Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο απόκοπος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τίτλο «Ο απόκοπος» είναι γνωστό ένα ποίημα της Αναγεννησιακής κρητικής λογοτεχνίας, που έχει 558 ομοιοκατάληκτους στίχους. Θεωρείται ως το αξιολογότερο λογοτεχνικό έργο της πρώιμης περιόδου αυτής της «σχολής» λογοτεχνίας, γραμμένο μάλλον τον ύστερο 15ο αιώνα από έναν κατά τα άλλα σχεδόν άγνωστο ποιητή ονόματι Μπεργαδή ή Μπεργαή. Το ποίημα περιγράφει όνειρό του που περιλαμβάνει την κάθοδό του στον Άδη.

Και μόνο το έτος της πρώτης τυπωμένης εκδόσεως του έργου, που έγινε στη Βενετία το 1519, αρκεί για να το καταστήσει το παλαιότερο ελληνικό λογοτεχνικό έργο που είναι γραμμένο σε λαϊκή γλώσσα και είναι γνωστό στην έρευνα. Περαιτέρω ωστόσο, τα πρώιμα γλωσσικά στοιχεία του κειμένου και η επίδραση του ποιήματος σε ποιητές του 15ου αιώνα[1] τοποθετούν τη συγγραφή του στο τελευταίο τέταρτο του 15ου αιώνα, και όχι στον 16ο όπως δέχονταν παλαιότερα οι Ξανθουδίδης, Πολίτης και άλλοι. Ως προς το εάν ο Μπεργαδής μιμήθηκε τους ποιητές του 15ου αι., συγκεκριμένα τους Χούμνο και Τζαμπλάκο, ή εκείνοι τον Μπεργαδή, συνέβη μάλλον το δεύτερο, γιατί αντικείμενο μιμήσεως πρέπει να έγινε το πιο αξιόλογο και πολυδιαβασμένο έργο, και όχι το μέτριο και πιο άγνωστο. Από την άλλη, η χρήση της ομοιοκαταληξίας στον Απόκοπο εμποδίζει τη χρονολόγηση του έργου πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα.

Με βεβαιότητα ανήκουν στον Μπεργαδή οι στίχοι 1-490: Ο επίλογος (στ. 531-558) φαίνεται νόθος, ενώ ο Στ. Αλεξίου αμφισβητεί και την πατρότητα των στίχων 491-530.

Στο έργο ο ποιητής αφηγείται την κάθοδό του στον Άδη, όπως την είδε σε όνειρο του. Είδε ότι είχε ανεβεί σε ένα δέντρο (το «δέντρο της ζωής») και γευόταν μέλι. Το δέντρο όμως έσπασε και εκείνος έπεσε σε ένα βαθύ χάσμα, όπου μπηκε στο ανοικτό στόμα ενός δράκοντα και από εκεί βρέθηκε στον Κάτω Κόσμο.

Δεν ενδιαφέρεται τόσο εκείνος για το πώς περνούν οι νεκροί εκεί. Οι σκιές των νεκρών είναι που ρωτούν τον ποιητή με αγωνία, τι γίνεται στον κόσμο, και αν κελαρίζουν ακόμα οι σκιές, αν κελαηδούν τα πουλιά και αν οι θνητοί θρηνούν τους νεκρούς τους. Το ζήτημα αναπτύσσεται σε εκτεταμένο διάλογο. Αξιοπερίεργο γνώρισμα του περιεχομένου είναι η δριμεία επίθεση του ποιητή κατά της πλεονεξίας των μοναχών.

Το ποίημα δείχνει χαρακτηριστικά της νεοελληνικής περί Χάρου ποιήσεως, και συγγένεια με την ιταλική τέχνη, ιδίως την «Κόλαση» του Δάντη.[2].

Οι πρώτοι στίχοι, όπου φαίνεται και η έκφραση «από κόπου», από την οποία ονομάστηκε και το ποίημα, είναι οι εξής:

Μιὰν ἀπὸ κόπου ἐνύσταξα, νὰ κοιμηθῶ ἐθυμήθην·
ἔθεκα στὸ κλινάρι μου κ' ὕπνον ἀποκοιμήθην.
Ἐφάνιστή μου κ' ἔτρεχα 'ς λιβάδιν ὡραιωμένον,
φαρὶν ἐκαβαλλίκευγα σελλοχαλινωμένον·
κ' εἶχα στὴν ζῶσιν μου σπαθίν, στὴν χέρα μου κοντάριν,
ζωσμένος ἤμουν ἅρματα, σαγίττες καὶ δοξάριν·
κ' ἔφάνη μὲ ὀκ' ἐδίωχνα μὲ θράσος ελαφίνα·
ὧρες ἐκοντοστένετον καὶ ὧρες μὲ βιὰν εκίνα.


  1. Πρβλ. Στ. Αλεξίου: Απόκοπος, κριτική έκδοση, Ηράκλειο 1965, σσ. 203 [= 27] κ. εξής
  2. Γιάνης Κορδάτος: Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας / Από το 1453 ως το 1961, τόμος πρώτος, εκδ. «Επικαιρότητα», Αθήνα 1983, σελ. 65
  • Karl Krumbacher (1897–1900). Ιστορία της Βυζαντηνής [sic] λογοτεχνίας / Κρουμβάχερ, μεταφρασθείσα υπό Γεωργίου Σωτηριάδου. Τόμος Γ’. Εν Αθήναις: Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2011. 
  • Γιάνης Κορδάτος: Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας / Από το 1453 ως το 1961, τόμος πρώτος, εκδ. «Επικαιρότητα», Αθήνα 1983
  • Ι.Μ. Χατζηφώτης: το λήμμα «Απόκοπος» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 6, σσ. 305-306
  • Κακριδής Ι.Θ.: Ερμηνευτικά στον Απόκοπο του Μπεργαδή, Κρητικά Χρονικά, τόμ. 7 (1953), σσ. 409-413
  • Παναγιωτάκης Ν.Μ.: «Το κείμενο της πρώτης έκδοσης του «Αποκόπου». Τυπογραφική και φιλολογική διερεύνηση», Θησαυρίσματα / Thesaurismata, τόμ. 21 (1991), σσ. 89-209

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]