Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη (γερμ. Prolegomena zu einer jeden künftigen Metaphysik, die als Wissenschaft wird auftreten können), που αναφέρονται συχνά και απλώς ως Προλεγόμενα, είναι βιβλίο του Γερμανού φιλοσόφου Ιμμάνουελ Καντ, που δημοσιεύτηκε το 1783, δύο χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της Κριτικής του Καθαρού Λόγου του. Από τα συντομότερα έργα του Καντ, περιλαμβάνει μια σύνοψη των κύριων συμπερασμάτων της Κριτικής, μερικές φορές με επιχειρήματα που ο Καντ δεν χρησιμοποιεί στην Κριτική. Αυτή την πιο προσιτή προσέγγιση ο Καντ την χαρακτηρίζει ως "αναλυτική", εν αντιθέσει προς την "συνθετική" εξέταση των διαδοχικών ικανοτήτων του νου και των αρχών τους της Κριτικής.[1]

Το βιβλίο προοριζόταν και ως πολεμική. Ο Καντ απογοητεύθηκε από την φτωχή υποδοχή της Κριτικής του Καθαρού Λόγου και κατ' επανάληψη υπογραμμίζει εδώ την σπουδαιότητα του κριτικού του σχεδίου για την ίδια την ύπαρξη της μεταφυσικής ως επιστήμης. Το τελευταίο παράρτημα περιέχει μια λεπτομερή αντίκρουση μιας δυσμενούς επίθεσης κατά της Κριτικής του.

Στην πρότυπη έκδοση της Berlin-Brandenburg Academy of Sciences των έργων του Καντ τα Προλεγόμενα καταλαμβάνουν τον πέμπτο τόμο.

Τα Προλεγόμενα μεταφράστηκαν στα ελληνικά από τον Χ. Γιερό (χ.χ.)[2] και τον Γιάννη Τζαβάρα (1982).[3]

Περιεχόμενα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εισαγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καντ δηλώνει ότι τα Προλεγόμενα προορίζονται για την χρήση τόσο από σπουδαστές όσο και από καθηγητές ως αναφορά για την ανακάλυψη της επιστήμης της μεταφυσικής. Αντίθετα από άλλες επιστήμες, η μεταφυσική δεν έχει ακόμη κατορθώσει παγκόσμια και μόνιμη γνώση. Δεν υπάρχουν πρότυπα για την διάκριση μεταξύ αληθείας και ψεύδους. Ερωτά ο Καντ: "Είναι καν εφικτή η μεταφυσική;"

Ο Ντέιβιντ Χιουμ ερεύνησε το πρόβλημα της προέλευσης της αιτιότητας. Είναι η έννοια, η ιδέα της αιτιότητας πράγματι ανεξάρτητη της εμπειρίας ή μαθαίνεται από την εμπειρία; Ο Χιουμ εσφαλμένα προσπάθησε να εξαγάγει την ιδέα της αιτιότητας από την εμπειρία. Νόμισε ότι η αιτιότητα βασιζόταν πράγματι στην παρατήρηση δύο πραγμάτων που ήσαν πάντοτε ενωμένα κατά την παρελθούσα εμπειρία. Αν η αιτιότητα δεν εξαρτάται από την εμπειρία, όμως, τότε μπορεί να εφαρμοσθεί σε μεταφυσικά αντικείμενα όπως ένα παντοδύναμος Θεός ή σε μια αθάνατη Ψυχή. Ο Καντ ισχυρίζεται ότι παρήγαγε λογικά τον τρόπο που η αιτιότητα και οι άλλες καθαρές έννοιες προέρχονται από την ανθρώπινη εννόηση, και όχι ως εμπειρία από τον εξωτερικό κόσμο.

Αντίθετα από την Κριτική του Καθαρού Λόγου η οποία γράφτηκε με συνθετική μέθοδο, ο Καντ γράφει τα Προλεγόμενα χρησιμοποιώντας την αναλυτική μέθοδο. Διαίρεσε το ζήτημα του εφικτού της μεταφυσικής ως επιστήμης σε τρία μέρη. Με τον τρόπο αυτό ερεύνησε τα τρία προβλήματα ως προς το εφικτό των καθαρών μαθηματικών, της καθαρής φυσικής επιστήμης και της μεταφυσικής εν γένει. Το αποτέλεσμα του επέτρεψε να προσδιορίσει τα όρια του καθαρού λόγου και να απαντήσει στο ερώτημα ως προς το εφικτόν της μεταφυσικής ως επιστήμης.

Προοίμιο για την ιδιοτυπία κάθε μεταφυσικής γνώσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

§ 1. Οι πηγές της μεταφυσικής

Οι μεταφυσικές αρχές είναι απριορικές ως προς το ότι δεν προέρχονται από την εξωτερική ή την εσωτερική εμπειρία. Η μεταφυσική γνώση είναι φιλοσοφική γνώση που προέρχεται από την καθαρή κατανόηση και τον καθαρό λόγο.

§ 2. Το είδος της γνώσης που μόνον αυτό μπορεί να ονομαστεί μεταφυσικό

α. Περί της διαφοράς μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών κρίσεων εν γένει

Οι αναλυτικές κρίσεις είναι εξηγητικές. Δεν εκφράζουν τίποτα μέσα στο κατηγορούμενο, παρά εκείνο που ήδη έχει εννοηθεί μέσα στην έννοια του υποκειμένου της προτάσεως. Οι συνθετικές κρίσεις είναι εκτατικές/επεκτατικές. Το κατηγορούμενο περιέχει κάτι που δεν εννοείται πράγματι μέσα στην (γενική) έννοια του υποκειμένου. Ενισχύει την γνώση προσθέτοντας κάτι στην έννοια του υποκειμένου.

β. Η κοινή αρχή όλων των αναλυτικών κρίσεων είναι ο νόμος της αντίθεσης

Το κατηγορούμενο μιας καταφατικής αναλυτικής κρίσης περιέχεται ήδη στην έννοια του υποκειμένου και δεν μπορούμε να του το αρνηθούμε δίχως να πέσουμε σε αντίφαση. Όλες οι αναλυτικές κρίσεις είναι απριορικές.

γ. Οι συνθετικές κρίσεις απαιτούν μια αρχή η οποία να είναι διαφορετική από τον νόμο της αντίθεσης.

1. Οι εμπειρικές κρίσεις είναι πάντοτε συνθετικές.

Οι αναλυτικές κρίσεις δεν βασίζονται στην εμπειρία. Βασίζονται απλώς και μόνον στην έννοια του υποκειμένου.

2. Οι μαθηματικές κρίσεις είναι όλες συνθετικές.

Η καθαρή μαθηματική γνώση είναι διαφορετική από κάθε άλλη απριορική γνώση. Είναι συνθετική και δεν μπορεί να αποκτηθεί από σκέτη και μόνη την εννοιολογική ανάλυση. Τα μαθηματικά απαιτούν την εποπτική κατασκευή εννοιών. Τα αριθμητικά αθροίσματα είναι το άθροισμα εποπτικών μετρητών. Οι γεωμετρικές έννοιες όπως "η συντομότερη απόσταση" γνωρίζονται μόνον μέσω της εποπτείας.

3. Οι μεταφυσικές κρίσεις είναι στην κυριολεξία συνθετικές.

Έννοιες και κρίσεις που αφορούν στην μεταφυσική μπορεί να είναι αναλυτικές. Αυτές μπορεί να μην είναι μεταφυσικές, αλλά μπορούν να συνδυαστούν ώστε να συνθέσουν απριορικές, συνθετικές, μεταφυσικές κρίσεις. Για παράδειγμα, η αναλυτική κρίση "η υπόσταση υφίσταται μόνον ως υποκείμενο" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να πάρουμε την κρίση "κάθε υπόσταση είναι μόνιμη" η οποία είναι συνθετική και κυριολεκτικά μεταφυσική κρίση.

§ 3. Σημείωση για την γενική διαίρεση των κρίσεων σε αναλυτικές και συνθετικές.

Η παράγραφος αυτή είναι κρίσιμη αλλά δεν αναγνωρίστηκε κατάλληλα από τους προηγούμενους φιλοσόφους.

§ 4. Το γενικό ερώτημα των Προλεγομένων: Είναι καθόλου εφικτή η μεταφυσική;

Η Κριτική του Καθαρού Λόγου ερευνά το ερώτημα αυτό συνθετικά. Εκεί, μια αφαιρετική εξέταση των εννοιών προέλευσης του καθαρού λόγου έχει σαν αποτέλεσμα την γνώση της πραγματικής επιστήμης της μεταφυσικής. Από την άλλη τα Προλεγόμενα, ξεκινούν από το εγνωσμένο γεγονός ότι υπάρχει πράγματι συνθετική απριόρι μεταφυσική γνώση των καθαρών μαθηματικών και της καθαρής φυσικής επιστήμης. Από την γνώση αυτή φθάνουμε, αναλυτικά, στις πηγές της δυνατότητας της μεταφυσικής

§ 5. Το γενικό ερώτημα: Πώς είναι εφικτή η γνώση που προέρχεται από τον καθαρό λόγο;

Χρησιμοποιώντας την αναλυτική μέθοδο ξεκινούμε από το γεγονός ότι υπάρχει, πράγματι, συνθετική απριόρι πρόταση και έπειτα ερευνούμε τις συνθήκες της δυνατότητάς της.

