Ποντιακή βάφτιση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η βάπτιση του παιδιού γινόταν συνήθως πριν από τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από τη γέννηση του και λεγόταν φωτίσα. Το πρώτο παιδί το βάφτιζε αυτός που στεφάνωνε το ζευγάρι "για να λυθούν τα σταυρωμένα χέρια του".

Σε έκτακτες περιστάσεις, όπως όταν κινδύνευε να πεθάνει το άρρωστο βρέφος κι έπρεπε να το βαφτίσουν βιαστικά, κάποτε και με αεροβάπτισμα, δεξάμενος γινόταν οποιοσδήποτε παρευρισκόμενος.

Για τα επόμενα παιδιά συνήθως το καθένα είχε το δικό του δεξάμενο. Η επιλογή σ' αυτές τις περιπτώσεις γινόταν μεταξύ συνομηλίκων, φίλων, συγγενών ή κάποιου που πρόσφερε κάποτε εκδούλευση στους γονείς.

Την επιλογή έκαναν συχνά οι μειζέτεροι (πρεσβύτεροι) της οικογένειας του παιδιού. Δεν έλειπαν και τα παρασκήνια: έμμεσα ζητούσαν κάποιοι και ιδίως οι άτεκνοι να βαφτίσουν κάποιο παιδί, για ν' αποκτήσουν κι αυτοί παιδί. Αν όμως η επιλογή τους γινόταν απροειδοποίητα, αυτό το θεωρούσαν μεγάλη τύχη.

Για βρέφος κεροζύγιαστον, επιλέγονταν ως δεξάμενοι δύο δίδυμοι ετερόφυλοι. Κεροζύγιαστον είναι το ζυγισμένο παιδί, με αντίβαρο κερί. Όταν το ένα μετά το άλλο τα παιδιά μια οικογένειας γεννιούνταν νεκρά ή πέθαιναν σε μικρό χρονικό διάστημα μετά τη γέννησή τους, για να επιβιώσει το επόμενο παιδί, έκαναν, ανάμεσα στις άλλες μαγικοθρησκευτικές ενέργειες και το κεροζύγιασμα. Δηλαδή ετοίμαζαν τη ζυγαριά και μόλις, γεννιόταν το παιδί, πριν ακόμα το ακουμπήσει η μαμή κάπου, το τοποθετούσε από τη μια μεριά της ζυγαριάς και από την άλλη έβαζαν ως αντίβαρο κερί ακατέργαστο ή διαμορφωμένο σε κεριά και λαμπάδες. Το κερί αυτό το πρόσφεραν μετά στην εκκλησία στο συγκεκριμένο Άγιο, που το είχαν τάξει.

Τα αγόρια είχαν δεξάμενο και τα κορίτσια δεξαμέντζαν. Τα δίδυμα βαπτίζονταν από διαφορετικούς δεξάμενους του δικού τους φύλου.

Στο νονό (δεξάμενον) έστελναν για σημάδι πρόσκλησης κόκκινη λαμπάδα, μια πετσέτα και οι πλούσιοι ένα αρνί αρματωμένο, δηλαδή στολισμένο με λουλούδια και άλλα στολίδια στο σώμα και στα κέρατα. Ο κουμπάρος ψώνιζε τα βαφτιστικά του μωρού και το δώρο που θα έκανε στη μητέρα του μωρού. Δώρο ψώνιζε και η μητέρα για τον κουμπάρο. Ένας ή δύο συγγενείς ή φίλοι πήγαιναν με ένα καλάθι γαρίφαλα και καλούσαν τον κόσμο δίνοντας τους από ένα.

Ο κουμπάρος έφερνε στην εκκλησία δυο κουβάδες με ζεστό νερό για την κολυμπήθρα. Το μωρό το έφερνε στην εκκλησία κάποιος συγγενής και εκεί αφού το έπαιρνε ο κουμπάρος του έδινε λεφτά. Την ώρα της βάφτισης έριχναν λεφτά μέσα στην κολυμπήθρα, τα οποία και έπαιρνε πίσω αυτός που τα έριχνε. Φωτιστέρα έλεγαν δυο πανιά, που το ένα κρεμιόταν από το λαιμό του νονού και το άλλο απλωνόταν πάνω στο άλλο για να βάλουν το βρέφος μετά τη βάπτιση.

