Μονωδία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρωτοσέλιδο του έργου Le Nuove musiche, του Κατσίνι (1601)

Στη μουσική, ο όρος μονωδία έχει δύο έννοιες: 1) είναι συνώνυμος της μονοφωνίας, μιας μοναδικής μελωδικής γραμμής δηλαδή, σε αντιπαραβολή με την ομοφωνία και την πολυφωνία· 2) αναφέρεται σε ιδιαίτερο μουσικό ύφος που άνθισε στην Ιταλία του 17ου αιώνα, τα βασικά στοιχεία του οποίου συναποτελούνται από μια μελωδική, φωνητική γραμμή και την οργανική συνοδεία. Ως μουσικολογικός όρος, αναφέρεται τόσο στο συγκεκριμένο ύφος, όσο και για να περιγράψει μεμονωμένα έργα· υπ' αυτήν την έννοια η μονωδία μπορεί να θεωρηθεί και μουσικό είδος, όπως ή φρόττολα, η βιλλανέλλα κλπ. Ωστόσο, κανένα έργο της εποχής δεν αναφέρεται ως μονωδία, καθώς πρόκειται για σύγχρονη επινόηση των μουσικολόγων. Έργα της εποχής σ' αυτό το ύφος περιλαμβάνουν μαδριγάλια, μοτέτα, καθώς επίσης και κοντσέρτα (υπό την έννοια του κοντσερτάτο, με χρήση δηλαδή μουσικών οργάνων).

Η γέννηση του ύφους της μονωδίας προέκυψε περί το 1580, ως αποτέλεσμα της απόπειρας της Καμεράτα Φλωρεντίνα να αναβιώσει η αρχαία ελληνική τραγωδία. Αν και η απόπειρα δεν διέθετε ιστορική ακρίβεια, εντούτοις περιέλαβε την ιδέα της μελωδίας και της προσωδίας, όπως αυτή προέκυπτε μέσω μιας μελωδικής γραμμής (συνήθως μάλιστα με ευρεία χρήση καλλωπισμών) επί ενός ανεξάρτητου ρυθμού βάσιμου. Το βάσιμο -ήτοι η οργανική συνοδεία- εκτελούνταν από όργανα όπως το λαούτο, τη θεόρβη, το τσέμπαλο και το εκκλησιαστικό όργανο (πρβλ. συνεχές βάσιμο).

Η άνοδος της μονωδίας έπαιξε τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη της μουσικής, καθιερώνοντάς την ως βασικό στοιχείο της Μπαρόκ μουσικής, ιδιαιτέρως δε όταν αντιπαραβάλλεται με το μουσικό ύφος της Αναγέννησης, όπου κυριαρχεί η ισορροπία μεταξύ των φωνών, όπως εκφράζεται μέσω της πολυφωνίας. Οι δυναμικές αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν τη μονωδία έγιναν άμεσα εμφανείς στο είδος της όπερας, εντός της οποίας άνθισε το είδος της άριας και του ρετσιτατίβο· τα δύο είδη δίνουν έμφαση αφενός στη μελωδία και αφετέρου στην προσωδία. Άλλα μουσικά είδη με εμφανές το στοιχείο της μονωδίας υπήρξαν το σόλο μαδριγάλι, το σόλο μοτέτο και η καντάτα.

Μουσική παραλληλία της μονωδίας στη Γαλλία υπήρξε η αυλική άρια (air de cour), η οποία όμως θεωρείται πιο συντηρητικού ύφους, ενώ διατηρεί πολλά χαρακτηριστικά της Αναγεννησιακής σανσόν.

Ένα σημαντικό θεωρητικό σύγγραμμα περί της μονωδίας περιλαμβάνεται στη συλλογή τραγουδιών του Τζούλιο Κατσίνι "Le nuove musiche" (οι νέες μουσικές -Φλωρεντία, 1601).

Τέλος, στην Ελλάδα ο όρος θεωρείται εφάμιλλος με το κλασικό τραγούδι εν γένει· υπ' αυτή την έννοια μπορεί να γίνει λόγος για σπουδαστές μονωδίας και επαγγελματίες μονωδούς (σολίστες) του λυρικού θεάτρου.

Κύριοι εκπρόσωποι της μονωδίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Nigel Fortune, λήμα "Monody", στο The New Grove Dictionary of Music and Musicians, ed. Stanley Sadie. 20 vol. London, Macmillan Publishers Ltd., 1980. ISBN 1-56159-174-2
  • Gustave Reese, Music in the Renaissance. New York, W.W. Norton & Co., 1954. ISBN 0-393-09530-4
  • Manfred Bukofzer, Music in the Baroque Era. New York, W.W. Norton & Co., 1947. ISBN 0-393-09745-5