Μέρος πρώτο του κύριου υπερβατικού προβλήματος. Πώς είναι εφικτά τα καθαρά μαθηματικά;[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

§ 6. Τα μαθηματικά αποτελούνται από συνθετικές απριόρι γνώσεις. Πώς κατάφερε ο ανθρώπινος λόγος να παράγει τέτοια απριόρι γνώση; Εάν γνωρίσουμε την προέλευση των μαθηματικών, τότε ίσως γνωρίσουμε την βάση όλων των γνώσεων που δεν προέρχονται από την εμπειρία.

§ 7. Όλοι η μαθηματική γνώση συνίσταται από έννοιες που προέρχονται από την εποπτεία. Η εποπτεία αυτή, όμως, δεν βασίζεται στην εμπειρία.

§ 8. Πώς είναι δυνατόν να εποπτεύσουμε οτιδήποτε απριόρι; Πώς μπορεί η εποπτεία κάποιου αντικειμένου να συμβαίνει πριν την εμπειρία του αντικειμένου αυτού;

§ 9. Η εποπτεία μου κάποιου αντικειμένου μπορεί να συμβεί πριν την εμπειρία για τον αντικείμενο αυτό αν η εποπτεία μου περιέχει μόνον την σκέτη και απλή μορφή της αισθητιριακής εμπειρία για το αντικείμενο.

§ 10. Μπορούμε να εποπτεύσουμε τα πράγματα απριόρι μόνον μέσω της απλής και σκέτης μορφής της αισθητηριακής εποπτείας. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε μόνον να γνωρίζουμε τα αντικείμενα έτσι όπως αυτά εμφανίζονται σε εμάς, όχι όπως είναι καθ' εαυτά, έξω από τις αισθήσεις μας. Τα μαθηματικά δεν συνιστούν ανάλυση εννοιών. Οι μαθηματικές έννοιες δομούνται μέσω της σύνθεσης των εποπτειών. Η γεωμετρία βασίζεται πάνω στην καθαρή εποπτεία του χώρου. Η έννοια του αριθμού δομείται από την διαδοχική πρόσθεση μονάδων μέσα στον χρόνο. Η καθαρή μηχανική χρησιμοποιεί τον χρόνο για να δομήσει την κίνηση. Χώρος και χρόνος είναι καθαρές απριορικές εποπτείες. Είναι οι απόλυτες μορφές των αισθήσεών μας και υπάρχουν εντός μας πριν από κάθε εποπτεία μας των αντικειμένων. Χώρος και χρόνος είναι η απριόρι γνώση των κατ' αίσθηση αντικειμένων, έτσι όπως αυτά εμφανίζονται στον παρατηρητή.

§ 11. Το πρόβλημα της απριορικής εποπτείας λύθηκε. Οι καθαρές απριορικές εποπτείες του χώρου και του χρόνου είναι η βάση της αποστεριόρι εποπτείας. Η συνθετική απριόρι μαθηματική γνώση αφορά στα εμπειρικώς κατ' αίσθηση αντικείμενα. Η απριόρι εποπτεία σχετίζεται προς την απόλυτη μορφή της αισθαντικότητας· καθιστά εφικτή την εμφάνιση των αντικειμένων. Η απριορική μορφή των φαινομενικών αντικειμένων είναι ο χώρος και ο χρόνος. Η αποστεριόρι ύλη των φαινομενικών αντικειμένων είναι η αίσθηση, η οποία δεν επηρεάζεται από την καθαρή, απριορική εποπτεία. Η υποκειμενική απριόρι καθαρή μορφή της αίσθησης, δηλαδή ο χώρος και ο χρόνος, είναι η βάση των μαθηματικών και όλων των αντικειμενικών αποστεριόρι φαινομένων στα οποία αναφέρονται τα μαθηματικά.

§ 12. Η έννοια της καθαρής, απριορικής εποπτείας μπορεί να αναπαρασταθεί με την γεωμετρική ομοιότητα, την τρισδιάστατη ιδιότητα του χώρου και το άπειρον του απείρου. Οι εποπτείες αυτές δεν μπορούν να δειχθούν ή να εξαχθούν ως συμπεράσματα από έννοιες. Μπορούν μόνον να εγνωσθούν μέσω της καθαρής εποπτείας. Τα καθαρά μαθηματικά είναι εφικτά διότι εποπτεύουμε τον χώρο και τον χρόνο ως τις απόλυτες μορφές των φαινομένων.

§ 13. Η διαφορά μεταξύ ομοιότυπων πραγμάτων τα οποία δεν είναι όμοια, δεν μπορεί να γίνει καταληπτή μέσω της κατανόησης και του λογισμού οποιασδήποτε έννοιας. Μπορούν να κατανοηθούν μόνον μέσω της εποπτείας ή της αντίληψης. Για παράδειγμα, το διάφορον της χειρομορφίας είναι τέτοιου είδους. Επίσης, η διαφορά που βλέπουμε μέσα από τον καθρέπτη. Το δεξί χέρι και αυτί είναι ίδια με το αριστερό χέρι και αυτί. Όμως, δεν είναι συμπτωτά, όμοια. Τα αντικείμενα αυτά δεν είναι αυτά τα πράγματα ως είναι έξω από την εμφάνισή τους. Τα γνωρίζουμε μόνον μέσω της αισθητηριακής εποπτείας τους. Η μορφή της εξωτερικής αισθητηριακής εποπτείας είναι ο χώρος. Χρόνος είναι η μορφή της εσωτερικής αίσθησης. Χρόνος και χώρος είναι οι απόλυτες μορφές της αισθητηριακής μας εποπτείας και όχι ποιότητες των πραγμάτων καθ' αυτά έξω από την αισθητηριακή εποπτεία μας.

Σημείωση I. Τα καθαρά μαθηματικά, συμπεριλαμβανομένης της γεωμετρίας, έχουν αντικειμενική πραγματικότητα όταν αναφέρονται σε αντικείμενα των αισθήσεων. Οι καθαρές μαθηματικές προτάσεις δεν είναι δημιουργήματα της φαντασίας. Ισχύουν αναγκαία για τον χώρο αι για κάθε φαινομενικό αντικείμενο, διότι ο a priori μαθηματικός χώρος είναι η θεμελιώδης μορφή κάθε a posteriori εξωτερικής εμφάνισης.

Σημείωση II. Ο ιδεαλισμός του Berkeley αρνείται την ύπαρξη πραγμάτων καθ' εαυτά. Η Κριτική του Καθαρού Λόγου, όμως, υποστηρίζει ότι δεν είναι βέβαιο αν τα εξωτερικά αντικείμενα είναι δεδομένα και μπορούμε να γνωρίζουμε την ύπαρξή τους μόνον σκέτη, απόλυτη εμφάνιση. Αντίθετα από τον ισχυρισμό του Locke, ο χώρος είναι γνωστός και ως απόλυτη εμφάνιση, όχι ως κάτι αυθύπαρκτο.[4]

Σημείωση III. Η αισθητηριακή γνώση παρουσιάζει τα πράγματα μόνον κατά τον τρόπο που αυτά επηρεάζουν τις αισθήσεις μας. Μέσω των αισθήσεων γνωρίζονται εμφανίσεις και όχι τα πράγματα όπως καθ' εαυτά υπάρχουν. Ο χώρος, ο χρόνος και όλες οι εμφανίζεις εν γένει είναι σκέτη μορφή της παρουσίασης. Χώρος και χρόνος είναι ιδεατά, υποκειμενικά και υπάρχουν a priori σε όλες τις αναπαραστάσεις μας. Εφαρμόζονται σε όλα τα αντικείμενα του αισθητού κόσμου διότι τα αντικείμενα αυτά υπάρχουν ως σκέτες, απόλυτες εμφανίσεις. Εντούτοις αυτά τα αντικείμενα δεν είναι όνειρα ή παραισθήσεις. Η διαφορά μεταξύ αλήθειας και ονείρου ή παραίσθησης εξαρτάται από την σχέση της αναπαράστασης με τους κανόνες της αληθινής ύπαρξης. Εσφαλμένη κρίση γίνεται όταν λαμβάνουμε τις υποκειμενικές αναπαραστάσεις ως αντικειμενικές. Όλες οι προτάσεις της γεωμετρίας είναι αληθείς ως προς τον χώρο και τα αντικείμενα που βρίσκονται εντός του. Για τον λόγο αυτό αληθεύουν για κάθε πιθανή εμπειρία. Αν θεωρηθεί ότι ο χώρος είναι η απλή ή απόλυτη μορφή της αισθητικότητας, οι προτάσεις της γεωμετρίας που αφορούν σε όλα τα αντικείμενα της εξωτερικής εποπτείας μπορούν να εγνωσθούν a priori.

Μέρος δεύτερο του κύριου υπερβατικού προβλήματος. Πώς είναι εφικτή η καθαρή φυσική επιστήμη;[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

§ 14. Ο παρατηρητής, εκτός από το να παρατηρεί, μπορεί να γνωρίζει τίποτα για τα αντικείμενα καθ' εαυτά. Τα καθ' αυτά αντικείμενα δεν μπορούν να γνωρίζονται a priori διότι κάτι τέτοιο θα ήταν απλώς ανάλυση εννοιών. Ούτε a posteriori μπορεί να εγνωσθεί η φύση των πραγμάτων καθ' εαυτά. Η εμπειρία δεν μπορεί να μας δώσει φυσικούς νόμους που περιγράφουν τον τρόπο που αναγκαστικά υπάρχουν τα πράγματα καθ' εαυτά έξω από την εμπειρία του παρατηρητή.

