Νόιλερερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νόιλερερ εν μέσω εκπαίδευσης στο Βερολίνο-Λίχτενμπεργκ, ζώνη σοβιετικής κατοχής, το 1946.

Οι Νόιλερερ (γερμανικά: Neulehrer, μτφ. «νέοι καθηγητές») ήσαν καθηγητές οι οποίοι ήσαν εκπαιδευμένοι εντός συντόμου χρονικού διαστήματος και διορίστηκαν από τους Συμμάχους, στα πλαίσια της αποναζιστικοποίησης της Γερμανίας, διαιρεμένης και υπό κατοχή από το 1945 έως το 1949. Οι συγκεκριμένοι νέοι καθηγητές όφειλαν να διασφαλίσουν τον δημοκρατικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, χωρίς την οποιαδήποτε αναφορά στο ναζιστικό παρελθόν, η οποία προοριζόταν για τη γερμανική νεολαία.

Πρόσληψη και εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εντός της ζώνης σοβιετικής κατοχής, νεαροί πτυχιούχοι, όπως νεαροί εργάτες, έφτασαν, με αυτό τον τρόπο, έως την διδασκαλία, παρακολουθώντας ένα σύντομης διάρκειας πρόγραμμα εκπαίδευσης. Οι υποψήφιοι οι οποίοι ήταν δυνατό να αποδείξουν την κατοχή πανεπιστημιακού πτυχίου προσελήφθησαν από το συγκεκριμένο πρόγραμμα επανεκπαίδευσης, αφότου αποδείκνυαν πως ουδέποτε είχαν την οποιαδήποτε σχέση με το ναζιστικό κόμμα ή τις κρατικές υπηρεσίες κατά την διάρκεια του Γ΄ Ράιχ. Στην συνέχεια, ελάμβαναν βασικές οδηγίες παιδαγωγίας, ενώ τους επιτρεπόταν η διδασκαλία έπειτα από διάστημα ολίγον μηνών, συνήθως μεταξύ 4 και 8 μηνών εντός της ζώνης σοβιετικής κατοχής. Επιλέγονταν κυρίως νεαροί εργάτες.

Κατάρτιση και αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δίπλωμα της ΛΔΓ (ανώνυμο).

Σχολές παιδαγωγικής ιδρύθηκαν εντός των πανεπιστημίων των ζωνών δυτικής κατοχής, ενώ η εκπαίδευση διαρκούσε έως έναν χρόνο.

Ενώ ορισμένοι καθηγητές με εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν ήσαν, ακόμη, ανεκτοί κατά την διάρκεια της πρώτης χρονιάς του συγκεκριμένου προγράμματος, οι οδηγίες κατάρτισης του διδασκαλικού προσωπικού αυστηροποιήθηκαν σταδιακά. Μόνον ορισμένοι, ολίγοι, καθηγητές με μελανό παρελθόν έλαβαν την άδεια να συνεχίσουν το διδασκαλικό τους έργο μετά το 1947, ενώ, απαραίτητη προϋπόθεση, ήταν η παρακολούθηση μαθήματος πολιτειακής αγωγής.

Εντός της σοβιετικής ζώνης κατοχής, το πρόγραμμα ήταν εξαρχής σε τέτοιο βαθμό φιλόδοξο, όπου το μεγαλύτερο μέρος του διδασκαλικού προσωπικού αντικαταστάθηκε σύντομα από περίπου 40.000 νεαρούς εκπαιδευόμενους. Τα αποτελέσματα του προγράμματος ήσαν ικανοποιητικά, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, μία θέση εργασίας σε αριθμό ανέργων της μεταπολεμικής Γερμανίας, παρά την κριτική της οποίας αποτελούσαν το αντικείμενο εκ μέρους του πρώην διδασκαλικού προσωπικού, στοχοποιώντας, κυρίως, την μέτρια και ταχύρυθμη εκπαίδευση των συγκεκριμένων νεαρών καθηγητών. Οι τελευταίοι, συνήθως ήδη κάτοχοι πτυχίου ανωτάτης εκπαίδευσης, ακολούθησαν, στην πλειοψηφία εξ'αυτών, επαγγελματική σταδιοδρομία στον χώρο της εκπαίδευσης.

Εντός της ζώνης σοβιετικής κατοχής, η πρόσληψη των συγκεκριμένων νέων καθηγητών χρησίμευε, επίσης, στην ενίσχυση του ελέγχου τον οποίον ασκούσε το κομμουνιστικό κόμμα, η SED, στα σχολεία και, γενικότερα, την εκπαίδευση. Μετά το 1949, αποτελούσαν ποσοστό της τάξεως του 67,8 % επί του συνόλου του διδασκαλικού προσωπικού, ενώ ποσοστό της τάξεως του 47,7 % επί του συνόλου των συγκεκριμένων νέων καθηγητών ήσαν, επίσης, μέλη της SED, έναντι ποσοστού της τάξεως του 10% για το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, την CDU[1].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά) Martin Broszat, Gerhard Braas, Hermann Weber: SBZ-Handbuch. Staatliche Verwaltungen, Parteien, gesellschaftliche Organisationen und ihre Führungskräfte in der Sowjetischen Besatzungszone Deutschlands 1945–1949. Oldenbourg, Munich 1993 (2η έκδοση), ISBN 3486552627, σ. 233.