Οι Ψεύτικες εκμυστηρεύσεις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι ψευδείς εξομολογήσεις
Εικονογράφηση του 1878
ΣυγγραφέαςΠιέρ Καρλέ ντε Σαμπλαίν ντε Μαριβώ
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1737
Ημερομηνία δημοσίευσης1738
Μορφήθεατρικό έργο
ΧαρακτήρεςΑραμίντ, Ντοράντ, Κύριος Ρεμύ, Κυρία Αργκάντ, Ντυμπουά, Μαρτόν και Κόμης Ντοριμόν

Οι ψεύτικες εκμυστηρεύσεις (γαλλικός τίτλος: Les Fausses Confidences), στα ελληνικά έχει παρουσιασθεί και με τους τίτλους Οι ψευδοεξομολογήσεις ή Οι ψευδείς εξομολογήσεις, [1]είναι κωμωδία σε τρεις πράξεις σε πρόζα του Μαριβώ, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 16 Μαρτίου 1737 από τον θίασο των Ιταλών ηθοποιών.[2]

Το έργο αναφέρεται σε μια κυρία, η οποία συγκλονίζεται από την πρώτη ματιά ενός νεαρού που εμφανίζεται ως οικονόμος, ενώ στην πραγματικότητα αυτός την προσεγγίζει επειδή την έχει ερωτευθεί, και τελικά θα την κερδίσει παρά τα όσα τους χωρίζουν, κυρίως μέσω της πονηριάς του πανούργου υπηρέτη του.

Η ιδέα της εξαπάτησης μέσω μεταμφίεσης στο ερωτικό παιχνίδι, ένα θέμα πάντα δημοφιλές στους θεατρικούς συγγραφείς, είχε συμπεριληφθεί σε πολλά από τα προηγούμενα έργα του Μαριβώ. Πίσω από τη λεπτή ψυχολογική ανάλυση των ερωτικών συναισθημάτων, ο συγγραφέας φέρει επίσης στα έργα του έναν προβληματισμό για τις προκαταλήψεις της κοινωνικής ιεραρχίας, αντιπροσωπευτικό του πνεύματος του Διαφωτισμού.[3]

Παρά την καλοσχεδιασμένη πλοκή, τους συμπαθείς χαρακτήρες και τις ενδιαφέρουσες κωμικές καταστάσεις, το έργο δεν γνώρισε στην αρχή την επιτυχία που του άξιζε. Ωστόσο, όταν παρουσιάσθηκε ξανά το 1793, μετά τον θάνατο του συγγραφέα, έτυχε πολύ πιο ευνοϊκής υποδοχής και παίζεται μέχρι σήμερα. [4][1]

Περίληψη υπόθεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πράξη I[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ντοράντ, ένας νεαρός καλής οικογένειας, βρίσκεται οικονομικά κατεστραμμένος. Ο πρώην υπηρέτης του, ο Ντυμπουά, βρίσκεται τώρα στην υπηρεσία μιας ελκυστικής και πλούσιας νεαρής χήρας και, βλέποντας ότι ο πρώην αφέντης του είναι ερωτευμένος μαζί της, καταστρώνει ένα σχέδιο για να την κάνει να τον ερωτευτεί.

Όλη η δράση καθοδηγείται από τον Ντυμπουά, που θέτει σε κίνηση μια αλάνθαστη στρατηγική για να κάνει την Αραμίντ να ερωτευτεί τον Ντοράντ. Αρχικά, λέει στον Ντοράντ να χρησιμοποιήσει τον θείο του κύριο Ρεμί, που είναι δικηγόρος της Αραμίντ, για να τον συστήσει και να προσληφθεί ως οικονόμος. Η Αραμίντ έλκεται από τον ιδιαίτερο αέρα και τους ευχάριστους τρόπους του νεαρού και τον προσλαμβάνει.[5]

Η Αραμίντ εμπλέκεται σε δικαστική διαμάχη για περιουσιακό θέμα με τον ηλικιωμένο κόμη Ντοριμόν, ο οποίος θέλει να την παντρευτεί για να κλείσει η υπόθεση, την οποία ανησυχεί μήπως χάσει. Η ίδια δεν επιθυμεί να παντρευτεί τον κόμη και ζητά από τον Ντοράντ να εξετάσει τα έγγραφα για να δει αν έχει πιθανότητες να κερδίσει.