§ 15. Η γενική φυσική επιστήμη περιέχει μια καθαρή φυσική επιστήμη και μια εμπειρική φυσική επιστήμη. Η καθαρή φυσική επιστήμη είναι απριορική και εκφράζει νόμους με τους οποίους η φύση πρέπει αναγκαστικά να συμμορφώνεται. Δύο από τις αρχές της είναι "η υπόσταση είναι μόνιμη" και "κάθε συμβάν έχει μια αιτία". Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοιοι a priori γενικοί νόμοι της φύσης;

§ 16. Υπάρχει a priori γνώση της φύσης που προηγείται κάθε εμπειρίας. Η καθαρή αυτή γνώση είναι πραγματική και μπορεί να βεβαιωθεί από την φυσική εμπειρία. Δεν μας ενδιαφέρει οποιαδήποτε δήθεν γνώση που δεν μπορεί να βεβαιωθεί από την εμπειρία.

§ 17. Οι απριορικές συνθήκες που καθιστούν εφικτή την εμπειρία είναι και πηγές των γενικών νόμων της φύσης. Πώς είναι αυτό δυνατό;

§ 18. Οι κρίσεις εμπειρίας είναι εμπειρικές κρίσεις οι οποίες είναι έγκυρες για εξωτερικά αντικείμενα. Απαιτούν ειδικές καθαρές έννοιες οι οποίες προέρχονται από την καθαρή κατανόηση. Κάθε κρίνον υποκείμενο θα συμφωνήσει ως προς την εμπειρία του περί του αντικειμένου. Όταν μια αντίληψη ενταχθεί σε αυτές τις καθαρές έννοιες μετασχηματίζεται σε αντικειμενική εμπειρία. Από την άλλη, κάθε εμπειρική κρίση που είναι έγκυρη για ένα κρίνον υποκείμενο, είναι κρίσεις απλής αντίληψης. Αυτές οι κρίσεις αντίληψης δεν εντάσσονται σε κάποια καθαρή έννοια της κατανόησης.

§ 19. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε άμεσα και απευθείας ένα αντικείμενο έξω από τον τρόπο που εμφανίζεται. Όμως, αν πούμε ότι μια κρίση πρέπει να είναι έγκυρη για κάθε παρατηρητή, τότε διατυπώνουμε μια έγκυρη δήλωση για το αντικείμενο. Οι κρίσεις εμπειρίας είναι έγκυρες κρίσεις περί ενός αντικειμένου διότι αναγκαστικά συνδέουν τις αντιλήψεις του καθενός περί του αντικειμένου μέσω της χρήσης μιας καθαρής έννοιας περί κατανόησης.

§ 20. Η κρίση της αντίληψης είναι σύνδεση αντιλήψεων σε ένα υποκείμενο. Για παράδειγμα, "Όταν ο ήλιος φωτίζει μια πέτρα, η πέτρα αυτή θερμαίνεται". Μια κρίση αντίληψης δεν έχει αναγκαία γενικότητα και για τον λόγο αυτό δεν έχει αντικειμενική εγκυρότητα. Η κρίση αντίληψης μπορεί να καταστεί κρίση εμπειρίας όπως στην πρόταση "Ο ήλιος θερμαίνει την πέτρα". Αυτό συμβαίνει όταν οι αντιλήψεις του υποκειμένου συνδέονται σύμφωνα με την μορφή της καθαρής έννοιας της κατανόησης. Αυτές οι καθαρές έννοιες της κατανόησης είναι οι γενικές μορφές τις οποίες πρέπει να προϋποθέτει κάθε αντικείμενο ώστε να έχουμε την εμπειρία του.

§ 21. Οι κρίσεις για κάθε αντίληψη έχουν, εν γένει, τις ακόλουθες μορφές:

1.Ποσότητα των κρίσεων
  • Γενικές (Όλα τα Α είναι Α)
  • Μερικές (Αυτό το Α είναι Α)
  • Μοναδικές (Ένα Α είναι Α)
2.Ποιότητα
  • Καταφατικές (Το Α είναι Α)
  • Αρνητικές (Το Α δεν είναι Β)
  • Απειροστικές
3.Σχέση
  • Κατηγορικές (Το A είναι A)
  • Υποθετικές (Αν A τότε B)
  • Διαζευτικές (Το A είναι είτε A ή B)
4.Τροπικότητα
  • Προβληματικές (Το A ίσως είναι A)
  • Βεβαιωτικές (Το A είναι A)
  • Αποδεικτικές (Το A πρέπει να είναι A)

Εν γένει, οι έννοιες που αντλούνται από οποιαδήποτε αντίληψη έχουν τις ακόλουθες μορφές:

1.Κατηγορίες Ποσότητας
  • Ενότητα
  • Καθαρότητα
  • Ολότητα
2.Κατηγορίες Ποιότητας
  • Πραγματικότητα
  • Άρνηση
  • Περιορισμός
3.Κατηγορίες Σχέσης
  • Υπόσταση και Εγγενής Ύπαρξη (ουσία και ατύχημα)
  • Αιτιότητα και Εξάρτηση (αίτιο και αποτέλεσμα)
  • Κοινότητα (αμοιβαιότητα μεταξύ δρώντος και ασθενούντος)
4.Κατηγορίες Τροπικότητας
  • Δυνατότητα-Αδυνατότητα
  • Ύπαρξη-Μη ύπαρξη
  • Αναγκαιότητα-Ενδεχομενικότητα

Οι γενικές επιστημονικές αρχές για κάθε και όλα τα φυσικά φαινόμενα, έχουν τις ακόλουθες μορφές:

1.Αξιώματα της Εποπτείας
2.Προσδοκίες της Αντίληψης 3.Αναλογίες της Εμπειρίας
4.Αξιώματα της εν γένει Εμπειρικής Σκέψης

§ 21a. Τα Προλεγόμενα αυτά είναι μια κριτική της κατανόησης και συζητά την μορφή και το περιεχόμενο της εμπειρίας. Δεν είναι εμπειρική ψυχολογία που ενδιαφέρεται για την προέλευση της εμπειρίας. Η εμπειρία συνίσταται σε αισθητικές αντιλήψεις, κρίσεις της αντίληψης και κρίσεις εμπειρίας. Η κρίση εμπειρίας περιέχει ό,τι περιέχει εν γένει η εμπειρία. Το είδος αυτό της κρίσης είναι αποτέλεσμα της ενοποίησης της αισθαντικής αντίληψης και της αντιληπτικής κρίσης μέσω μια έννοιας που καθιστά την κρίση αναγκαία και έγκυρη για όλους τους παρατηρητές.

§ 22. Οι αισθήσεις εποπτεύουν. Η κατανόηση στοχάζεται ή κρίνει. Η εμπειρία δημιουργείται όταν η έννοια της κατανόησης προστίθεται[5] στην αισθαντική αντίληψη. Καθαρή έννοια της αντίληψης είναι η έννοια στην οποία υπάγεται [subsumirt] κάθε αισθαντική αντίληψη πριν χρησιμοποιηθεί στην κρίση εμπειρίας. Τότε, η σύνθεση της αντίληψης καθίσταται αναγκαία, εν γένει έγκυρη και αντιπροσωπευτική του εμπειρικού αντικειμένου.

§ 23.Οι καθαρές a priori αρχές της μπορετής εμπειρίας θέτουν [bringen unter] τα φαινόμενα υπό τις έννοιες της κατανόησης. Κάτι τέτοιο καθιστά την εμπειρική κρίση έγκυρη αναφορικά προς ένα εξωτερικό αντικείμενο. Οι αρχές αυτές είναι γενικοί νόμοι της φύσης οι οποίοι γνωρίζονται πριν από κάθε εμπειρία. Λύνεται έτσι το δεύτερο ερώτημα "Πώς είναι εφικτή η καθαρή φυσική επιστήμη;". Ένα λογικό σύστημα αποτελείται από μορφές όλων των εν γένει κρίσεων. Ένα υπερβατικό σύστημα συνίσταται από τις καθαρές έννοιες που είναι συνθήκες κάθε συνθετικής, αναγκαίας κρίσης. Ένα φυσικό σύστημα που είναι μια γενική και καθαρή φυσική επιστήμη, περιέχει τις καθαρές έννοιες κάθε εφικτής εμπειρίας.

§ 24. Η πρώτη φυσική αρχή της καθαρής κατανόησης υπαγάγει όλες τις χωρικές και χρονικές φαινομενικές εμφανίσεις στην έννοια της ποσότητας. Όλες οι εμφανίσεις είναι εκτατά μεγέθη. Αυτή είναι η αρχή των αξιωμάτων της εποπτείας.

Η δεύτερη φυσική αρχή υπαγάγει την αίσθηση στην έννοια της ποιότητας. Όλες οι αισθήσεις επιδείχνουν κάποιο βαθμό ή μέγεθος έντασης για την αισθητή πραγματικότητα. Αυτή είναι η αρχή της προσμονής της αντίληψης.

