Ξενότιμο
Ξενότιμο. Προέλευση: Hitterö, Νορβηγία | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Φωσφορικά |
Χημικός τύπος | YPO4 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 4,5 - 5,1 gr/cm3 |
Χρώμα | Καστανοκίτρινο, ερυθροκάστανο, ερυθρό σαρκόχρουν, γκριζόλευκο, κίτρινο, ανοικτό κίτρινο, πρασινωπό |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Τετραγωνικό |
Κρύσταλλοι | Πρισματικοί βραχείς ή μακροί (μέχρι 5 εκ.) |
Υφή | Ακτινωτά ή ροζετοειδή συσσωματώματα ή στιφροί κρύσταλλοι με έντονο ανάγλυφο |
Διδυμία | Σπάνια, {111} |
Σκληρότητα | 4 - 5 |
Σχισμός | Καλός {100} |
Θραύση | Ανώμαλη, σκληθρώδης |
Λάμψη | Υαλώδης, ρητινώδης |
Γραμμή κόνεως | Ανοικτοκίτρινη έως καστανή, ερυθρή |
Πλεοχρωισμός | Ασθενής ροζ, κίτρινος, καστανέρυθρος, πρασινωπός |
Διαφάνεια | Ημιδιαφανής ως αδιαφανής |
Το ξενότιμο (αγγλ. xenotime) είναι φωσφορικό ορυκτό του υττρίου. Σχετικά με το όνομά του, η αγγλοσαξονική βιβλιογραφία το αποδίδει ως προερχόμενο από τις ελληνικές λέξεις κενός (μάταιος, vain) και τιμή (honour), καθώς το περιεχόμενο ύττριο είχε, αρχικά, νομισθεί ως νέο στοιχείο. Ωστόσο, η αρχαία ελληνική λέξη ξενότιμος αποδίδεται ως «ο τιμών τους ξένους».[1]
Εμφάνιση, παραγενέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και είναι ευρέως διαδεδομένο ανά τον κόσμο ορυκτό, είναι από τα ελάχιστα ανευρεθέντα ορυκτά του υττρίου (τα άλλα δύο είναι ο τσερνοβίτης (chernovite-Y) (YAsO4) και ο ουεϊκφιλδίτης (Wakefieldite-Y) (YVO4)[2] Δομικά προσομοιάζει με το ζιρκόνιο, από το οποίο ξεχωρίζει κυρίως λόγω του σχισμού και της χαμηλότερης σκληρότητάς του. Με τον τσερνοβίτη σχηματίζει ισόμορφη σειρά. Συχνά και στα δύο ορυκτά το ύττριο υποκαθίσταται από έρβιο, θόριο, υττέρβιο και ζιρκόνιο. Η παρουσία αυτών των στοιχείων είναι δυνατό να καταστήσει το ορυκτό ραδιενεργό. Υποκατάσταση επίσης μπορεί να συμβεί και στο φωσφορικό ή αρσενικικό ιόν από πυριτικό ανιόν (SiO3-).
Το ξενότιμο είναι από τα ελάχιστα φωσφορικά ορυκτά που δεν περιέχει κρυσταλλικό νερό, αλογόνα ή υδροξύλιο. Αυτό τον κατατάσσει στα «άνυδρα φωσφορικά» ορυκτά, μαζί με τον μοναζίτη, τον πουρπουρίτη (MnPO4) και τον λιθιοφυλλίτη (Li(Mn, Fe)PO4).
Συνδέεται με χαλαζία, μαρμαρυγίες (ιδιαίτερα βιοτίτη), μοναζίτη, ρουτίλιο, αιματίτη (Σουηδία) και ιλμενίτη (Ρωσία), γαδολινίτη, θορίτη, υττριοτανταλίτη και ορισμένους αστρίους.
Ανευρίσκεται, ως συνοδό ορυκτό, σε αλκαλικά - γρανιτικά πετρώματα και τους πηγματίτες τους. Επίσης σε φλέβες εντός γνευσίων, ενώ είναι σύνηθες παρενεσπαρμένο ορυκτό σε μηχανικά ιζήματα.
Αξιοσημείωτες εμφανίσεις του υπάρχουν στις περιοχές Lindesnes; Hidra (νήσος Hitterö), Tvedestrand, Arendal, Raade της Νορβηγίας, στην περιοχή Vaxholm της Σουηδίας, τη Ρωσία, το Τατζικιστάν, το Πακιστάν, τη Μαδαγασκάρη, τη Βραζιλία (Minas Gerais, Ataleia, Ibitiara, Brumado, Novo Horizonte), στον Καναδά και στο Κολοράντο των ΗΠΑ.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1-4437-4224-4
- Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 0-395-91096-X
- Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0-395-51137-2