Μουζαφέρ Σερίφ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μουζαφέρ Σερίφ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση29  Ιουλίου 1906[1]
Σμύρνη
Θάνατος16  Οκτωβρίου 1988[1]
Φέρμπανκς
Χώρα πολιτογράφησηςΤουρκία
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής[2]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά[3]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο Χάρβαρντ
Πανεπιστήμιο Κολούμπια
Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης[4]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταψυχολόγος
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο του Πρίνστον
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΥποτροφία Γκούγκενχαϊμ[5]
βραβείο Διακεκριμένης Επιστημονικής Συνεισφοράς στην Ψυχολογία της Αμερικάνικης Ομοσπονδίας Ψυχολογίας (1968)[6]

Ο Μουζαφέρ Σερίφ (τουρκικά: Muzaffer Şerif Başoğlu, Τουρκία, 29 Ιουλίου 1906– Αλάσκα, 16 Οκτωβρίου 1988) ήταν Τούρκος ψυχολόγος, εκ των θεμελιωτών της Κοινωνικής Ψυχολογίας, ο οποίος εισήγαγε την Ρεαλιστική Θεωρία Συγκρούσεων (Realistic conflict theory - RCT), με το περίφημο πείραμα του Robbers Caves, και την Θεωρία της Κοινωνικής Απόφασης (Social judgment theory - SJT).

Σπουδές και καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικογένειά του, στην οποία ήταν το δεύτερο από τα πέντε της παιδιά, καταγόταν από την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης και είχε μεγάλη οικονομική άνεση.[7] Πήρε πτυχίο μπάτσελορ από το Αμερικανικό Κολέγιο της Σμύρνης το 1926[8] και μάστερ από το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης το 1928 και αργότερα ένα νέο από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ[8]. Παρακολούθησε διαλέξεις στο Βερολίνο ενώ απέκτησε το δίπλωμα ντοκτορά από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1935.[9] Η διατριβή του είχε τίτλο «Μερικοί κοινωνικοί παράγοντες στην αντίληψη» (Some Social Factors In Perception). Οι ιδέες και η έρευνα του αποτέλεσα τη βάση για το πρώτο κλασικό βιβλίο του «Η Ψυχολογία των κοινωνικών κανόνων» (1936).[9]

Εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας στην Τουρκία, ενώ την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου φυλακίστηκε επειδή εναντιώθηκε στο Ναζιστικό Κίνημα.[9] Επέστρεψε στις ΗΠΑ και αργότερα εργάστηκε μεταξύ άλλων για τα πανεπιστήμια του Γέιλ, της Οκλαχόμα και της Πενσιλβάνια.

Παντρεύτηκε το 1945 την, επίσης ψυχολόγο, Κάρολιν Γουντ και απέκτησαν τρεις κόρες. Μαζί με την σύζυγό του εργάστηκαν πάνω σε διάφορους τομείς της κοινωνικής ψυχολογίας. Ο Σερίφ έγραψε πάνω από 60 άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και 24 επιστημονικά βιβλία, τα περισσότερα σε συνεργασία με τη σύζυγό του, ενώ βραβεύτηκε με διάφορους επαίνους και βραβεία.[9] Θεωρείται από τους βασικούς θεμελιωτές της κοινωνικής ψυχολογίας. Στο έργο του ασχολήθηκε με την εργαστηριακή μεθοδολογία και την εφαρμογή της έρευνας σε κοινωνικά θέματα.

Πειράματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το θέμα της διατριβής του μελετούσε την κοινωνική επιρροή στην αντίληψη, μέσω ενός πειράματος πάνω στο λεγόμενο «φαινόμενο της αυτοκίνησης» (Autokinetic effect), ένα φαινόμενο παραπλάνησης της οπτικής αντίληψης κατά το οποίο σε ένα σκοτεινό περιβάλλον ένα σταθερό μικρό φωτεινό σημείο μοιάζει να κινείται, όπου έδειξε έναν τρόπο με τον οποίο τα νοητικά πρότυπα αξιολόγησης δημιουργούνται από τον άνθρωπο.[10]

Για το πείραμά του, ομάδες των τριών ανθρώπων, χωρίς προηγουμένως να έχει υπάρξει κάποια συνεννόηση ή ειδοποίηση, έμπαιναν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και καλούνταν να υπολογίσουν την απόσταση που μετακινούταν μια φωτεινή κουκκίδα (η οποία στην πραγματικότητα παρέμενε σταθερή). Τα μέλη κάθε ομάδα συνέκλιναν τελικά (ομαδικά) σε κάποια μέθοδο εκτίμησης, δημιουργώντας η κάθε ομάδα την δική της «νόρμα».