§ 25. Προκειμένου μια σχέση μεταξύ εμφανίσεων, εκδηλώσεων ή φαινομένων να είναι έγκυρη ως αντικειμενική εμπειρία, πρέπει να μορφοποιείται σε συμφωνία με κάποια a priori έννοια. Οι έννοιες υπόσταση/ατύχημα, αιτία/αποτέλεσμα και δράση/αντίδραση (κοινότητα) συνιστούν a priori αρχές που μετατρέπουν τις υποκειμενικές εμφανίσεις σε αντικειμενικές εμπειρίες. Η έννοια της υπόστασης σχετίζει τις εμφανίσεις με την ύπαρξη. Η έννοια της αιτίας και της κοινότητας σχετίζει εμφανίσεις με άλλες εμφανίσεις. Οι αρχές που φτιάχνονται από τις έννοιες αυτές είναι οι πραγματικοί, δυναμικοί [ Ισαάκ ΝεύτωνΝευτώνιοι ] νόμοι της φύσης.

Οι εμφανίσεις σχετίζονται με την εν γένει εμπειρία και είναι εφικτές, πραγματικές ή αναγκαίες. Οι κρίσεις εμπειρίας, διανοητικές ή ρηματικές, σχηματίζονται με την χρήση αυτών των λειτουργιών της έκφρασης.

§ 26. Ο πίνακας των Γενικών Αρχών της Φυσικής Επιστήμης είναι τέλειος και πλήρης. Οι αρχές του περιορίζονται μόνο στις εφικτές εμπειρίες. Η αρχή των αξιωμάτων της εποπτείας δηλώνει ότι οι εμφανίσεις στον χώρο και τον χρόνο θεωρούνται ποσοτικές, διαθέτουσες εκτατό μέγεθος. Η αρχή της προσμονής της αντίληψης δηλώνει ότι η αισθητή πραγματικότητα της εμφάνισης φέρει βαθμό ή εντατικό μέγεθος. Οι αρχές των αναλογιών της εμπειρίας δηλώνει ότι οι αντιληπτές εμφανίσεις και όχι τα πράγματα καθ' εαυτά νοούνται ως αντικείμενα εμπειρίας, σε συμφωνία με τους a priori κανόνες της κατανόησης.

§ 27. Ο Χιουμ έγραψε ότι δεν μπορούμε να αντιληφθούμε με την λογική το αίτιο και το αποτέλεσμα (αιτιότητα). Ο Καντ προσθέτει ότι δεν μπορούμε να αντιληφθούμε με την λογική ούτε την ουσία και την ενδεχομενικότητα (υπόσταση) ή την δράση και την αντίδραση (κοινότητα). Επίσης, αρνείται ότι οι έννοιες αυτές παράγονται από την εμπειρία. Αρνείται ακόμη ότι η αναγκαιότητά τους ήταν εσφαλμένη και απλώς μια ψευδαίσθηση ως αποτέλεσμα συνήθειας. Οι έννοιες αυτές και οι αρχές τις οποίες συστήνουν γνωρίζονται προ της εμπειρίας και είναι έγκυρες όταν εφαρμόζονται στην εμπειρία των αντικειμένων.

§ 28. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε οτιδήποτε για τις σχέσεις των πραγμάτων καθ' εαυτά ή εκ της εμφάνισης/εκδήλωσής τους. Όταν ομιλούμε για ή σκεφτόμαστε τα αντικείμενα της εμπειρίας, όμως, πρέπει αναγκαστικά να διαθέτουν τις σχέσεις της υπόστασης, της αιτιότητας και της κοινότητας. Οι έννοιες αυτές συνιστούν τις αρχές της δυνατότητας της ύπαρξής μας.

§ 29. Όσο αφορά στην αιτιότητα, ξεκινούμε με την λογική μορφή μιας υποθετικής κρίσης. Μπορούμε να κάνουμε μια υποκειμενική κρίση αντιλήψεως και να πούμε, «Αν ο ήλιος φωτίσει αρκετή ώρα κάποιο σώμα, τότε το σώμα αυτό θα θερμανθεί». Αυτό όμως είναι ένας εμπειρικός κανόνας που είναι έγκυρος μόνο σε εμφανίσεις μιας συνείδησης. Αν επιθυμώ να κάνω μια αντικειμενική, εν γένει έγκυρη υποθετική κρίση, όμως, πρέπει να την κάνω με την μορφή της αιτιότητας. Έτσι θα πρέπει να πω, «Ο ήλιος είναι η αιτία της θέρμανσης». Αυτός είναι ένας γενικός και αναγκαίος νόμος που είναι έγκυρος για την δυνατότητα της αντικειμενικής εμπειρίας. Η εμπειρία είναι η έγκυρη γνώση με τον τρόπο ότι οι εμφανίσεις ακολουθούν η μια την άλλη ως αντικείμενα. Η γνώση αυτή εκφράζεται με την μορφή της κρίσης [αν/τότε]. Η έννοια της αιτιότητας αναφέρεται σε σκέψεις και δηλώσεις για τον τρόπο που έχουμε την γενική και αναγκαία εμπειρία ακολουθιών εμφανίσεων και αντιλήψεων ως αντικειμένων, σε κάθε συνείδηση.

§ 30. Οι αρχές που περιέχουν αναφορά στις καθαρές έννοιες κατανόησης του αισθητού κόσμου μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για να σκεφθούμε ή να μιλήσουμε για αντικείμενα της εμπειρίας, όχι για τα αντικείμενα καθεαυτά. Οι καθαρές αυτές έννοιες δεν προέρχονται από την εμπειρία. Η εμπειρία προέρχεται από αυτές τις καθαρές έννοιες. Με τον τρόπο αυτό επιλύεται το πρόβλημα του Χιουμ ως προς την καθαρή έννοια της αιτιότητας.

Τα καθαρά μαθηματικά και η καθαρή φυσική (επιστήμη) δεν μπορούν να αναφέρονται σε τίποτα άλλο παρά σε εμφανίσεις και μόνο. Μπορούν μόνο να αναπαριστούν είτε (1) εκείνο που καθιστά την εμπειρία εν γένει εφικτή, ή (2) εκείνο που πρέπει πάντοτε να είναι ικανό να αναπαρασταθεί δε κάποια εφικτή συγκεκριμένη εμπειρία.

§ 31. Με την μέθοδο αυτή αποκομίζουμε σαφή γνώση αναφορικά με την μεταφυσική. Οι αντιεπιστημονικοί ερευνητές μπορούν να ισχυριστούν ότι, με τον λόγο, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε την εμπειρία. Δεν έχουν, όμως, βάσεις για τον ισχυρισμό τους.

§ 32. Άλλοι φιλόσοφοι ισχυρίστηκαν ότι ο αισθητός κόσμος είναι μια αυταπάτη. Ο καταληπτός κόσμος, έλεγαν, είναι αληθινός και πραγματικός. Η κριτική φιλοσοφία, όμως, αναγνωρίζουν ότι τα αντικείμενα των αισθήσεων είναι σκέτες εμφανίσεις, αλλά συνήθως δεν είναι αυταπάτες. Είναι εμφανίσεις του πράγματος καθεαυτού, το οποίο δεν μπορεί να γνωρίσουμε άμεσα. Οι καθαρές έννοιες [αιτιότητα, ουσία, κλπ] και οι καθαρές ενοράσεις [χώρος, χρόνος] αναφέρονται μόνο σε αντικείμενα δυνατής αισθητηριακής εμπειρίας. Δεν έχουν νόημα όταν αναφέρονται σε αντικείμενα τα οποία δεν ανήκουν στην εμπειρία.

§ 33. Οι καθαρές έννοιες της κατανόησης δεν προέρχονται από την εμπειρία και περιέχουν επίσης αυστηρή αναγκαιότητα, την οποία η εμπειρία ποτέ δεν αποκτά. Ως αποτέλεσμα, μπαίνουμε στον πειρασμό να τις χρησιμοποιούμε για να σκεφτόμαστε και να μιλάμε για αντικείμενα της νοήσεως που υπερβαίνουν την εμπειρία. Αυτή η χρήση είναι υπερβατική και ανεπίτρεπτη.

§ 34. Σε αντίθεση με τις εμπειρικές έννοιες οι οποίες βασίζονται στις αισθητικές αντιλήψεις, οι καθαρές έννοιες της κατανόησης βασίζονται σε σχήματα. Αυτό εξηγείται στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, A 137 ff. Τα αντικείμενα που παράγονται έτσι, συμβαίνουν μόνο στην εμπειρία. Στην κριτική, A 236 ff., εξηγείται ότι τίποτα που βρίσκεται πέραν της εμπειρίας δεν μπορεί να νοηθεί χρησιμοποιώντας τις καθαρές έννοιες χωρίς την αισθητηριακή αντίληψη.

§ 35. Η κατανόηση η οποία συλλογάται, δεν πρέπει ποτέ να περιπλανιέται έξω από τα όρια της εμπειρίας. Διαρκώς ελέγχει την φαντασία. Η αδυνατότητα εννόησης μη φυσικών οντοτήτων πρέπει να επιδεικνύεται με επιστημονική βεβαιότητα.

