Ερρίκος ο Δ΄ (πρώτο μέρος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ερρίκος ο Δ΄ (πρώτο μέρος)
Σκηνή από την τρίτη πράξη, πίνακας του Έντουιν Όστιν Άμπεϊ (1905)
ΣυγγραφέαςΟυίλλιαμ Σαίξπηρ
ΤίτλοςThe First Part of King Henry the Fourth
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1597
Ημερομηνία δημοσίευσης1597
Μορφήθεατρικό έργο
ΕπόμενοΕρρίκος ο Δ' (δεύτερο μέρος)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ερρίκος ο Δ΄ (πρώτο μέρος) (αγγλικός τίτλος: Henry IV, Part 1) είναι ιστορικό δράμα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, που πιστεύεται ότι γράφτηκε το 1596 ή το 1597 και δραματοποιεί μέρος της βασιλείας του Ερρίκου Δ΄ της Αγγλίας.

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1598 με τον τίτλο Η ιστορία του Ερρίκου Δ΄, χωρίς ένδειξη προγραμματισμένης συνέχειας. Μετά τη μεγάλη θεατρική και εκδοτική επιτυχία του, ο Σαίξπηρ παρουσίασε δύο χρόνια αργότερα ένα δεύτερο έργο με τίτλο Ερρίκος ο Δ΄ (δεύτερο μέρος). Στην έκδοση του 1623, ο τίτλος του πρώτου έγινε Ερρίκος ο Δ΄ (πρώτο μέρος).[1]

Το έργο καλύπτει μόλις ένα χρόνο, αρχίζοντας από το 1402 έως το 1403, στην αρχή της βασιλείας του Ερρίκου Δ'. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την αποτυχημένη απόπειρα της οικογένειας Πέρσυ και των συμμάχων τους να ανατρέψουν τον Ερρίκο Δ΄. Παράλληλα με την πολιτική και στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ του βασιλιά Ερρίκου και των επαναστατημένων ευγενών, απεικονίζει τον έκλυτο βίο του γιου του Βασιλιά (ο μελλοντικός Ερρίκος Ε΄) και την τελική μεταστροφή του.[2]

Σε όλο το έργο, η τραγική πλοκή διακόπτεται τακτικά από κωμικά επεισόδια με τον Φάλσταφ, έναν εύθυμο ευγενή, φίλο του γιου του Βασιλιά. Ο συνδυασμός του κωμικού και του τραγικού, η εναλλαγή των ευχάριστων, κωμικών σκηνών με τις δραματικές καταστάσεις συνέβαλαν στην επιτυχία του έργου, που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του Σαίξπηρ.

Ο Ριχάρδος ο Β΄, τα δύο μέρη του Ερρίκου Δ΄ και ο Ερρίκος ο Ε΄ αποτελούν τη δεύτερη τετραλογία του Σαίξπηρ, την Ερρικειάδα, που αναφέρεται σε γεγονότα της αγγλικής ιστορίας από το 1398 έως το 1420 και τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η πρώτη τετραλογία, που αποτελείται από τα τρία μέρη του Ερρίκου ΣΤ΄ και τον Ριχάρδο Γ΄, χρονολογικά από το 1422 έως το 1485.[3]

Ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της ιστορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασιλιάς Ερρίκος Δ΄.

Ο Ερρίκος του Μπόλινμπροκ ήταν γιος του Ιωάννη της Γάνδης, Δούκα του Λάνκαστερ, και διάδοχος του ισχυρού δουκάτου του Λάνκαστερ στη βόρεια Αγγλία. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ριχάρδου Β΄, εκμεταλλευόμενος μια σχεδόν γενική δυσαρέσκεια των ευγενών του βασιλείου, ο Μπόλινμπροκ συγκέντρωσε σημαντικές δυνάμεις σε σημείο να εκφοβίσει τον βασιλιά Ριχάρδο και να τον κάνει να παραιτηθεί από το στέμμα του. Ο Μπόλινμπροκ στέφθηκε βασιλιάς ως Ερρίκος Δ΄, αν και δεν ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Ριχάρδου. Το αίσθημα της απιστίας λόγω αυτού του σφετερισμού θα συνεχίσει να στοιχειώνει τον Ερρίκο Δ΄ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.[4]

