Μεχιτάρ της Σεβαστείας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μεχιτάρ της Σεβαστείας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Մխիթար Սեբաստացի (Αρμενικά)
Γέννηση7  Φεβρουαρίου 1676[1]
Σεβάστεια[1]
Θάνατος27  Απριλίου 1749[1]
Σαν Λάτσαρο ντέλι Αρμένι[1]
Τόπος ταφήςΣαν Λάτσαρο ντέλι Αρμένι
ΘρησκείαΡωμαιοκαθολική Εκκλησία
Θρησκευτικό τάγμαΤάγμα του Αγίου Βενέδικτου
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδημόσιο πρόσωπο[1]
επιστήμονας[1]
culture personality[1]
χριστιανός ιερέας[1]
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααββάς
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μεχιτάρ της Σεβαστείας (στα αρμένικα Մխիթար Սեբաստացի, γεννημένος στις 7 Φεβρουαρίου 1676 και αποθανών στις 27 Απριλίου 1749) ήταν Αρμένιος Καθολικός μοναχός. Ήταν ο ιδρυτής αυτού που αργότερα έγινε γνωστό ως το Τάγμα των Μεχιταριστών Πατέρων.

Γεννημένος ως Πέτρος Μανούκ στην Σεβάστεια (σημερινή πόλη Σίβας στην Τουρκία), πήρε την ονομασία Μεχιτάρ όταν ορκίστηκε στο μοναστήρι του Σουρπ Νσχαν (Τίμιος Σταυρός). Χειροτονήθηκε ιερέας το 1696.

Το 1700, επιθυμώντας την ίδρυση ενός θρησκευτικού τάγματος το οποίο θα ήταν αφιερωμένο στην πνευματική αναγέννηση του αρμενικού λαού, ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη αυτό που έγινε γνωστό ως Μεχιταριστικό Τάγμα, μετά τον θάνατό του. Δύο χρόνια αργότερα, το τάγμα εγκαταστάθηκε στην ενετική κτήση του Μοριά, προκειμένου να γλιτώσει από τις δολοπλοκίες του Αρμένιου Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.

Μεθώνη η πρώτη έδρα των Μεχιταριστών

Η Μεθώνη, το πρώτο ελληνικό λιμάνι που πήραν οι Βενετοί στις αρχές του 13ου αιώνα, φρούριο και ναυτικός σταθμός που ενώνει Δύση και Ανατολή, ήταν το όραμα του Μεχιτάρ ως η ιδανική τοποθεσία, ώστε να ενώσει θρησκευτικά και πνευματικά την Ανατολή με τη Δύση.

Σε αυτήν την πόλη χτίζει το ερημητήριό του, μαζί με τους 9 μαθητές του. Μετά από αίτησή του προς τη βενετική διοίκηση με έδρα το Ναύπλιο, του παραχωρήθηκε ένα οικόπεδο 25 μέτρα μήκος και 18 πλάτος, εντός του κάστρου της Μεθώνης. Ο χώρος προοριζόταν για ένα μοναστήρι και μια εκκλησία. Μαζί με το οικόπεδο, η διοίκηση του χάρισε και δύο χωριά προς εκμετάλλευση, το χωριό Χαλαζόνι στην Κυπαρισσία και το Μαυρομάτι στην Καλαμάτα. Από το δεύτερο είχαν την υποχρέωση να αποδίδουν 60 ρεάλια στον πρίγκιπα.

Το μοναστήρι ξεκίνησε την οικοδόμησή του τον Μάρτιο του 1706. Ένα μέρος των οικονομικών προβλημάτων καλύφτηκε από τον Μεχιτάρ, ο οποίος πούλησε το εισόδημα των χωριών που του είχαν παραχωρηθεί και προχώρησε στο χτίσιμο.

Το μοναστήρι, το ωραιότερο κτίσμα της Μεθώνης, με πρόσοψη 47 μέτρα και πλάτος 37, προκάλεσε την κατάπληξη των Βενετών και των Ελλήνων.

Την ίδια περίοδο μέσα στη Μεθώνη υπήρχαν τέσσερις εκκλησίες. Των Λατίνων, των αποίκων της Χίου, των Αρμενίων και των Ελλήνων ορθοδόξων. Η οικοδόμηση της εκκλησίας έγινε με την οικονομική στήριξη της διοίκησης του Μοριά. Τον θεμέλιο λίθο έβαλαν, το 1708, ο αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, Σεβαστιανός Μοτσενίκος, και ο κυβερνήτης Έμμο, παρουσία του αρχιεπισκόπου Κορινθίας Καρλίνη, μαζί με τον Μεχιτάρ.

Ο Μεχιτάρ περίμενε πέντε χρόνια για την έγκριση του καταστατικού και την αναγνώριση του τάγματός του από την Αγία Έδρα. Η έγκριση του τάγματος κοινοποιήθηκε στη Μεθώνη, στις 11 Ιουνίου 1712. Η αναγνώριση προκάλεσε μεγάλη αντίδραση τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στη Ρώμη.

