Πύλη:Κύρια/Επιλεγμένο λήμμα/Δημώδης βυζαντινή λογοτεχνία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος δημώδης βυζαντινή λογοτεχνία χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή των βυζαντινών χρόνων που είναι γραμμένη σε μη λόγια γλώσσα. Οι απαρχές της χρησιμοποίησης στην λογοτεχνία μιας γλώσσας που πλησιάζει την κοινή εντοπίζονται στον 12ο αι., σε κείμενα όπως ο Διγενής Ακρίτης και τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα. Ο όρος «βυζαντινή» στα σχετικά εγχειρίδια χρησιμοποιείται συνήθως με μια σημασία κάπως ευρύτερη από τα αυστηρά χωρικά και χρονικά όρια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και συμπεριλαμβάνει και έργα που γράφτηκαν σε περιοχές που είχαν περιέλθει σε δυτική κυριότητα (όπως το Χρονικό του Μορέως και την πρώιμη κρητική λογοτεχνία).

Το μεγαλύτερο τμήμα των λογοτεχνικών κειμένων που σώζονται είναι έμμετρα, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Τα δημοφιλέστερα είδη, με ποσοτικά κριτήρια, ήταν έμμετρες μυθοπλαστικές αφηγήσεις, ερωτικού ή αλληγορικού περιεχομένου.

Οι πρώτοι λογοτεχνικοί «πειραματισμοί» με την χρήση της δημώδους γλώσσας εμφανίζονται κατά τον 12ο αιώνα, όμως εντείνονται κατά τον 14ο, απ' όπου και προέρχονται τα περισσότερα σωζόμενα έργα. Ο όρος δημώδης γλώσσα στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα γλωσσικό επίπεδο χαμηλότερο από το λόγιο, που δεν ταυτίζεται όμως με την ομιλουμένη γλώσσα, αλλά έχει υποστεί την επίδραση της λόγιας παράδοσης σε λεξιλογικό, μορφολογικό και συντακτικό επίπεδο. Η γλώσσα αυτή δεν εμφανίζει διαλεκτικά στοιχεία. Η εισαγωγή της δημώδους γλώσσας δεν επέφερε ριζική τομή στη λογοτεχνική παραγωγή, δηλαδή δεν αντικατέστησε τη λόγια γλώσσα, αλλά αναπτύχθηκε παράλληλα με αυτήν. Παρόλο που βάση της γλώσσας της δημώδους λογοτεχνίας ήταν η λαϊκή ομιλουμένη γλώσσα, οι λογοτεχνικοί πειραματισμοί δεν είχαν λαϊκή προέλευση, αντιθέτως ξεκίνησαν από τους κύκλους των λογίων και αποδέκτες της φαίνεται πως ήταν αρχικά τα ανώτερα στρώματα (Διαβάστε το υπόλοιπο λήμμα...)