Ο κύριος Ρεμί αποφασίζει ότι ο Ντοράντ θα έκανε καλά να παντρευτεί τη συνοδό και προστατευόμενη της Αραμίντ, τη Μαρτόν, η οποία θα λάβει 1000 λίβρες, που της υποσχέθηκε ο κόμης ως δώρο αν παντρευτεί την Αραμίντ. Αν και αυτό δεν ήταν μέρος του σχεδίου του Ντυμπουά, σκέφτεται ότι εξυπηρετεί καλά τα συμφέροντά τους, καθώς το ενδιαφέρον της Μαρτόν για τον Ντοράντ είναι πιθανό να κάνει την Αραμίντ να ζηλέψει.

Εν τω μεταξύ, η μητέρα της Αραμίντ, μια φιλόδοξη γυναίκα, ονειρεύεται να δει την κόρη της να γίνεται κόμισσα, λέει στον Ντοράντ να πείσει την Αραμίντ ότι θα χάσει τη δίκη, μη αφήνοντάς της άλλη επιλογή από το να παντρευτεί τον κόμη. Ωστόσο, αυτός αρνείται και η Αραμίντ, ακούγοντας τι έχει συμβεί, τον συγχαίρει για την ακεραιότητά του.

Η Αραμίντ ζητά πληροφορίες από τον Ντυμπουά για τον νέο της οικονόμο. Της λέει ότι είναι ο πιο έντιμος άνθρωπος στον κόσμο, μορφωμένος και διακεκριμένος, αλλά ότι έχει μια βλακεία: είναι ερωτευμένος. Του έχουν προταθεί αρκετοί εξαιρετικά δελεαστικοί γάμοι, τους οποίους έχει αρνηθεί εξαιτίας αυτού του τρελού έρωτα. Όταν η Αραμίντ τον ρωτά αν γνωρίζει το άτομο που έχει εμπνεύσει τέτοιο πάθος, εκείνος εκμυστηρεύεται ότι είναι η ίδια. Μένει έκπληκτη, αλλά και βαθιά συγκινημένη. Σκέφτεται ότι δεν πρέπει να κρατήσει πλέον τον οικονόμο της τώρα που γνωρίζει τα αισθήματά του, ωστόσο δεν μπορεί να αποφασίσει να τον διώξει αμέσως και περιμένει λίγο.... [6]

Πράξη II[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξώφυλλο της έκδοσης του 1738

Ο Ντοράντ συμβουλεύει την Αραμίντ να συνεχίσει τη δίκη με τον κόμη. Ο κύριος Ρεμί φτάνει για να προτείνει έναν πλούσιο γάμο στον ανιψιό του και εκνευρίζεται όταν αρνείται. Η άτυχη Μαρτόν πιστεύει ότι αρνείται για χάρη της. Σ' αυτό το σημείο, ένα μυστηριώδες πορτρέτο παραδίδεται στο σπίτι της Αραμίντ και η Μαρτόν είναι σίγουρη ότι αυτή είναι το θέμα. Ωστόσο, όταν η Αραμίντ τον ανοίγει παρουσία της μητέρας της και του κόμη, όλοι ανακαλύπτουν ότι δεν είναι ένα πορτρέτο της Μαρτόν αλλά της ίδιας.

Η Αραμίντ μαθαίνει από τον Ντυμπουά ότι η ιδέα να παντρευτεί ο Ντοράντ με τη Μαρτόν ήταν του κυρίου Ρεμί και ότι το πορτρέτο έχει ζωγραφιστεί από τον Ντοράντ, έτσι αποφασίζει να του στήσει παγίδα.