Η άνοδος του Μπόλινμπροκ διευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από την οικογένεια Πέρσυ. Οι Πέρσυ ήταν οι πρώτοι που τον υποστήριξαν εναντίον του Ριχάρδου Β΄, προσφέροντάς του αποφασιστική στρατιωτική υποστήριξη. Αυτοί ήταν που αιχμαλώτισαν τον βασιλιά Ριχάρδο. Την εποχή της ανατροπής, ήταν ίσως οι πιο ισχυροί υπήκοοι στο βασίλειο μετά τον Μπόλινμπροκ. Επιπλέον, έχοντας ως αποστολή να απωθούν τις συχνές επιδρομές της Σκωτίας στο βασίλειο, λειτουργία για την οποία λάμβαναν σημαντικό εισόδημα από το στέμμα, απέκτησαν τρομερή στρατιωτική εμπειρία και αξία.

Όταν ο Ριχάρδος Β΄ παραιτήθηκε, ο δυναστικός διάδοχος του αγγλικού στέμματος ήταν ο Έντμουντ Μόρτιμερ, Κόμης του Μαρς, από τη γραμμή του Λάιονελ της Αμβέρσας, Δούκα του Κλάρενς. Στη συνέχεια, η ίδια η ύπαρξη των Μόρτιμερ αποτελούσε απειλή για τη νομιμότητα του Ερρίκου Δ΄. Έτσι, όταν ο Έντμουντ Μόρτιμερ έπεσε στα χέρια των Ουαλών ανταρτών τον Ιούνιο του 1402 πολεμώντας στο πλευρό του Ερρίκου Δ΄ στη μάχη του Μπριν Γκλας εναντίον του Ουαλού επαναστάτη Όουεν Γκλεντάουερ, ο βασιλιάς Ερρίκος Δ΄ αρνήθηκε να πληρώσει τα λύτρα του, κάτι που εξόργισε τον Χάρρυ Πέρσυ, γνωστό ως Χότσπερ, έναν από τους Πέρσυ, καθώς ο Μόρτιμερ ήταν κουνιάδος του.

Το έργο ξεκινά με αυτή την άρνηση, η οποία, σύμφωνα με τον Σαίξπηρ, ο οποίος αναμειγνύει πολλούς Μόρτιμερ σε έναν χαρακτήρα, είναι η πηγή της εξέγερσης των Πέρσυ εναντίον του βασιλιά, ο πραγματικός ιστορικός λόγος αυτής της σύγκρουσης παραμένει στις μέρες μας άγνωστος και αποτελεί αντικείμενο εικασιών.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συζήτηση ανάμεσα στους επαναστάτες Χότσπερ, Γκλεντάουερ, Μόρτιμερ και Γούστερ, πίνακας του Γιόχαν Χάινριχ Φύσλι (1784).

Το έργο ακολουθεί τρεις ομάδες χαρακτήρων που αρχικά σχετίζονται μόνο έμμεσα. Αυτές οι ομάδες συγκλίνουν όσο προχωρά το έργο και συγκρούονται κατά τη διάρκεια της μάχης του Σρώσμπερυ (Ιούλιος 1403). Η πρώτη επικεντρώνεται γύρω από τον βασιλιά Ερρίκο Δ' και το άμεσο συμβούλιο του, που επιδιώκουν να καταστείλουν μια εξέγερση ευγενών. Η δεύτερη είναι η ομάδα των επαναστατημένων αρχόντων, με επικεφαλής τον Τόμας Πέρσυ, Κόμη του Γούστερ, τον αδερφό του Χένρυ Πέρσυ, Κόμη του Νορθάμπερλαντ, και τον δραστήριο γιο του τελευταίου, Χάρρυ Πέρσυ (Χότσπερ). Έχουν επίσης προσχωρήσει ο Σκωτσέζος κόμης Ντάγκλας, ο Ουαλός Όουεν Γκλεντάουερ και ο Έντμουντ Μόρτιμερ. Η τρίτη ομάδα, το κωμικό τμήμα του έργου, αποτελείται από τον νεαρό πρίγκιπα Χαλ, τον μεγαλύτερο γιο του βασιλιά Ερρίκου, και τους εύθυμους συντρόφους του Φάλσταφ, Πόινς, Μπάρντολφ και Πέτο.[5]