§ 36. Η σύνθεση των πέντε αισθήσεών μας και ο τρόπος που μας παράσχουν πληροφορίες καθιστά την φύση υλικώς εφικτή, ως μια ολότητα εμφανίσεων εν χώρω και χρόνω. Η σύνθεση της κατανόησής μας καθιστά την φύση τυπικώς εφικτή, ως ολότητα κανόνων που ρυθμίζουν τις εμφανίσεις ώστε αυτές να εννοούνται συνδεδεμένες με την εμπειρία. Εξάγουμε τους νόμους της φύσης από τις συνθήκες της αναγκαίας ενότητάς τους σε μια συνείδηση. Μπορούμε να γνωρίζουμε, πριν από κάθε εμπειρία, τους γενικούς νόμους της φύσης διότι προέρχονται από την αισθαντικότητα και την κατανόηση. Φύση και δυνατότητα εμπειρίας είναι, εν γένει, το ίδιο πράγμα. Η κατανόηση δεν αποκομίζει τους a priori νόμους της από την φύση. Η κατανόηση υπαγορεύει στην φύση νόμους.

§ 37. Οι αναγκαίοι νόμοι της φύσης που φαίνεται ότι ανακαλύπτουμε στα αντιληπτά αντικείμενα στην πραγματικότητα προέρχονται από την κατανόησή μας.

§ 38. Σύμφωνα με τον φυσικό νόμο, η βαρύτητα μειώνεται όταν αυξάνεται το τετράγωνο της επιφάνειας επί της οποίας ασκείται η δύναμη. Εντοπίζεται ο νόμος αυτός στον χώρο καθεαυτόν; Όχι, βρίσκεται στον τρόπο που η εννόηση γνωρίζει τον χώρο. Η εννόηση είναι η προέλευση της γενικής τάξης της φύσης. Υπό τους νόμους της εμπεριέχει όλες τις εμφανίσεις. Με τον τρόπο αυτό παράγει την μορφή με την οποία, όλα τα εμπειρικά αντικείμενα που εμφανίζονται σε εμάς, υπόκειται αναγκαστικά στους νόμους της.

§ 39. Παράρτημα στην καθαρή φυσική επιστήμη. Περί του συστήματος των κατηγοριών.

Οι καντιανές κατηγορίες αποτελούν ένα πλήρες, αναγκαίο σύστημα εννοιών και έτσι οδηγεί στην κατανόηση. Οι έννοιες αυτές συνιστούν την μορφή των συνδέσεων μεταξύ των εννοιών που εμφανίζονται σε κάθε εμπειρική γνώση. Για την ταξινόμηση των καθαρών εννοιών έγινε διάκριση μεταξύ των καθαρών στοιχειωδών εννοιών της αισθητικότητας και εκείνων της κατανόησης. Οι πρώτες είναι ο χώρος και ο χρόνος. Οι δεύτερες είναι οι καθαρές έννοιες ή κατηγορίες. Ο κατάλογος είναι πλήρης, αναγκαίος και βέβαιος διότι βασίζεται σε μια αρχή ή κανόνα. Η αρχή αυτή είναι ότι, ο στοχασμός εν γένει είναι κρίση. Ο πίνακας των λειτουργιών των κρίσεων, όταν αυτοί εφαρμόζονται σε εν γένει αντικείμενα, καθίσταται πίνακας των καθαρών εννοιών της εννόησης. Αυτές και μόνο αυτές οι έννοιες είναι όλη μας η γνώση για τα πράγματα μέσω της καθαρής κατανόησης.

Αυτές οι καθαρές έννοιες είναι λογικές λειτουργίες και δεν παράγουν καθεαυτές την έννοια κάποιου αντικειμένου. Για να το κάνουν, πρέπει να βασιστούν στην αισθητηριακή εποπτεία. Η χρήση τους περιορίζεται στην εμπειρία.

Ο συστηματικός πίνακας των κατηγοριών χρησιμοποιείται ως ένδειξη κατά την έρευνα της πλήρους μεταφυσικής γνώσεως. Χρησιμοποιήθηκε στην Κριτική ως πρότυπο για την έρευνα της ψυχής (Α 344), του σύμπαντος (Α 415) και της ανυπαρξίας (Α 292), μεταξύ άλλων.

Μέρος τρίτο του κυρίως υπερβατικού προβλήματος. Πώς είναι εφικτή η μεταφυσική εν γένει;[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

§ 40. Η αλήθεια ή η αντικειμενική πραγματικότητα των εννοιών που χρησιμοποιούνται στην μεταφυσική δεν ανακαλύπτονται ή επιβεβαιώνονται από την εμπειρία. Η μεταφυσική είναι υποκειμενικώς πραγματική επειδή τα προβλήματά της εμφανίζονται στον καθένα ως αποτέλεσμα της φύσης του λόγου τους. Όμως, πώς είναι αντικειμενικά δυνατή η μεταφυσική; Οι έννοιες του λόγου είναι υπερβατικές διότι εξετάζονται ως προς το απόλυτο σύνολο όλων των δυνατών εμπειριών. Ο λόγος δεν γνωρίζει πότε να σταματήσει να ρωτά «Γιατί;». Αυτό το απόλυτο σύνολο των εμπειριών δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο εμπειρίας. Τα αντίστοιχα αντικείμενα των αναγκαίων Ιδεών του λόγου δεν μπορούν να δοθούν από την εμπειρία και είναι παραπλανητικές αυταπάτες. Μόνο μέσω της αυτογνωσίας μπορεί ο λόγος να αποτρέψει τον παράγοντα των σύμφυτων, υποκειμενικών, καθοδηγητικών Ιδεών ως υπερβατικών αντικειμένων.

§ 41. Για να καθιερωθεί η μεταφυσική ως επιστήμη πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των κατηγοριών (καθαρών εννοιών της νόησης) και των Ιδεών (καθαρών εννοιών του λόγου).

§ 42. Οι έννοιες της νόησης εμφανίζονται στην εμπειρία. Επιβεβαιώνονται δια της εμπειρίας. Από την άλλη, οι υπερβατικές έννοιες του λόγου δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν ή να διαψευσθούν από την εμπειρία διότι δεν εμφανίζονται στην εμπειρία. Για να αποφύγει τα λάθη, τις αυταπάτες και τα διαλεκτικά προβλήματα, ο λόγος πρέπει να ενδοσκοπήσει εαυτόν.

§ 43. Η προέλευση των υπερβατικών Ιδεών είναι οι τρεις μορφές συλλογισμού που χρησιμοποιεί ο λόγος κατά την δράση του. Η πρώτη Ιδέα βασίζεται στον κατηγορικό λογισμό. Είναι η ψυχολογική Ιδέα του πλήρους, απτού υποκειμένου. Η Ιδέα αυτή καταλήγει σε παραλογισμό ή σε αθέλητα εσφαλμένα εσφαλμένο λογισμό. Η δεύτερη Ιδέα βασίζεται στον υποθετικό λογισμό. Είναι η κοσμολογική ιδέα της πλήρους σειράς των συνθηκών. Η ιδέα αυτή οδηγεί σε αντινομία ή αντίφαση. Η τρίτη Ιδέα βασίζεται στον διαζευκτικό λογισμό. Είναι η θεολογική Ιδέα του πλήρους συνόλου όσων είναι εφικτών. Η ιδέα αυτή καταλήγει στο διαλεκτικό πρόβλημα του Ιδανικού. Με τον τρόπο αυτό εξετάζεται πλήρως και συστηματικά ο λόγος και οι αξιώσεις του.

§ 44. Οι Ιδέες του λόγου είναι ανώφελες, ακόμη και επιζήμιες για την κατανόηση της φύσης. Είναι η ψυχή μια απλή υπόσταση; Έχει αρχή ο κόσμος ή υπήρχε πάντοτε; Δημιούργησε την φύση κάποιο Υπέρτατο Ον; Ο λόγος, όμως, βοηθά να γίνει η κατανόηση πλήρης. Για να γίνει αυτό οι Ιδέες του λόγου εκλαμβάνονται ως εγνωσμένα αντικείμενα.

§ 45. Προεισαγωγική Σημείωση στην Διαλεκτική του Καθαρού Λόγου.

Ο λόγος εξακολουθεί να ρωτά «γιατί;» και δεν ικανοποιείται αν δεν έχει την εμπειρία και την κατανόηση ενός τελευταίου πράγματος. Αυτό, όμως, είναι μια ψευδαίσθηση. Αυτή η υπερβατική και άμετρη κατάχρηση της γνώσης πρέπει να περιοριστεί από την κοπιαστική επιστημονική καθοδήγηση.

I. Οι ψυχολογικές Ιδέες (εσφαλμένη χρήση του Λόγου πέραν της εμπειρίας)

§ 46. Η υπόσταση (αντικείμενο) δεν μπορεί να εγνωσθεί. Μόνον τα συμβεβηκότα (κατηγορήματα) μπορούν να γνωρίζονται. Η υπόσταση είναι σκέτη Ιδέα και όχι αντικείμενο. Ο καθαρός λόγος, όμως, σφάλει όταν θέλει να γνωρίσει το υποκείμενο κάθε κατηγορήματος. Κάθε υποκείμενο, όμως, είναι το κατηγόρημα ενός ακόμη υποκειμένου, και ούτω καθ' εξής ως εκεί που εκτείνεται η γνώση μας των κατηγορημάτων. Ποτέ δεν θα γνωρίσουμε το τελικό υποκείμενο ή την απόλυτη ουσία. Φαίνεται όμως ότι διαθέτουμε κάποιο εγώ που συνιστά ένα σκεπτόμενο υποκείμενο. Το εγώ όμως δεν είναι γνωστό. Είναι μόνον μια δίχως έννοια συναίσθηση της ύπαρξης και αναπαράσταση κάτινος[ασαφές] που σχετίζεται με όλη την σκέψη.

