλιστα να τους εμπορευτεί έναντι μισθού αντλώντας από αυτούς χρήματα. Ένας πρώτος ορισμός του σοφιστή περιλαμβάνει λοιπόν και μια σειρά κριτικών θεωρήσεων: ότι είναι ανθρωποθηρία, πιθανοθηρία, ιδιοθηρία, «μισθαρνική, νομισματοπωλική», και κατ’ επίφαση εκπαιδευτική τέχνη που κυνηγά πλούσιους και διάσημους νέους (223b).

Ο προσδιορισμός του σοφιστή έχει και άλλες πτυχές, με τις οποίες δηλώνεται ότι η διαλεκτική δεν πρέπει να αρκείται σε έναν ορισμό, αλλά απαιτεί επανειλημμένη εξέταση του αντικειμένου της. Η δεύτερη προσπάθεια ξεκινά από την αρχική υποδιαίρεση της τέχνης σε παραγωγική και κτητική και προχωρεί ως εξής (224c-d):

τέχνη
(παραγωγική) κτητική
(θηρευτική) ανταλλακτική
(δωρεοδοτική) αγοραστική
(πώληση εκ μέρους του παραγωγού) μεταπρατική
(λιανοπωλική) εξαγωγική/χονδρεμπορική
(εμπορική σωμάτων) εμπορική ψυχών
(επιδεικτική) μαθηματοπωλική
(τεχνοπωλική) εμπορεία αρετής (= σοφιστική)

Σε επιπρόσθετες προσπάθειες αναδεικνύεται ότι η σοφιστική ως ανταγωνιστική τέχνη δεν προωθεί την άμιλλα αλλά τη διαμάχη, και μάλιστα όχι την πάλη σώματος προς σώμα αλλά τη βιαιοπραγία και την αμφισβήτηση. Σε αντίθεση προς τις βραχύλογες (Σωκρατικές) ερωταποκρίσεις η σοφιστική έχει ρητορικό-δικανικό χαρακτήρα κι επιζητά την αντιλογία· όχι όμως τη γόνιμη αντίρρηση, γιατί είναι μια εριστική τέχνη με στόχο την ίδια την έριδα και όχι την αλήθεια.

Τελικά διαπιστώνεται ότι η σοφιστική είναι μια μιμητική τέχνη, όχι όμως παρόμοια με του καλλιτέχνη που δημιουργεί απομιμήσεις πραγματικών όντων, αλλά με το νόημα ότι ο σοφιστής παριστάνει τον σοφό και τον παντογνώστη. Αλλά η τέχνη που δημιουργεί φαντάσματα και όχι ομοιώματα, είναι μια τέχνη «φανταστική» (236c).

Από τη διαπίστωση ότι η αλήθεια συμπίπτει με τα πραγματικά όντα, ενώ το ψεύδος και η υποκρισία εκφράζουν όσα δεν είναι, η συζήτηση προχωρεί στο ζήτημα, πώς μπορεί ο σοφιστής να λέει κάτι ανύπαρκτο και να παριστάνει κάποιον που ο ίδιος δεν είναι.

  • Η ύπαρξη του μη όντος

Το πρόβλημα διατυπώνεται ως εξής: Δεν είναι ούτε δυνατό ούτε ορθό να σκεφτόμαστε ή να λέμε το μη ον, διότι αυτό είναι αδιανόητο, ανέκφραστο και ανείπωτο (238c). Από τη συζήτηση προκύπτει ότι το μη ον δεν είναι εντελώς ανύπαρκτο αλλά υπάρχει «κατά κάποιον τρόπο», όταν π.χ. λέμε ότι το μη ον είναι (απόν ή μηδενικό). Εξίσου προβληματικό είναι άλλωστε και το ον, διότι και αυτό λέγεται κατά ποικίλους τρόπους, π.χ. ως κινούμενο ή ακίνητο, ως ένα ή πολλά. Συνεπώς «δεν είναι διόλου λιγότερο προβληματικό το να πει κανείς τι είναι το ον από το να πει τι είναι το μη ον» (246a). Και οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι έχουν ήδη διεξαγάγει μια «γιγαντομαχία» σχετικά με το τι και πώς είναι το ον ή η ουσία των όντων.

Μέσα από μια –κατά το πλείστο υπαινικτική– αναφορά στους Προσωκρατικούς, στους υλιστές και ιδεαλιστές φιλοσόφους, τίθεται υπό συζήτηση μια ολόκληρη σειρά από έννοιες: η ταυτότητα και η ετερότητα (= διαφορετικότητα) των όντων, η κίνηση και η ακινησία τους, η ύπαρξη και η ανυπαρξία τους, η υλικότητα και η ιδεατότητά τους. Για να εξηγηθεί πάντως ικανοποιητικά το ζήτημα που αφορά το ον και το μη ον δεν χρειάζεται να διερευνηθούν όλες οι έννοιες, διότι αρκεί να ιδωθούν οι πέντε γενικότερες, τα «μέγιστα γένη» (254c): το ον, η κίνηση, η ακινησία (= στάσις), το ταυτό και το διαφορετικό (= θάτερον).