Από την αρχή του έργου, η βασιλεία του Ερρίκου Δ΄ αντιμετωπίζει προβλήματα: η προσωπική του ανησυχία για τον σφετερισμό του θρόνου από τον Ριχάρδο Β΄ θα λυνόταν με μια σταυροφορία στους Αγίους Τόπους, αλλά τα προβλήματα στα σύνορά του με τη Σκωτία και την Ουαλία καθιστούν μια τέτοια πράξη αδύνατη. Επιπλέον, βρίσκεται όλο και περισσότερο σε αντίθεση με την ισχυρή οικογένεια Πέρσυ, που τον βοήθησε στην άνοδο στον θρόνο, και με τον Έντμουντ Μόρτιμερ, 4ο Κόμη του Μαρς, τον νόμιμο διάδοχο του Ριχάρδου Β΄.

Ο βασιλιάς Ερρίκος επίσης προβληματίζεται από τη συμπεριφορά του μεγαλύτερου γιου και διαδόχου του, Χαλ (μετέπειτα Ερρίκου Ε΄). Ο Χαλ περνά λίγο χρόνο στη βασιλική αυλή, προτιμώντας να ξημεροβραδυάζεται σε ταβέρνες παρέα με ανέντιμους και έκλυτους συντρόφους. Αυτό τον κάνει αντικείμενο περιφρόνησης για τους ευγενείς και θέτει σε κίνδυνο τη νομιμότητά του ως κληρονόμου. Ο κύριος φίλος του Χαλ είναι ο σερ Τζον Φάλσταφ, ένας δειλός, μέθυσος, γλεντοκόπος ιππότης, του οποίου ο χαρακτήρας και το κέφι συναρπάζουν τον νεαρό Πρίγκιπα.[6]

Στην πρώτη σκηνή κινείται η πολιτική δράση του έργου. Ο βασιλιάς Ερρίκος και ο Χότσπερ έρχονται σε σύγκρουση μετά από μια διαφωνία σχετικά με τη μεταχείριση ομήρων: Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, σημαντικές προσωπικότητες που αιχμαλωτίζονταν στη μάχη ελευθερώνονταν με την καταβολή λύτρων. Σε περίπτωση μη καταβολής, οι κρατούμενοι κινδύνευαν να εκτελεστούν. Ο Έντμουντ Μόρτιμερ, συγγενής των Πέρσυ, αιχμαλωτίσθηκε από Ουαλούς επαναστάτες, αλλά ο βασιλιάς Ερρίκος αρνήθηκε να πληρώσει τα λύτρα του. Από την άλλη, σε μια πρόσφατη σύγκρουση με τη Σκωτία, στη μάχη του Χόμιλντον Χιλλ τον Σεπτέμβριο 1402, οι Πέρσυ συνέλαβαν αρκετούς Σκωτσέζους ηγέτες, τους οποίους ο βασιλιάς διεκδίκησε, για να του καταβληθούν τα λύτρα τους. Αυτή η απαίτηση εξόργισε τον Χότσπερ, τον νεότερο των Πέρσυ, που αρνήθηκε να παραδώσει τους ομήρους του στον Βασιλιά, προτιμώντας ακόμη και να τους απελευθερώσει χωρίς λύτρα.[7]

Γνωρίζοντας ότι η μετωπική αντίθεσή τους με τον βασιλιά θα έφερνε αργά ή γρήγορα την επέμβαση του βασιλικού στρατού εναντίον τους, οι Πέρσυ αναλαμβάνουν δράση και κινητοποιούν τα στρατεύματά τους και τα στρατεύματα των συμμάχων τους έχοντας αποφασίσει να καθαιρέσουν «αυτόν τον αχάριστο Μπόλινμπροκ». Καταφέρνουν ακόμη και να συσπειρώσουν τους πρώην αντιπάλους τους, τους Σκωτσέζους στα σύνορα και τους Ουαλούς αντάρτες υπό τον Όουεν Γκλεντάουερ.

Ο Φάλσταφ υποδύεται το ρόλο του βασιλιά, πίνακας του Γιόχαν Χάινριχ Ράμπεργκ (1829).