Τον βάζει να γράψει ένα γράμμα στον κόμη, ενημερώνοντάς τον ότι αποδέχεται την πρότασή του. Ο Ντοράντ ταράσσεται και ανησυχεί, αλλά, υποπτευόμενος την παγίδα, δεν αποκαλύπτει τα συναισθήματά του. Η Μαρτόν φτάνει για να ανακοινώσει ότι είναι έτοιμη να τον παντρευτεί: αυτός εξηγεί στην Αραμίντ ότι δεν μπορεί να την παντρευτεί καθώς αγαπά κάποια άλλη. Καθώς δεν ομολογεί ποιά, η Αραμίντ ανοίγει το δέμα με το πορτρέτο και εκείνος πέφτει στα πόδια της για να της ζητήσει συγχώρεση. Η Αραμίντ τον συγχωρεί.[7]

Πράξη III[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μαρτόν, έχοντας δει ότι ο Ντοράντ δεν ενδιαφέρεται γι' αυτήν, ακολουθεί τη συμβουλή του Ντυμπουά και κλέβει ένα γράμμα. Αυτό το γράμμα, που έχει γράψει ο Ντοράντ με παρότρυνση του Ντυμπουά, αφηγείται σε έναν φανταστικό παραλήπτη το πάθος του για την Αραμίντ.

Η κυρία Αρζάντ προσπαθεί για τελευταία φορά να πείσει την κόρη της να διώξει τον Ντοράντ και μαλώνει με τον κύριο Ρεμί, εξαγριωμένο που ο συμπαθής ανιψιός του αντιμετωπίζεται ως αυθάδης. Η Μαρτόν, που βλέπει το γράμμα ως την ιδανική εκδίκηση, βάζει τον κόμη να το διαβάσει δυνατά παρουσία όλων των πρωταγωνιστών. Δεδομένου ότι ο στόχος της επιστολής ήταν να δημοσιοποιήσει το πάθος του Ντοράντ, αυτός δεν το αρνείται.

Η Αραμίντ ταράζεται, κατηγορεί τον Ντυμπουά ότι πρόδωσε τον πρώην αφέντη του και υπόσχεται τη φιλία της στη Μαρτόν που έρχεται να ζητήσει συγχώρεση. Ο Ντοράντ έρχεται να την αποχαιρετήσει και η νεαρή γυναίκα καταλήγει να του αποκαλύψει τον έρωτά της. Στη συνέχεια, ο Ντοράντ ομολογεί ότι τα περισσότερα από αυτά που της είπαν ήταν ψέματα και ότι ο Ντυμπουά κανόνισε το όλο σχέδιο. Τα μόνα αληθινά είναι η αγάπη του για εκείνη και το πορτρέτο που ζωγράφισε.

Τον συγχωρεί για τα πάντα λόγω του έρωτα και της ειλικρίνειάς του. Ο κόμης, που συνειδητοποιεί ότι η Αραμίντ αγαπά τον Ντοράντ, αποσύρεται με αξιοπρέπεια. Η κυρία Αρζάντ ορκίζεται ότι δεν θα τον θεωρήσει ποτέ γαμπρό της, αλλά η Αραμίντ δεν ενδιαφέρεται γι' αυτό. Το έργο τελειώνει με τον Ντυμπουά να συγχαίρει τον εαυτό του για τη νίκη του.[8]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Les Fausses Confidences σε σκηνοθεσία Daniel Moosmann, κινηματογραφική ταινία του 1984. [9]
  • Les Fausses confidences σε σκηνοθεσία Λικ Μποντί, θεατρική διασκευή και τηλεοπτική ταινία του 2017 με πρωταγωνιστές την Ιζαμπέλ Υπέρ και τον Λουί Γκαρέλ. [10][4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]