Από τη μεταξύ τους σύγκριση προκύπτει ότι όλες αυτές οι έννοιες είναι κάτι μη ον,  όχι εξαιτίας της δικής τους υφής αλλά καθόσον διαφέρουν από το ον, δηλαδή καθόσον συμμετέχουν στη διαφορετικότητα, ενώ παράλληλα αυτές είναι κάτι αληθινά ον, καθόσον συμμετέχουν στο ον. Όλα όσα δεν είναι το ον, διαφέρουν από αυτό και άρα είναι από κάποια άποψη μη όντα (256d-e): «Η φύση του διαφορετικού, με το να εκτείνεται σε όλα και να τα διαφοροποιεί από το ον, καθιστά κάθε πράγμα μη ον, κι έτσι θα έχουμε δίκιο να πούμε όλα τα πράγματα ανεξαιρέτως μη όντα, και αφετέρου επειδή μετέχουν του όντος, να πούμε ότι όλα είναι και όντα». Συμπεραίνεται ότι και το μη ον κατά κάποιον τρόπο είναι, και το ον κατά κάποιον τρόπο δεν είναι. Το μη ον δεν είναι κάτι αντίθετο του όντος ή ασυμβίβαστο με αυτό, αλλά μόνο κάτι διαφορετικό από αυτό, και όμως υπαρκτό. Έτσι δικαιολογείται η σοφιστική ψευδολογία: το ψεύδος υπάρχει.

Ο διάλογος κλείνει με μια ακόμα προσπάθεια να ορισθεί ο αληθινός σοφιστής μέσω της διχοτομικής διαλεκτικής μεθόδου (264d – 268d):

τεχνίτης
(άτεχνος) επιδέξιος
(αποκτητικός) παραγωγικός
(θεϊκός) ανθρώπινος
(δημιουργός όντων) δημιουργός ειδώλων
(μέσω οργάνων) μέσω του εαυτού του
(μιμητής μέσω γνώσης) μιμητής με αμάθεια
(απλοϊκός) υποκριτικός
(εκφωνώντας δημόσιους λόγους) μιλώντας ιδιωτικά
σοφιστής

Βιβλιογραφία – Ελληνικές Μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γκατζάρας, Θανάσης: «Πλάτωνος Σοφιστής 223b-224e: τα προβλήματα των ορισμών II-IV και η επίλυσή τους». Φιλοσοφία. Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών 48 (2018), 105-138.
  • Δημητρακόπουλος, Μιχαήλ: «Η Εγελιανή διαλεκτική και ο Σοφιστής του Πλάτωνος». Παρνασσός 23 (1981), 161-199.
  • Μουρούτσου, Γεωργία: «Η έννοια της φιλοσοφίας κατά Πλάτωνα με αφετηρία τον διάλογο Σοφιστής: ‘το δίχως ου ρητόν’ της φύσης του φιλοσόφου». Στο: Βουδούρης, Κωνσταντίνος (Επιμ.): Αντιλήψεις για τη φιλοσοφία από τους Προσωκρατικούς μέχρι σήμερα. «Ιωνία», Αθ. 2004, 169-191.
  • Πεντζοπούλου-Βαλαλά, Τερέζα: «Ο Σοφιστής του Πλάτωνος». Στο: Πεντζοπούλου-Βαλαλά, Τ.: Στα ίχνη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. «Ακαδημία Αθηνών – Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας», Αθήναι 2011, 149-162.
  • Πλάτων: Σοφιστής ή Περί όντος. Εισαγωγή-Μετάφραση Ηλίας Π. Νικολούδης. Εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993.
  • Πλάτων: Σοφιστής ή Περί όντος. Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Δημήτρης Γληνός. Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα χ.χ.
  • Πλάτων: Σοφιστής ή Περί όντος. Μετάφραση Κυριάκος Ζάμπας. Εκδόσεις Φέξης, Αθήνα χ.χ. (στο διαδίκτυο, 2011).[1]
  • Πλάτων: Σοφιστής, Μετάφραση-Σχόλια-Επίμετρο Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2021
  • Ρέντεσης, Χρήστος Ν.: «Η ερμηνεία της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών υπό το φως των πορισμάτων του διαλόγου Σοφιστής». Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 5 (1988), 291-304.

Αρχαίο κείμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βικιθήκη: Πλάτων, Σοφιστής. ed. John Burnet, 1903. "Perseus": Πλάτωνος: Σοφιστής. Αρχαίο κείμενο, έκδοση του John Burnet (1900).