Όταν μια εβδομάδα αργότερα τα μέλη που έλαβαν μέρος στην πρώτη εξέταση, κλήθηκαν να επαναλάβουν το πείραμα, ατομικά αυτή τη φορά, ο Σερίφ παρατήρησε ότι τα άτομα επανέλαβαν τα αποτελέσματα που είχαν υπολογίσει ως ομάδες. Παρατηρώντας πως τα άτομα συνέχιζαν να αντιλαμβάνονται ξεχωριστά αυτό που είχαν αντιληφθεί σαν ομάδα, παρά το γεγονός πως το οπτικό φαινόμενο απευθυνόταν αποκλειστικά στην προσωπική αντίληψη του καθενός, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η επίδραση της ομάδας δεν είχε δράσει καταναγκαστικά, ώστε να καταλήξουν εκείνη τη φορά σε μια συγκεκριμένη «νόρμα» για να συνεννοηθούν μεταξύ τους, αλλά πληροφοριακά, παρατηρώντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο ο κοινωνικός κόσμος επιδρά στην προσωπική αντίληψη.

Πειράματα του Robbers Cave[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πιο διάσημο πείραμά του, το οποίο κατέληξε στην διατύπωση της Ρεαλιστικής Θεωρίας των Συγκρούσεων, ήταν η περίφημη σειρά πειραμάτων του πάρκου Robbers Cave στην Οκλαχόμα το 1954, σε ένα διάστημα τριών εβδομάδων.[11]

Κατά τις καλοκαιρινές διακοπές τους, 22 αγόρια που κατασκήνωναν στο πάρκο, έντεκα και δώδεκα ετών, τα οποία ποτέ τους δεν είχαν συναντηθεί μεταξύ τους, χωρίστηκαν σε δύο ξεχωριστές ομάδες με εντελώς τυχαίο τρόπο, ώστε να εξασφαλιστεί ένα συγκρίσιμο υπόβαθρο[12][13] (όλα τα αγόρια άνηκαν σε προτεσταντικές οικογένειες λευκών της μεσαίας τάξης των ΗΠΑ, των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, με φυσιολογικό ψυχολογικό προφίλ, σχετικά καλούς βαθμούς και άνω του μέσου όρου νοημοσύνη[9]). Το πείραμα χωρίστηκε σε τρία στάδια.

Κατά το πρώτο στάδιο, οι δύο ομάδες δεν γνώριζαν η μία την ύπαρξη της άλλης και τους ζητήθηκε να αναπτύξουν δραστηριότητες που θα απέφεραν την σύσφιξη των σχέσεων εντός της ομάδας, όπως να δημιουργήσουν μια σημαία για την ομάδα της ή να βρουν ένα όνομα (οι δύο ομάδες ονομάστηκαν «Αετοί» και «Κροταλίες»[9]).

Στο δεύτερο στάδιο, οι δύο ομάδες συναντήθηκαν για πρώτη φορά και κλήθηκαν να ανταγωνιστούν σε καλοκαιρινές δραστηριότητες της κατασκήνωσης, όπως αγώνες και δοκιμασίες. Στις νικήτριες ομάδες απονέμονταν χρήσιμα βραβεία. Αρχικά οι προκατάληψη ήταν λεκτική (χλευασμός αντιπάλων), αλλά κατά τη συνέχιση των δραστηριοτήτων μετατράπηκε σε πιο άμεσες συγκρούσεις (κάψιμο σημαίας αντιπάλων, λεηλάτηση του χώρου τους, κλέψιμο ιδιωτικής περιουσίας των αντιπάλων, βίαιη συμπεριφορά). Κατά τη φάση αυτή τα μέλη κάθε ομάδα ανέπτυξαν αρνητικές προκαταλήψεις για τα μέλη εκτός της ομάδας τους (out-group), όπως κατέγραψαν οι παρατηρήσεις του Σερίφ, ενώ αντίθετα υπερτόνιζαν τα θετικά χαρακτηριστικά των μελών τις δικής τους ομάδας (in-group).