§ 47. Μπορούμε να ονομάσουμε τον σκεπτόμενο εαυτό ή ψυχή, ουσία. Μπορούμε να πούμε ότι είναι το τελικό υποκείμενο το οποίο δεν είναι κατηγόρημα ενός άλλου υποκειμένου. Οι ουσίες, όμως, είναι παραμόνημες[ασαφές]. Αν δεν μπορούμε να δείξουμε ότι ότι η ψυχή είναι παραμόνημη, τότε είναι κενή και ασήμαντη έννοια. Η συνθετική a priori πρόταση "το νοούν υποκείμενο είναι παραμόνημο" μπορεί να αποδειχθεί αν αποτελεί αντικείμενο εμπειρίας. Ονομάζουμε αυτόν τον σκεπτόμενο εαυτό ή ψυχή, ουσία. Μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα έσχατο υποκείμενο που δεν αποτελεί κατηγόρημα άλλου υποκειμένου. Οι ουσίες, όμως, είναι παραμόνημες. Αν δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι η ψυχή είναι παραμόνημη, τότε είναι μια κενή, ασήμαντη έννοια. Η συνθετική a priori πρόταση "το νοούν υποκείμενο είναι παραμόνιμο" μπορεί να αποδειχθεί μόνο αν είναι αντικείμενο εμπειρίας.

§ 48. Μπορούμε να πούμε ότι οι ουσίες είναι παραμόνιμες μόνο αν πρόκειται να τις συνδέσουμε με πιθανή ή πραγματική εμπειρία. Δεν μπορούμε να νοήσουμε τις ουσίες ως ανεξάρτητες όλων των εμπειριών. Η ψυχή ή νοούσα ουσία, δεν μπορεί να δειχθεί παραμόνιμη και αθάνατη διότι ο θάνατος είναι το τέλος της εμπειρίας. Μόνο τα ζώντα πλάσματα μπορούν να έχουν εμπειρίες. Τίποτα δεν μπορούμε να δείξουμε για την νοούσα ουσία (ψυχή) ενός προσώπου αφού το πρόσωπο πεθάνει.

§49. Γνωρίζουμε μόνον εμφανίσεις, όχι τα πράγματα καθαυτά. Τα πραγματικά σώματα είναι εξωτερικές εμφανίσεις εν χώρω. Η ψυχή μου, εαυτός ή εγώ είναι μια εσωτερική εμφάνιση εν χρόνω. Τα σώματα, ως εμφανίσεις της εξωτερικής συναίσθησής μου, δεν υφίστανται ξέχωρα από τις σκέψεις μου. Εγώ ο ίδιος ως εμφάνιση της εσώτερης συναίσθησής μου δεν υπάρχω χωρίς να είμαι η αναπαράστασή μου εν χρόνω και δεν γνωρίζομαι ως αθάνατος. Χώρος και χρόνος είναι μορφές της αισθητικότητάς μου και οτιδήποτε υπάρχει εντός των είναι μια πραγματική εμφάνιση της οποίας έχω την εμπειρία. Κάθε τι το οποίο δεν έχουμε την εμπειρία του εν χώρο ή εν χρόνω είναι για εμάς τίποτα και δεν υφίσταται για εμάς.

II. Οι Κοσμολογικές Ιδέες (εσφαλμένη χρήση του Λόγου πέραν της εμπειρίας)

§50. Η Κοσμολογική Ιδέα είναι κοσμολογική διότι αφορά τα αισθητώς εμπειρικά αντικείμενα και είναι ιδέα διότι η έσχατη συνθήκη την οποία αναζητά δεν μπορεί να είναι εμπειρική. Επειδή τα αντικείμενά της μπορούν να ανιχνεύονται, η Κοσμολογική Ιδέα δεν πρέπει να θεωρείται ως σκέτη Ιδέα. Εντούτοις υπερβαίνει την εμπειρία όταν αναζητά την έσχατη συνθήκη όλων των υπό συνθήκη αντικειμένων. Υπό την έννοια αυτή, είναι σκέτη Ιδέα.

§ 51. Υπάρχουν τέσσερις Κοσμολογικές Ιδέες. Εσφαλμένα αναφέρονται στην πληρότητα, η οποία ουδέποτε μπορεί να βιωθεί, μιας σειράς συνθηκών. Ο καθαρός λόγος προβάλει τέσσερα είδη αντιφατικών ισχυρισμών ως προς τις Ιδέες αυτές. Οι αντινομίες αυτές είναι αποτέλεσμα της φύσης της φύσης του ανθρώπινου λόγου και δεν μπορούν να αποφευχθούν.

1. Θέση: Ο κόσμος έχει χρονική και χωρική έναρξη ή όριο. Αντίθεση: Ο κόσμος δεν έχει χρονική και χωρική έναρξη ή όριο.

2. Θέση: Κάθε τι στον κόσμο συνίσταται σε κάτι που είναι απλό. Αντίθεση: Κάθε τι στον κόσμο δεν συνίσταται σε κάτι που είναι απλό.

3. Θέση: Υπάρχουν αιτίες που καθαυτές είναι ελεύθερες και αναίτιες. Αντίθεση: Δεν υπάρχουν αιτίες που καθαυτές είναι ελεύθερες και αναίτιες.

4. Θέση: Στην σειρά των αιτιών στον κόσμο υπάρχει ένα αναγκαίο, αναίτιο ον. Αντίθεση: Στην σειρά των αιτιών στον κόσμο δεν υπάρχει ένα αναγκαίο, αναίτιο ον.

§ 52a. Η διένεξη θέσης και αντίθεσης δεν μπορεί να επιλυθεί δογματικά. Αμφότερες υποστηρίζονται από αποδείξεις. Η διένεξη προκύπτει όταν ο παρατηρητής θεωρεί ότι το φαινόμενο (ένα παρατηρούμενο συμβεβηκός) είναι πράγμα καθαυτό (ένα παρατηρούμενο συμβεβηκός χωρίς παρατηρητή).

§ 52b. Το ψευδές των καθαρών Ιδεών, οι οποίες δεν είναι εμπειρία, δεν μπορεί να ανακαλυφθεί με αναφορά στην εμπειρία. Η κρυμμένη διαλεκτική των τεσσάρων φυσικών Ιδεών του καθαρού λόγου, όμως, αποκαλύπτει τον εσφαλμένο δογματισμό τους. Τα επιχειρήματα του ορθού λόγου βασίζονται σε γενικώς παραδεδεγμένες αρχές, ενώ οι αντίθετοι ισχυρισμοί παράγονται από άλλες γενικά αναγνωρισμένες αρχές. Τα αντιφατικά επιχειρήματα είναι αμφότερα ψευδή όταν βασίζονται σε μια αυτο–αντιθετική έννοια. Δεν υπάρχει ενδιάμεσος "χώρος" μεταξύ των δύο ψευδών αντιφατικών επιχειρημάτων και γι' αυτό ουδέν νοείται μέσω της αυτο–αντιφατικής έννοιας στην οποία βασίζονται.

§ 52c. Τα αντικείμενα της εμπειρίας υπάρχουν, με τον τρόπο που εμφανίζονται, μόνον στην εμπειρίας. Δεν υπάρχουν, με τον τρόπο που εμφανίζονται, έξω από τις σκέψεις του θεατή. Στις δύο πρώτες αντινομίες, τόσο η θέση όσο και η αντίθεση είναι εσφαλμένες διότι θεμελιώνονται σε αντιφατικές έννοιες.

Όσο αφορά στην πρώτη αντινομία, δεν μπορώ να πω ότι ο κόσμος είναι άπειρος ή πεπερασμένος. Ο άπειρος και πεπερασμένος χώρος και χρόνος είναι καθαρές Ιδέες και ουδέποτε είναι εμπειρίες.

Όσο αφορά στη δεύτερη αντινομία, δεν μπορώ να πω ότι ένα σώμα αποτελείται από άπειρο ή πεπερασμένο αριθμό απλών μελών. Η διαίρεση ενός σώματος της εμπειρίας σε απλά μέρη είναι εφικτή μόνο στο βαθμό που είναι εφικτή η εμπειρία.

§ 53. Οι δύο πρώτες αντινομίες είναι εσφαλμένες διότι θεωρούσαν την εμφάνιση ως πράγμα–καθ'–εαυτό (κάτι που είναι πέρα από εμφάνιση). Στις τελευταίες δύο αντινομίες και εξαιτίας παρεξήγησης, η εμφάνιση αντιπαρατέθηκε εσφαλμένα στο πράγμα–καθ'–εαυτό. Οι θέσεις είναι αληθείς για τον κόσμο των πραγμάτων–καθ'–εαυτών, ή για τον καταληπτό κόσμο. Οι αντιθέσεις είναι αληθείς για τον κόσμο των εμφανίσεων, ή τον φαινομενικό κόσμο.

