Περόνη (αποσαφήνιση)
Εμφάνιση
Ο όρος περόνη γενικά αναφέρεται σε κάποιο αντικείμενο (συνήθως μεταλλικό) μακρόστενου σχήματος που χρησιμοποιείται για να διαπεράσει ένα άλλο αντικείμενο.
Ετυμολογικά, προέρχεται από το αρχαίο ρήμα πείρω που σημαίνει διαπερνώ, τρυπώ.
Ειδικότερα, ο όρος μπορεί να αναφέρεται στα παρακάτω:
- Περόνη (ενδυμασία), αρχικά, αντικείμενο που είχε κύριο σκοπό να σταθεροποιήσει κάποιο ένδυμα στη θέση του· μεταγενέστερα, κόσμημα που καρφιτσώνεται στα ρούχα.
- Περόνη (οστό), οστό των κάτω άκρων των δίποδων ζώων ή των οπίσθιων άκρων των τετράποδων ζώων.
- Περόνη, το κινούμενο «καρφί» στην αγκράφα που διαπερνά και σταθεροποιεί τη ζώνη.
- Περόνη, εναλλακτικός όρος για την κοπίλια και κάθε αντικείμενο που χρησιμοποιείται ως ασφάλεια σε κάποιο άλλο αντικείμενο (λ.χ. περόνη χειροβομβίδας ή περόνη πυροσβεστήρα).
- Περόνη, εναλλακτικός όρος για τον σκαλμό που χρησιμοποιείται για το δέσιμο των σχοινιών σε ένα παραδοσιακό ιστιοφόρο πλοίο [1].
- Περόνη ή πιρούνι, το τμήμα που ενώνει τον μπροστινό τροχό με το υπόλοιπο σώμα μιας μοτοσυκλέτας.
- Περόνες ή πιρούνια, τα εξαρτήματα σε ένα παλετοφόρο ή ένα περονοφόρο ανυψωτικό όχημα που σύρονται κάτω από μια παλέτα και την ανυψώνουν με σκοπό να τη μετακινήσουν.
- Περόνες ή πιρούνια ή νύχια, τα εξαρτήματα που προσαρμόζονται στους κάδους / τσάπες των χωματουργικών οχημάτων.
-
Χάλκινη περόνη για τη σταθεροποίηση ενδυμάτων
-
Δεξιά περόνη στο ανθρώπινο σώμα
-
Περόνη αγκράφας σε μια ζώνη
-
Απλή περόνη ασφαλείας (κοπίλια)
-
Η λεγόμενη περόνη ασφαλείας ω
-
Περόνη χειροβομβίδας (φέρει κρίκο για ευκολότερη απασφάλιση)
-
Σχοινί δεμένο σε μεταλλική περόνη (σκαλμό) ιστιοπλοϊκού
-
Μοτοσυκλέτα με χαρακτηριστική μακριά περόνη
-
Περόνες σε περονοφόρο όχημα
-
Περόνες (μπλε) σε κάδο φορτωτή
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «naftotopos.gr». Λεξικό Ναυτικών Όρων.
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν. Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τον σύνδεσμο για να συνδέει προς την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα. |