Επί ένα χρόνο, ο Μεχιτάρ παρέδιδε μαθήματα φιλοσοφίας, δογματικής θεολογίας, ιστορίας και μαθηματικών στα νέα μέλη του τάγματος. Η έλλειψη αρμενικών βιβλίων για τις ανάγκες των σπουδαστών ήταν πλέον εμφανής. Κατά τη διάρκεια πνευματικής εκπαίδευσης των σπουδαστών, έφτασαν τα άσχημα νέα στον Μοριά. Ο πόλεμος ερχόταν και ο τούρκος κατακτητής ετοιμαζόταν να μπει στη χερσόνησο. Ο Μεχιτάρ γνώριζε καλά την τυραννία και τη δύναμη των Οθωμανών. Έπρεπε να διαφυλάξει τη μικρή του κοινότητα και να βρει άμεσα νέο καταφύγιο για το τάγμα του.

Επισήμως, ο πόλεμος κηρύχτηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1714. Ο Μεχιτάρ κατέφυγε με πλοίο στη Βενετία, μαζί με τους συντρόφους του, τον Μάρτιο του 1715, αφήνοντας το μοναστήρι και την εκκλησία στον πατέρα Λάζαρο και σε 6 βοηθούς . Η Μεθώνη και ο Μοριάς έζησαν τις σφαγές και τις λεηλασίες του κατακτητή, υπό τις διαταγές του Νταμάτ Αλή Πασά. Οι στρατηγοί Αχμέτ Πασά και Σαρί Αχμέτ δεν άφησαν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Στις 2 Αυγούστου έπεσε το φρούριο της Μεθώνης. Μετά από τρία εικοσιτετράωρα μάχης, η πόλη παραδόθηκε. Η διαταγή του Σουλτάνου Αχμέτ ήταν σαφής, όλες οι εκκλησίες έπρεπε να μετατραπούν σε τζαμιά.

Τελευταίοι ιερείς του κάστρου, οι αρμένιοι πατέρες Λάζαρος και Ιάκωβος, προσπάθησαν να κρύψουν τα κειμήλια της εκκλησίας, ενώ οι ίδιοι πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Για καλή τους τύχη, μετά από μήνες ενώθηκαν με τα αδέλφια τους στη Βενετία.

Αναρωτιέται κανείς τι απέγινε η εκκλησία και το μοναστήρι του Μεχιτάρ εντός του κάστρου της Μεθώνης. Στα αρχεία του Αγίου Λαζάρου υπάρχει η μαρτυρία ενός μαθητή που επισκέφτηκε τη Μεθώνη το 1739 και είδε την εκκλησία να έχει μετατραπεί σε τζαμί. 25 χρόνια μετά την πολιορκία του κατακτητή, η εκκλησία και το μοναστήρι ήταν στη θέση τους, αλλά ο μαθητής δεν βρήκε το θάρρος να πλησιάσει . Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η παλιά πολιτεία μέσα στο κάστρο εγκαταλείφθηκε και ερήμωσε, εκτός από μια εκκλησία που επισκευάστηκε και από το 1889 φέρει το όνομα Ι.Ν. Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ναός μονόχωρος και ξυλόστεγος. Επίσης, μέσα στο κάστρο σώζονται τα ερείπια δυο εκκλησιών, χωρίς να έχουμε ιστορικά στοιχεία για το παρελθόν τους. Οι έρευνες που έχουν γίνει στη Μεθώνη, γνωρίζοντας μόνο τις διαστάσεις του οικοπέδου, διατυπώνουν την υπόνοια πως το αρμενικό μοναστήρι είναι το κτίριο που πρώτα οι Γάλλοι (1828) και έπειτα οι Βαυαροί (1834) χρησιμοποίησαν ως νοσοκομείο.

Το 1715, το τάγμα εγκαταστάθηκε στο νησί του Σαν Λατζάρο ντέγκλι Αρμένι κατόπιν σχετικής πρόσκλησης της Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο Μεχιτάρ έχτισε εκεί ένα μοναστήρι, όπου και απεβίωσε στις 27 Απριλίου 1749. Ο τάφος του βρίσκεται εντός της εκκλησίας του μοναστηριού.

Θεωρείται επίσης ως ο πρωτοπόρος της αναγέννησης της αρμένικης λογοτεχνίας στην κλασική γλώσσα (έκδοση της Βίβλου το 1735, καθώς κι ενός αρμένικου λεξικού το 1749)[2].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 «Հայկական սովետական հանրագիտարան» (Aρμενικά) Γερεβάν. 1981.
  2. Petit dictionnaire de l'Orient chrétien (§ Mékhitar de Sébaste), Brepols, Turnhout, 1991, p. 372