Εν τω μεταξύ, ο Χαλ συναντά τον Φάλσταφ και τους φίλους του στην ταβέρνα. Ωστόσο, σε έναν μονόλογο, ξεκαθαρίζει ότι δεν σκοπεύει να συνεχίσει τον σημερινό τρόπο ζωής του για πάντα: Ο Χαλ σκοπεύει να αναλάβει ξανά την υψηλή θέση του αποδεικνύοντας την αξία του στον πατέρα του και συμπληρώνει ότι αλλάζοντας ξαφνικά τη συμπεριφορά του θα γίνει ακόμη πιο δημοφιλής στους ευγενείς από ό,τι αν είχε συμπεριφερθεί συμβατικά όλη του τη ζωή. Παρόλα αυτά, συμμετέχει σε μια φάρσα που σκαρώνουν οι φίλοι του στον Φάλσταφ: αφού κάνουν μια ληστεία στον δρόμο, ο Χαλ και ο Πόινς θα απομακρυνθούν από τον Φάλσταφ, θα μεταμφιεστούν και θα ληστέψουν τον Φάλσταφ, για να διασκεδάσουν αργότερα ακούγοντας τον ηλικιωμένο να διηγείται με ψέματα το επεισόδιο, μετά το οποίο ο Χαλ θα επιστρέψει τα κλεμμένα χρήματα. Η φάρσα εκτελείται με επιτυχία.

Ο θάνατος του Χότσπερ.

Καθώς η εξέγερση του Μόρτιμερ και του οίκου των Πέρσυ δυναμώνει, ο Πρίγκιπας συμφιλιώνεται με τον πατέρα του και αναλαμβάνει τη διοίκηση του στρατού. Ορκίζεται να πολεμήσει και να σκοτώσει τον επαναστάτη Χότσπερ και διατάζει τον Φάλσταφ να στρατολογήσει και να ηγηθεί μιας ομάδας πεζικάριων. Ο Φάλσταφ χρησιμοποιεί τη θέση του για να πλουτίσει δωροδοκούμενος από εκείνους που δεν θέλουν να στρατευθούν και, στο τέλος, στρατολογεί μόνο τους πολύ φτωχούς, των οποίων τους μισθούς παρακρατεί.

Οι δύο πλευρές έχουν σημαντικά ισοδύναμα στρατεύματα και η έκβαση της σύγκρουσης είναι αβέβαιη. Αλλά όταν τα διάφορα στρατεύματα καλούνται να συγκεντρωθούν για την επικείμενη σύγκρουση, στο στρατόπεδο των Πέρσυ εμφανίζονται διαρροές: Οι Ουαλοί, φοβούμενοι δυσοίωνες προφητείες, προτιμούν να καθυστερήσουν την άφιξή τους για αρκετές εβδομάδες. Ο Νορθάμπερλαντ, ο πατέρας του Χότσπερ και μεγαλύτερος των Πέρσυ, βαριά άρρωστος, δεν μπορεί να φύγει από το κάστρο του και τα στρατεύματά του δεν παρατάσσονται. Τέλος, ο σύμμαχός τους Ρίτσαρντ Σκρουπ, Αρχιεπίσκοπος της Υόρκης, δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει έγκαιρα τις δυνάμεις που είχε υποσχεθεί.

Η μάχη διεξάγεται στο Σρώσμπερυ μεταξύ δυσανάλογων δυνάμεων (τον Ιούλιο 1403) και είναι μια κρίσιμη στιγμή για όλους τους εμπλεκόμενους: αν οι επαναστάτες δεν ηττηθούν άμεσα, θα αποκτήσουν σημαντικό πλεονέκτημα και οι υπόλοιπες δυνάμεις τους μπορεί να πλησιάσουν άμεσα. Αν και ο Ερρίκος υπερτερεί αριθμητικά των επαναστατών, ο Χότσπερ, άγριος και επιδέξιος στη μάχη, ηγείται προσωπικά του αντίπαλου στρατού. Καθώς η μάχη συνεχίζεται, ο Ντάγκλας κυνηγά τον Βασιλιά. Ο πρίγκιπας Χαλ και ο Χότσπερ μονομαχούν και ο Χαλ επικρατεί, σκοτώνοντας τον Χότσπερ.[8]

Ο Φάλσταφ και το πτώμα του Χότσπερ, πίνακας του Ρόμπερτ Σμερκ (περ. 1795).