Στην τρίτη αντινομία, η αντίθεση επιλύεται αν κατανοήσουμε ότι η φυσική αναγκαιότητα είναι μια ιδιότητα των πραγμάτων μόνον ως καθαρών εμφανίσεων, ενώ η ελευθερία αποδίδεται στα πράγματα–καθ'–εαυτά. Μια ενέργεια ενός έλλογου όντος έχει δύο όψεις ή καταστάσεις ύπαρξης: (1) ως εμφάνιση είναι το αποτέλεσμα κάποιου πρωθύστερου αιτίου και είναι αίτιο κάποιου επακόλουθου αποτελέσματος, και (2) ως πράγμα–καθ'–εαυτό είναι ελεύθερο ή αυθόρμητο. Αναγκαιότητα και ελευθερία μπορούν αμφότερα να είναι κατηγορήματα του λόγου. Στον κόσμο των εμφανίσεων τα κίνητρα προκαλούν αναγκαστικά δράσεις. Από την άλλη, έλλογες Ιδέες και αξιώματα ή αρχές συμπεριφοράς προστάζουν τι πρέπει να πράττουν τα έλλογα όντα. Όλες οι ενέργειες των έλλογων όντων, ως εμφανίσεων, προσδιορίζονται αυστηρά από την αιτιότητα. Οι ενέργειες αυτές είναι ελεύθερες όταν τα έλλογα όντα ενεργούν ως πράγματα–καθ'–εαυτά και σύμφωνα με τον καθαρό πρακτικό λόγο.

Η τέταρτη αντινομία επιλύεται με τον ίδιο τρόπο όπως η τρίτη. Πουθενά στον κόσμο των αισθητικών εμπειριών και εμφανίσεων υπάρχει ένα απολύτως αναγκαίο ον. Ολόκληρος ο κόσμος των αισθητικών εμπειριών και εμφανίσεων, όμως, είναι αποτέλεσμα ενός απολύτως αναγκαίου όντος το οποίο μπορεί να εννοηθεί ως πράγμα–καθ'–εαυτό το οποίο δεν υπάρχει στον κόσμο των εμφανίσεων.

§ 54. Αυτή η αντινομία της αυτο–αντίφασης του λόγου προκύπτει όταν ο λόγος εφαρμόζει τις αρχές του στον αισθητό κόσμο. Η αντινομία δεν μπορεί να αποφευχθεί όσο τα αντικείμενα (καθαρές εμφανίσεις) του αισθητού κόσμου θεωρούνται πράγματα–καθ'–εαυτά (αντικείμενα έξω ή πέρα από τον τρόπο εμφάνισής τους). Η έκθεση αυτή της αντινομίας θα επιτρέψει στον αναγνώστη να αντιμετωπίσει τις διαλεκτικές αυταπάτες που είναι αποτέλεσμα της φύσης του καθαρού λόγου.

III. Η Θεολογική Ιδέα

§ 55. Η Ιδέα αυτή είναι η εκείνη του υψηλότερου, τελειότερου, αρχέγονου, πρωταρχικού Όντος. Από αυτή την Ιδέα του καθαρού λόγου προσδιορίζονται η δυνατότητα και πραγματικότητα όλων των άλλων πραγμάτων. Η Ιδέα αυτού του Όντος συλλαμβάνεται ώστε όλες οι εμπειρίες να κατανοηθούν μέσα σε μια εύτακτη, ενοποιημένη σύνδεση. Συνιστά, όμως, διαλεκτική αυταπάτη όταν υποθέτουμε ότι οι υποκειμενικές συνθήκες της νοήσεώς μας είναι οι αντικειμενικές συνθήκες των αντικειμένων του κόσμου. Η θεολογική Ιδέα είναι υπόθεση που φτιάχτηκε για να ικανοποιεί τον λόγο. Εσφαλμένα μετατράπηκε σε δόγμα.

§ 56. Γενική Παρατήρηση για τις Υπερβατικές Ιδέες

Οι ψυχολογικές, κοσμολογικές και θεολογικές Ιδέες δεν είναι παρά καθαρές έννοιες του λόγου. Δεν μπορούν να γίνουν εμπειρίες. Κάθε ερώτηση για αυτές πρέπει να έχει απάντηση διότι είναι μόνον αρχές οι οποίες έχουν προέλθει από τον λόγο ώστε αυτός να επιτύχει πλήρη και ενοποιημένη κατανόηση της εμπειρίας. Η Ιδέα ενός συνόλου γνώσεων σύμφωνα με αρχές προσδίδει στην γνώση συστηματική ενότητα. Η ενότητα των υπερβατικών Ιδεών του λόγου δεν έχει σχέση με τα αντικείμενα της γνώσης. Οι ιδέες υπάρχουν απλώς για ρυθμιστική χρήση. Αν επιχειρήσουμε να χρησιμοποιήσουμε τις Ιδέες πέραν της εμπειρίας, προκύπτει μια συγχυσμένη διαλεκτική.

Συμπέρασμα. Περί του προσδιορισμού των δεσμών του καθαρού λόγου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

§ 57. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τα πράγματα καθ' εαυτά, δηλαδή, έξω από την εμπειρία τους. Εντούτοις τα πράγματα καθαυτά υπάρχουν και υπάρχουν άλλοι τρόποι, πέραν της εμπειρίας μας, να τα γνωρίσουμε. Πρέπει να αντιστεκόμαστε στην υπόθεση ότι τα όρια του λόγου μας είναι τα όρια της δυνατότητας των πραγμάτων ιδωμένων καθ' εαυτά. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να ορίσουμε το όριο της χρήσης του λόγου μας. Επιθυμούμε να μάθουμε για την ψυχή. Επιθυμούμε να μάθουμε για το μέγεθος και την προέλευση του κόσμου και επιθυμούμε να ξέρουμε αν η βούλησή μας είναι ελεύθερη. Θέλουμε να μάθουμε για το Υπέρτατο Ον. Ο λόγος μας πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων των εμφανίσεων, αλλά υποθέτει ότι μπορεί να υπάρξει γνώση για τα πράγματα–καθ'–εαυτά πέρα από τα όρια αυτά. Τα μαθηματικά και η φυσική μένουν εντός των ορίων των εμφανίσεων και δεν χρειάζονται να τα υπερβούν. Η φύση του λόγου είναι να θέλει να υπερβεί τα όρια της εμφάνισης και να γνωρίσει την βάση της. Ο λόγος ουδέποτε σταματά να ερωτά «Γιατί;». Ο λόγος δεν θα αναπαυθεί μέχρι να μάθει την πλήρη συνθήκη όλης της σειράς των συνθηκών. Οι πλήρεις συνθήκες εννοούνται ως οι υπερβατικές Ιδέες της άυλης Ψυχής, ολοκλήρου του κόσμου και του Υπέρτατου Όντος. Για να στοχαστούμε αυτά τα όντα του καθαρού λόγου, συμβολικά του αποδίδουμε αισθαντικές ιδιότητες. Με τον τρόπο αυτό οι Ιδέες χαράσσουν τα όρια του ανθρώπινου λόγου. Υπάρχουν στα όρια επειδή μιλάμε και σκεφτόμαστε γι' αυτές ωσάν να κατέχουν τις ιδιότητες τόσο των εμφανίσεων όσο και των πραγμάτων–καθ'–εαυτών.

Γιατί ο λόγος διατίθεται για μεταφυσικά, διαλεκτικά συμπεράσματα; Για να ενισχύσει την ηθικότητα ο λόγος έχει την τάση να μην ικανοποιείται από φυσικές εξηγήσεις που σχετίζονται με την φύση και τον αισθητό κόσμο. Ο λόγος χρησιμοποιεί Ιδέες που βρίσκονται πέραν του αισθητού κόσμου ως αναλογίες των αισθητικών αντικειμένων. Η ψυχολογική Ιδέα της Ψυχής είναι αποτροπή από τον υλισμό. Οι κοσμολογικές Ιδέες της ελευθερίας και της φυσικής αναγκαιότητας, καθώς και το μέγεθος και η διάρκεια του κόσμου, λειτουργούν αντιθετικά προς τον υλισμό ο οποίο βεβαιώνει ότι οι φυσικές εξηγήσεις είναι επαρκείς. Η θεολογική Ιδέα του Θεού απελευθερώνει τον λόγο από την μοιρολατρία.

§ 58. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το Υπέρτατο Ον απόλυτα ή όπως είναι καθ' εαυτό. Μπορούμε να το γνωρίζουμε καθόσον σχετίζεται με εμάς και τον κόσμο. Η σχέση μπορεί να είναι σαν την αγάπη του γονέα προς το παιδί, ή ενός ωρολογοποιού προς το ωρολόγιό του. Γνωρίζουμε, κατ' αναλογία, μόνον την σχέση, όχι τα άγνωστα πράγματα που σχετίζονται. Έτσι, στοχαζόμαστε τον κόσμο σαν να φτιάχτηκε από ένα Υπέρτατο Έλλογο Ον.