Την ορισμένη μέρα και ώρα ο δεξάμενος ερχόταν στο σπίτι του βρέφους με αλάι. Από 'κει πήγαινε η πομπή στην εκκλησία για τη βάπτιση. Σ' άλλα μέρη πήγαιναν κατευθείαν με το αλάι του στην εκκλησία. Η ονοματοθεσία ήταν δικαίωμα του δεξάμενου.

Μόλις δινόταν το όνομα, έτρεχαν τα παιδιά στη μητέρα, η οποία έμενε σ' όλη τη διάρκεια του μυστηρίου στο σπίτι και της αναγγέλλανε το όνομα του παιδιού με τις φράσεις: "φως σ' ομμάτα σ' εσέγκαν ατό...". Όταν τέλειωνε η βάφτιση σήκωναν τον κουμπάρο ψηλά και φώναζαν « Άξιος ». Δύο κορίτσια έπαιρναν το νερό της κολυμπήθρας, το έχυναν σε καθαρό μέρος και ο κουμπάρος τις έδινε λεφτά. Αντί για μπομπονιέρες μοίραζαν στον κόσμο καραμέλες, λεφτά και μικρά σταυρουδάκια. Ο νονός χάριζε στο βαφτιστικό του (δεξιμάτ') σταυρό, ρούχα και παπούτσια, ενώ οι γονείς του βαφτισιμιού χάριζαν σ' αυτόν πουκάμισο, κάλτσες κ.α. που τα έλεγαν συντεκνάτ'κα.

Ο κουμπάρος πήγαινε στο σπίτι της μητέρας, όπου η ίδια γονάτιζε τρεις φορές, του φιλούσε το χέρι και έπαιρνε το μωρό. Τότε ο κουμπάρος της έλεγε: "Σου παραδίνω το βαφτιστικό μου, να το προσέξεις σαν τα μάτια κι απ' τη φωτιά κι απ' όλα τα κακά". Στη συνέχεια ακολουθούσε το γλέντι. Όταν ο κουμπάρος έφευγε από το σπίτι πήγαινε πάνω από την κούνια του μωρού, το φιλούσε και του έριχνε λεφτά. Το ίδιο έκαναν και άλλοι συγγενείς.

Ο δεξάμενον είχε υποχρεώσεις απέναντι στον αναδεξιμιό του. Εκτός από τα συνηθισμένα δώρα που του έκανε κατά καιρούς και ιδίως ένα καλό ντύσιμο (ρούχα, παπούτσια, κ.λ.π.), έπρεπε να δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον για τη ζωή του (μόρφωση, επαγγελματική αποκατάσταση, γάμος). Τον στεφάνωνε ο ίδιος ή ο γιος του.

Ο νονός εκτιμούνταν ιδιαίτερα από τους γονείς του βαπτισθέντος και έβρισκε ιδιαίτερη περιποίηση, όταν επισκεπτόταν το σπίτι του βαπτιστικού του. Για το νονό ή τη νονά ο βαφτισιμιός ήταν το δεξιμάτιν (το κορίτσι, η δεξιματέα). Το δεξιμάτιν σ' όλη του τη ζωή ήταν υποχρεωμένο να προσαγορεύει το νονό του με το « δεξάμενε » και τη νονά με το « δεξαμένε » ή το « δεξαμέντζα ». Έπρεπε ακόμα να τους τιμά με καλαντίσματα, συχνές επισκέψεις στο σπίτι τους, με εκδουλεύσεις, κ.λ.π. Τέλος έπρεπε να τους ανάβει κερί μετά που πέθαιναν.

Σύμφωνα με την παράδοση απαγορευόταν ο γάμος μεταξύ των βαπτιστικών του ίδιου νονού, που θεωρούνταν σιτ' γαρτασού (γαλατάδελφα) .

Βιβλιογραφία-Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού-Μαλλιάρης Παιδεία
  • ΠΟΝΤΟΣ-ΑΝΑΤΟΛΙΑ-Λούση Μπρατζιώτη