Ο ιππότης του φλεγόμενου γουδόχερου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο ιππότης του φλεγόμενου γουδόχερου
Εξώφυλλο έκδοσης του 1635
ΣυγγραφέαςΦράνσις Μπόμοντ
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1607
Μορφήθεατρικό έργο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο ιππότης του φλεγόμενου γουδόχερου (αγγλικός τίτλος: The Knight of the Burning Pestle) είναι θεατρικό έργο σε πέντε πράξεις του Φράνσις Μπόμοντ, παίχτηκε για πρώτη φορά το 1607 και δημοσιεύτηκε το 1613. Το έργο είναι μια σάτιρα των ιπποτικών μυθιστοριών και θεωρείται η παλαιότερη παρωδία στην αγγλική λογοτεχνία. [1]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ένα θέατρο στο Λονδίνο, οι ηθοποιοί αρχίζουν να παίζουν μια συναισθηματική κωμωδία από τη ζωή της πόλης που ονομάζεται Ο έμπορος του Λονδίνου. Ωστόσο, δύο θεατές που είναι παρόντες στην αίθουσα - ένας μπακάλης και η σύζυγός του - εκφράζουν δυσαρέσκεια για την παράσταση και αρχίζουν να μαλώνουν με τους ηθοποιούς. [2]

Ο μπακάλης υποθέτει ότι το έργο θα σατιρίσει το επάγγελμα και την τάξη του, σχολιάζει θυμωμένα τον «Πρόλογο» του αφηγητή και ανεβαίνει στη σκηνή όπου (με την υποστήριξη του κοινού) καθιερώνει τον εαυτό του και τη σύζυγό του ως λογοκριτές της παράστασης. Παρεμβαίνουν συνεχώς στο έργο, αναγκάζοντας τους ηθοποιούς να ενσωματώσουν έναν νέο ήρωα που θα είναι ένας μπακάλης που γίνεται ιππότης και κάνει αξιοσημείωτα κατορθώματα και γενναίες πράξεις: σώζει κοπέλες που βρίσκονται σε αιχμαλωσία, σώζει την πόλη από τους εχθρούς, ταξιδεύει σε ξένες χώρες: ένας ιππότης που θα υποστηρίξει την τιμή των παντοπωλών. Αυτός είναι ο «Ιππότης του Φλεγόμενου γουδόχερου» του τίτλου (το γουδοχέρι που ο ιππότης έφερε στην ασπίδα του ήταν σύμβολο του επαγγέλματος των παντοπωλών, που συχνά χτυπούσαν διάφορα μπαχαρικά στο γουδί). Για τον ρόλο του ιππότη επιστρατεύεται ο Ρέιφ, μαθητευόμενος του μπακάλη, ο οποίος είναι καλός στις «όμορφες ομιλίες». [3]

Παράλληλα, οι ηθοποιοί προσπαθούν να συνεχίσουν να παίζουν το κανονικό τους έργο, το οποίο επικεντρώνεται στο ειδύλλιο του φτωχού και κοινωνικά ασήμαντου Τζάσπερ, μαθητευόμενου ενός πλούσιου εμπόρου, με την κόρη του κυρίου του, τη Λούσι, την οποία ο πατέρας της σκοπεύει να παντρέψει με έναν αξιότιμο κύριο, και στις προσπάθειες των δύο εραστών να παντρευτούν παρά τη θέληση του πατέρα.

Αλλά το έργο διακόπτεται συνεχώς καθώς αναγκάζονται να εμφανίζουν στη σκηνή τον ιππότη Ρέιφ, όποτε ο μπακάλης και η γυναίκα του βαριούνται ή προσβάλλονται από τη δράση και σταματούν συχνά το έργο για να εκφράσουν τις προκαταλήψεις τους, να σχολιάσουν χαρακτήρες ή να επιμείνουν σε αλλαγές, απαιτώντας περισσότερες ιπποτικές και εξωτικές περιπέτειες για τον Ρέιφ. Η παρουσία του Ρέιφ αναγκάζει τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν όλο και περισσότερο για να διατηρήσουν το ενδιαφέρον της παράστασης και τελικά εμφανίζεται τόσο συχνά που οι περιπέτειές του γίνονται μια υποπλοκή, ένα ξεχωριστό «έργο μέσα στο έργο».

Τα δύο έργα παίζουν παράλληλα, με ιππότες που είναι στην πραγματικότητα μπακάληδες, γίγαντες που είναι στην πραγματικότητα κουρείς, πονηρά σχέδια, ψεύτικους θανάτους, φαντάσματα, ακόμη και μια πριγκίπισσα που ερωτεύεται τον Ρέιφ. Ο μπακάλης και η σύζυγός του απαιτούν η συμμετοχή του Ρέιφ στο δράμα να έχει επίσης ένα κατάλληλο τέλος και έτσι παρουσιάζεται στο τέλος μια δραματική σκηνή μάχης όπου ο Ρέιφ σκοτώνεται ηρωικά. Επίσης, ο πλούσιος έμπορος συμφωνεί τελικά στον γάμο της κόρης του με τον μαθητευόμενό του και όλοι είναι ικανοποιημένοι.[4]

Σάτιρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρωδώντας τα ιπποτικά ρομάντζα, ο «Ιππότης του φλεγόμενου γουδοχεριού» θυμίζει τον Δον Κιχώτη του Μιγκέλ ντε Θερβάντες, που γράφτηκε περίπου την ίδια εποχή. Ο συγγραφέας σατιρίζει τη νέα απαίτηση της εποχής για ιστορίες των μεσαίων στρωμάτων που να απευθύνονται στα μεσαία στρώματα και συγχρόνως παρωδεί τα εξωτικά και ιπποτικά έργα που ήταν εντελώς υπερβολικά. Το ευρύτερο χιούμορ του έργου προέρχεται από υπονοούμενα και σεξουαλικά αστεία, καθώς και από διασκεδαστικές αναφορές σε θεατρικούς συγγραφείς της εποχής, το κοινό τους και γενικά για τη δουλειά του θεάτρου με κωμικές αναφορές σε μερικά από τα τότε δημοφιλή αγγλικά έργα - Οι τέσσερις μαθητευόμενοι από το Λονδίνο του Τόμας Χέιγουντ, Η γιορτή των τσαγκάρηδων του Τόμας Ντέκερ, το πρώτο μέρος του Ερρίκος ο Δ΄ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Ταμερλάνος του Κρίστοφερ Μάρλοου, Η ισπανική τραγωδία του Τόμας Κιντ.[5]

Όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, η κωμωδία απέτυχε: το πειραματικό έργο με την ασυνήθιστη δομή, που χρησιμοποιεί ευρέως στοιχεία παρωδίας και μεταθεάτρου και σπάζει τον «τέταρτο τοίχο» από τις πρώτες κιόλας γραμμές, δεν έγινε δεκτό από τους συγχρόνους του συγγραφέα, όπως αναφέρει ο εκδότης στον πρόλογο της πρώτης δημοσίευσης. Στις επόμενες γενιές, ωστόσο, αναπτύχθηκε ενδιαφέρον, το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα.[6] [7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]