Λύση της γενικής ερώτησης των Προλεγομένων: Πώς είναι δυνατή η μεταφυσική ως επιστήμη;[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεταφυσική, ως φυσική διάθεση του λόγου, είναι πραγματική. Η μεταφυσική όμως οδηγεί σε αυταπάτη και διαλεκτική διένεξη. Για να καταστεί η μεταφυσική επιστήμη, μια κριτική του καθαρού λόγου πρέπει να ερευνήσει συστηματικά τον ρόλο των a priori εννοιών στην εννόηση. Μια απλή ανάλυση των εννοιών αυτών δεν προσθέτει στην προαγωγή της μεταφυσικής σε επιστήμη. Χρειάζεται μια κριτική που θα δείξει τον τρόπο που οι έννοιες αυτές σχετίζονται με την αισθητικότητα, την κατανόηση και τον λόγο. Πρέπει να παρασχεθεί ένας πλήρης πίνακας καθώς και μια εξήγηση του τρόπου που οι έννοιες αυτές έχουν αποτέλεσμα την συνθετική a priori γνώση. Αυτή η κριτική πρέπει να οριοθετήσει τους δεσμούς του λόγου. Η εμπιστοσύνη στην κοινή λογική ή στις δηλώσεις περί πιθανότητας δεν θα οδηγήσουν σε μια επιστημονική μεταφυσική. Μόνο μια κριτική του καθαρού λόγου μπορεί να δείξει πώς ερευνά ο λόγος τον εαυτό του και να γίνει το θεμέλιο της μεταφυσικής ως πλήρους, παγκόσμιας και βέβαιης επιστήμης.

Παράρτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πώς να κάνουμε πραγματικότητα τη Μεταφυσική ως επιστήμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ακριβής και προσεκτική εξέταση του καθαρού λόγου είναι αναγκαία. Αλλιώς, πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε αξίωση για μεταφυσική επιστήμη. Η υπάρχουσα Κριτική του καθαρού λόγου μπορεί να εκτιμηθεί μόνον αφού εξετασθεί. Ο αναγνώστης πρέπει να αγνοήσει για λίγο τις συνέπειες των κριτικών ερευνών. Οι έρευνες της Κριτικής ίσως αντιτάσσονται στη μεταφυσική του αναγνώστη, μπορεί όμως να εξετασθεί το έδαφος, βάσει του οποίου αναδεικνύονται οι συνέπειες. Πολλές μεταφυσικές προτάσεις αλληλοσυγκρούονται. Δεν υπάρχει βέβαιο κριτήριο για την αλήθεια αυτών των μεταφυσικών προτάσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια κατάσταση η οποία απαιτεί η παρούσα Κριτική του καθαρού λόγου να ερευνηθεί, πριν κριθεί η συμβολή της στη μετατροπή της μεταφυσικής σε πραγματική επιστήμη.

Η προκατάληψη για την Κριτική του Καθαρού Λόγου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καντ παρακινήθηκε να γράψει αυτά τα Προλεγόμενα αφού διάβασε μια κατά την άποψή του ρηχή και αμαθή κριτική της Κριτικής του Καθαρού Λόγου. Η κριτική εκείνη δημοσιεύτηκε ανώνυμα σε περιοδικό και ήταν γραμμένη από τον Κρίστιαν Γκάρβε, με πολλές παρεμβάσεις και αποκοπές του Γιόχαν Γκέοργκ Χάινριχ Φέντερ (Johann Georg Heinrich Feder). Η Κριτική του Καντ απορρίφθηκε ως «σύστημα υπερβατικού ή ψιλού ιδεαλισμού». Αυτό την έκανε να φαίνεται ως εξέταση των πραγμάτων που υπάρχουν πέραν κάθε εμπειρίας. Ο Καντ, όμως, επέμεινε ότι πρόθεσή του ήταν ο περιορισμός των ερευνών του στην εμπειρία και την γνώση που την καθιστά εφικτή. Μεταξύ άλλων λαθών η κριτική του περιοδικού ισχυριζόταν ότι ο πίνακας και η παραγωγή των κατηγοριών του Καντ ήσαν «κοινά, γνωστά αξιώματα της λογικής και της οντολογίας, εκπεφρασμένα με ιδεαλιστικό τρόπο». Ο Καντ πίστεψε ότι η Κριτική του ήταν μια μείζων τοποθέτηση ως προς τις δυνατότητες της μεταφυσικής. Στα Προλεγόμενα προσπάθησε να δείξει ότι όλα τα έργα περί μεταφυσικής πρέπει να σταματήσουν έως ότου η Κριτική του μελετηθεί και γίνει αποδεκτή ή αντικατασταθεί από μια καλύτερη κριτική. Κάθε μελλοντική μεταφυσική που ισχυρίζεται ότι είναι επιστήμη πρέπει να εξετάσει την ύπαρξη των συνθετικών a priori προτάσεων και των διαλεκτικών αντινομιών του καθαρού λόγου.

Μια πρόταση: να ερευνηθεί η Κριτική του Καθαρού Λόγου κατά τρόπο ώστε να έπεται η κρίση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καντ πρότεινε να ελεγχθεί το έργο σε μικρά τμήματα, εκκινώντας από τους βασικούς ισχυρισμούς. Τα Προλεγόμενα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως γενικό περίγραμμα που θα συγκριθεί με την Κριτική. Δεν έμεινε ικανοποιημένος από συγκεκριμένα μέρη της Κριτικής και πρότεινε η συζήτηση μέσα στα Προλεγόμενα να χρησιμοποιηθούν για την διασάφηση των τμημάτων αυτών. Τα μη ικανοποιητικά τμήματα ήταν η παραγωγή των κατηγοριών και οι αντινομίες του καθαρού λόγου μέσα στην Κριτική. Αν η Κριτική και τα Προλεγόμενα μελετηθούν και κριθούν από τις ενωμένες προσπάθειες σκεπτόμενων ανθρώπων, τότε η μεταφυσική θα γίνει επιτέλους επιστήμη. Με τον τρόπο αυτό η μεταφυσική γνώση θα διακριθεί από την εσφαλμένη γνώση. Θα ωφεληθεί επίσης και η θεολογία αφού θα ανεξαρτητοποιηθεί από τον μυστικισμό και τη δογματική σκέψη.

Αξιολόγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Lewis White Beck ισχυρίζεται ότι κεντρικό ενδιαφέρον των Προλεγομένων στην κατεύθυνση μελέτης της φιλοσοφίας είναι «ο τρόπος με τον οποίο υπερβαίνει και εναντιώνεται στις απόψεις του σύγχρονου θετικισμού».[6] Γράφει εκεί: «Τα Προλεγόμενα είναι, επιπλέον, η καλύτερη εισαγωγή για το τεράστιο και ασαφές αριστούργημα, την Κριτική του Καθαρού Λόγου. … Διαθέτει παραδειγματική διαύγεια και πνεύμα που την κάνουν μοναδική ανάμεσα στα σπουδαιότερα έργα του Καντ και εξαιρετικά κατάλληλο ως βοήθημα για την καντιανή φιλοσοφία».[7] Ο Ernst Cassirer διαβεβαίωνε ότι «τα Προλεγόμενα εγκαινιάζουν μια νέα μορφή αληθινά φιλοσοφικής δημοτικότητας, ασυναγώνιστης σε σαφήνεια και οξυδέρκεια»."[8] Ο Schopenhauer, στα 1819, δήλωνε ότι τα Προλεγόμενα ήταν «το τελειότερο και κατανοητότερο από όλα τα κύρια έργα του Καντ, πολύ λιγότερο διαβασμένο, αφού βοηθά εξαιρετικά στην μελέτη της φιλοσοφίας του»."[9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Οι αναλυτικές και οι συνθετικές μέθοδοι δεν είναι το ίδιο με τις αναλυτικές και συνθετικές κρίσεις. Η αναλυτική μέθοδος προχωρά από το εγνωσμένο προς το μη γνωστό. Η συνθετική μέθοδος προχωρά από το μη εγνωσμένο προς το εγνωσμένο. Στις παραγράφους §4 και 5 ο Καντ υποστηρίζει ότι η αναλυτική μέθοδος υποθέτει πώς η γνώση που προέρχεται από τον καθαρό λόγο υπάρχει πράγματι. Εκκινούμε από αυτή την έγκυρη γνώση και προχωρούμε προς τις πηγές που μας είναι άγνωστες. Αντίστροφα, η συνθετική μέθοδος εκκινεί από το άγνωστο και διεισδύει βαθμηδόν έως ότου προσεγγίσει ένα σύστημα γνώσης που βασίζεται στον λόγο.
  2. Immanuel Kant: Προλεγόμενα εις πάσαν μέλλουσαν μεταφυσικήν ήτις δύναται να παρουσιάζηται ως επιστήμη. Μετάφρασις - Εισαγωγή - Σχόλια Χ. Γιερού, Εκδ. "Οίκου βιβλίου", Αθήναι χ.χ.
  3. Immanuel Kant: Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη. Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια Γιάννη Τζαβάρα. Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα 1982.
  4. Καρτέσιος έχει αποδείξει την υποκειμενικότητα της δευτερεύουσας ποιότητας των αντιληπτών αντικειμένων, αλλά ο Καντ αυτό το έχει αποδείξει και για την πρωταρχική ποιότητα." Άρθουρ Σοπενχάουερ, Manuscript Remains, I, § 716.
  5. Ο τρόπος πρόσθεσης της καθαρής έννοιας της κατανόησης στην αντίληψη εξηγείται στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, A 137.
  6. Prolegomena to any future metaphysics, "Editor's Introduction," The Library of Liberal Arts, 1950
  7. Ibid.
  8. Καντ's life and thought, Chapter IV, Yale University Press, 1981, ISBN 0-300-02982-9
  9. The World as Will and Representation, Volume I, Appendix, Dover Publications, 1969, ISBN 0-486-21761-2

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]