Κατά τη τρίτη φάση, οι δύο ομάδες κλήθηκαν να δουλέψουν ενωμένα απέναντι σε προβλήματα που απαιτούσαν την συνεργασία των δύο ομάδων, μειώνοντας έτσι την ένταση μεταξύ των ομάδων. Κατά την φάση αυτή, ο Σερίφ και οι συνεργάτες του παρατήρησαν πως οι αρνητικές απόψεις για τα μέλη των αντιπάλων ομάδων μειώθηκαν, χωρίς να εξαφανιστούν πλήρως, και υπήρχε περισσότερη αποδοχή μεταξύ τους.[13]

Ο Σερίφ κατέληξε στο συμπέρασμα πως επειδή οι ομάδες δημιουργήθηκαν με τρόπο ώστε να είναι περίπου ίδιες, οι ατομικές διαφορές δεν θα έπρεπε να θεωρούνται αναγκαίες ή υπεύθυνες για την σύγκρουση τους.[13] Όπως φάνηκε στη μελέτη από την φάση που τα αγόρια ανταγωνίζονταν σε παιχνίδια για κάποιο βραβείο, η εχθρική και επιθετική στάση προς μια εξωομάδα προκύπτει όταν οι ομάδες ανταγωνίζονται για τους πόρους που μόνο μία ομάδα μπορεί να επιτύχει.[14][13] Η δε επαφή με μια εξωομάδα είναι ανεπαρκής, από μόνη της, για τη μείωση των αρνητικών στάσεων.[13] Η τριβή μεταξύ των ομάδων μπορούσε να μειωθεί και οι θετικές σχέσεις μεταξύ τους να διατηρηθούν, με την παρουσία ανώτερων στόχων που προωθούσε η ενωμένη, συνεργατική δράση, πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στρατηγική (π.χ. επικοινωνία).[12][13] Τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης δημιούργησαν την λεγόμενη Ρεαλιστική Θεωρία των Συγκρούσεων, η οποία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να προκύψουν αρνητικές προκαταλήψεις και στερεότυπα, ως αποτέλεσμα του πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των ομάδων για επιθυμητούς πόρους.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 (Αγγλικά) SNAC. w6km6rrj. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. LIBRIS. 5  Οκτωβρίου 2009. libris.kb.se/katalogisering/nl038bb613qlfjx. Ανακτήθηκε στις 24  Αυγούστου 2018.
  3. «Identifiants et Référentiels». (Γαλλικά) IdRef. Agence bibliographique de l'enseignement supérieur. Ανακτήθηκε στις 23  Μαΐου 2020.
  4. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουλίου 2019.
  5. (Αγγλικά) Guggenheim Fellows database. muzafer-sherif.
  6. www.apa.org/about/awards/scientific-contributions?tab=3.
  7. Muzafer Sherif (1906–1988) American Psychologist (October 1989), 44 (10), σσ. 1325-1326, O.J. Harvey
  8. 8,0 8,1 O.J. Harvey, "Muzafer Sherif Obituary", "Scholars Portal Journals", 9 April 2012
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 «Muzafer Sherif». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2013. 
  10. Jaan Valsiner. Comparative study of human cultural development. Fundacion Infancia y Aprendizaje. 
  11. Whitley, B.E., & Kite, M.E. (2010). The Psychology of Prejudice and Discrimination. Belmont, CA: Wadsworth. σελίδες 325–330. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  12. 12,0 12,1 Sidanius,J. & Pratto, F. (1999). Social Dominance: An Intergroup Theory of Social Hierarchy and Oppression. United Kingdom: Cambridge University Press. σελίδες 17–18. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 Sherif, M., Harvey, O.J., White, B.J., Hood, W., & Sherif, C.W. (1961). Intergroup Conflict and Cooperation: The Robbers Cave Experiment. Norman, OK: The University Book Exchange. σελίδες 155–184. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  14. Sherif, Muzafer (1966). In Common Predicament: Social Psychology of Intergroup Conflict and Cooperation. Boston: Houghton Mifflin Company. σελίδες 24–61. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Classics in the History of Psychology, Intergroup Conflict and Cooperation: The Robbers Cave Experiment. Αναλυτική περιγραφή του πειράματος του Robbers Cave.
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Muzafer Sherif της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Realistic conflict theory της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).