Έχοντας μείνει μόνος του κατά τη διάρκεια της μονομαχίας του Χαλ με τον Χότσπερ, ο Φάλσταφ παριστάνει τον πεθαμένο για να αποφύγει την επίθεση του Ντάγκλας, συμπεριφορά απαράδεκτη για τους κανόνες της ιπποσύνης. Όταν ο Χαλ απομακρύνεται από το πτώμα του Χότσπερ, ο Φάλσταφ πλησιάζει και βλέποντας ότι είναι μόνος, μαχαιρώνει το πτώμα του Χότσπερ στον μηρό και διεκδικεί τα εύσημα για τον θάνατο του εχθρού. Ο Χαλ του επιτρέπει να διεκδικήσει την τιμή. Λίγο μετά τη γενναιόδωρη χειρονομία του Χαλ, ο Φάλσταφ δηλώνει ότι θέλει να αλλάξει ζωή και να αρχίσει «να ζει καθαρά όπως πρέπει να κάνει ένας ευγενής».

Το έργο τελειώνει με τη νίκη του Βασιλιά στη μάχη του Σρώσμπερυ. Η ήττα και η απώλεια του Χότσπερ έχουν προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στις τάξεις των επαναστατών. Ο βασιλιάς Ερρίκος Δ΄ είναι ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα, ακόμη περισσότερο επειδή του δίνεται η ευκαιρία να εκτελέσει τον συλληφθέντα Τόμας Πέρσυ, Κόμη του Γούστερ, έναν από τους κύριους αντιπάλους του (αν και προηγουμένως ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους του). Ο Βασιλιάς, πρώην επαναστάτης που είχε αποκτήσει το στέμμα με σφετερισμό καθαιρώντας τον Ριχάρδο Β΄ λίγα χρόνια νωρίτερα, βλέπει την εξουσία του να ενισχύεται και δεν διστάζει να δηλώσει, στην αρχή της πέμπτης πράξης: «Η εξέγερση έτσι θα τιμωρείται πάντα». Η δυναστεία των Λάνκαστερ φαίνεται να έχει κερδίσει τον θρόνο της Αγγλίας για πολύ καιρό.[9]

Εν τω μεταξύ, ο Χαλ επιδεικνύει μεγαλοψυχία ελευθερώνοντας τον Ντάγκλας - που έχει αιχμαλωτισθεί - χωρίς λύτρα. Ωστόσο, η εξέγερση συνεχίζεται, με επικεφαλής τώρα τον Αρχιεπίσκοπο της Υόρκης και τον Χένρυ Πέρσυ, Κόμη του Νορθάμπερλαντ, πατέρα του Χότσπερ. Αυτό το ασαφές τέλος θέτει τις βάσεις για το επόμενο έργο Ερρίκος ο Δ΄ (δεύτερο μέρος).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κύρια πηγή του Σαίξπηρ για τον Ερρίκο Δ΄, πρώτο μέρος, όπως και για τα περισσότερα από τα ιστορικά του έργα, ήταν η δεύτερη έκδοση (1587) του χρονικού Χρονικά της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας (1577) του Ράφαελ Χόλινσεντ, το οποίο με τη σειρά του βασίστηκε στο Η ένωση των δύο ευγενών και διακεκριμένων οίκων του Λάνκαστερ και της Υόρκης (1548) του Έντουαρντ Χολ. Οι μελετητές υποθέτουν ότι ο Σαίξπηρ ήταν εξοικειωμένος με το ποίημα του Σάμιουελ Ντάνιελ για τους εμφύλιους πολέμους στην Αγγλία. Μια άλλη πηγή για αυτό (και στα ακόλουθα παίζει ο Ερρίκος) είναι το ανώνυμο The Famous Victories of Henry V.

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο βασιλιάς Ερρίκος Δ΄ (πρώτο μέρος), μετάφραση: Βασίλης Ρώτας, εκδόσεις Επικαιρότητα, 1997
  • Ερρίκος ο Δ΄ (πρώτο μέρος), μετάφραση: Στυλιανή Τσάλα, εκδόσεις Κέδρος, 2005[10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]