Μάχη στο Κοπίδναδον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη στο Κοπίδναδον
Αραβοβυζαντινοί πόλεμοι
Χάρτης της βυζαντινής Μικράς Ασίας και της Βυζαντινοαραβικής παραμεθόριας περιοχή περίπου το 842 μ.Χ.
ΧρονολογίαΣεπτέμβριος 788
ΤόποςΠαδυανδός, Μικρά Ασία
ΈκβασηΑραβική νίκη
Αντιμαχόμενοι

Η Μάχη στο Κοπίδνανον έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του 788 μεταξύ των στρατών του Χαλιφάτου των Αββασιδών και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο στρατός των Αββασιδών ξεκίνησε μια εισβολή στη Βυζαντινή Μικρά Ασία, και ήρθε αντιμέτωπος μια Βυζαντινή δύναμη στο Κοπίδνανον. Η προκύπτουσα μάχη ήταν μια νίκη των Αββασιδών. Μεταξύ των Βυζαντινών απωλειών ήταν και κάποιος Διογένης, ο οποίος ταυτίζεται από μερικούς μελετητές με την πιθανή αρχική πηγή για το λογοτεχνικό ήρωα Διγενή Ακρίτα.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την αποτυχία της τελευταίας προσπάθειας των Αράβων να κατακτήσουν τη βυζαντινή πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη το 717-718, οι δυνάμεις του Χαλιφάτου συνέχισαν να εξαπολύουν τακτικές, σχεδόν ετήσιες επιδρομές στη βυζαντινή Μικρά Ασία. Το 782, μια μεγάλη εισβολή, με επικεφαλής τον επίδοξο διάδοχο των Αββασιδών, τον μέλλοντα Χαρούν αλ Ρασίντ (βασ. 786-809), οδήγησε σε ένα ταπεινωτικό διακανονισμό για το Βυζάντιο, το οποίο αναγκάστηκε να αιτηθεί μια εκεχειρία με αντάλλαγμα μια ετήσια πληρωμή 160.000 χρυσών νομισμάτων.[1] Το 785, η αυτοκράτειρα-αντιβασίλισσα Ειρήνη η Αθηναία αποφάσισε να σταματήσει την καταβολή της πληρωμής, και ο πόλεμος ξανάρχισε. Οι Άραβες εισέβαλαν στο Θέμα Αρμενιακών, αλλά στις αρχές του 786 οι Βυζαντινοί εκδικήθηκαν καταλαμβάνοντας και ισοπεδώνοντας την πόλη Άδατα στην Κιλικία, την οποία οι Αββασίδες τα προηγούμενα πέντε χρόνια είχαν μετατρέψει σε σημαντικό οχυρό και στρατιωτική βάση για τις διασυνοριακές τους εκστρατείες εναντίον του Βυζαντίου.[2][3]

Μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ανάρρηση του Χαρούν αλ Ρασίντ το 786, οι επιδρομές που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών ήταν σχετικά ήσσονος σημασίας. Η πρώτη μεγάλη εισβολή της νέας βασιλείας συνέβη στο 788, όταν ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα διέσχισε τις Κιλίκιες Πύλες στο Θέμα Ανατολικών.[3][4] Παρά το γεγονός ότι η επιδρομή δεν αναφέρεται στις αραβικές πηγές, η περιγραφή της από τον Βυζαντινό χρονογράφο Θεοφάνη τον Ομολογητή υποδεικνύει μια μεγάλη εισβολή, καθώς χρειάστηκε να αντιμετωπιστεί από τις δυνάμεις των δύο πιο ισχυρών βυζαντινών θεματικών στρατών, εκείνες του ιδίου του θέματος Ανατολικών, αλλά και του Θέματος Οψικίου.[5]

Η περιοχή της μάχης ονομάζεται «Κοπίδνανον» στο Θεοφάνη, ένα όνομα άλλως ανεπικύρωτο. Οι σύγχρονοι μελετητές, ξεκινώντας με τον Ανρί Γκρεγκουάρ το 1932, την έχουν ταυτίσει με την πόλη της Παδυανδούς, στη δυτική έξοδο των Κιλικίων Πυλών.[5][6] Σύμφωνα με τη σύντομη αναφορά του Θεοφάνη, η μάχη τελείωσε με μια αιματηρή ήττα για τους Βυζαντινούς, οι οποίοι έχασαν πολλούς άνδρες και αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων μέλη του τάγματος των Σχολών που είχαν εξοριστεί στις επαρχίες από την Ειρήνη, το 786, για τη συνεχή υποστήριξή τους στην Εικονομαχία. Ο Θεοφάνης, επίσης, ξεχωρίζει την απώλεια του ικανού αξιωματικού Διογένη, ενός τουρμάρχη των Ανατολικών.[4][5][6]

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι άμεσες συνέπειες της βυζαντινής ήττας φαίνεται να ήταν αμελητέες. Οι απώλειες ήταν βαριές, αλλά όχι αφόρητες, και το επίπεδο της καταστροφής της περιφέρειας φαίνεται να ήταν ελάχιστο. Στο υλικό επίπεδο, επομένως υπάρχουν λίγα για να διακρίνουν την ήττα στο Κοπίδνανον από μια «τυπική» αραβική επιδρομή.[4][7] Αποτελεί, ωστόσο, μια επανάληψη της μεγάλης κλίμακας συνοριακού πολέμου μετά τη σχετική νηνεμία από το 782, ο οποίος συνεχίστηκε αμείωτος μέχρι το θάνατο του Χαρούν το 809 και τον επακόλουθο εμφύλιο πόλεμο των Αββασιδών.[8]

Ίσως η πιο μακροπρόθεσμη συνέπεια της μάχης ήταν ο θάνατος του τουρμάρχη Διογένη: λόγω της ασυνήθιστα εξέχουσας θέσης του στη μαρτυρία του Θεοφάνη, ο Ανρί Γκρεγκουάρ ταύτισε τον Διογένη με το αρχικό αρχέτυπο για τον μετέπειτα επικό ήρωα Διγενή Ακρίτα.[7][9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Brooks 1923, σελ. 124, Treadgold 1988, σελίδες 67–70.
  2. Brooks 1923, σελ. 125; Treadgold 1988, σελίδες 78–79.
  3. 3,0 3,1 Μακρυπούλιας 2008Κεφάλαιο 1.
  4. 4,0 4,1 4,2 Treadgold 1988, σελ. 91.
  5. 5,0 5,1 5,2 Lilie 1996, σελ. 156.
  6. 6,0 6,1 Μακρυπούλιας 2008Κεφάλαιο 2.
  7. 7,0 7,1 Μακρυπούλιας 2008Κεφάλαιο 3.
  8. Brooks 1923, σελίδες 125–127.
  9. Treadgold 1988, σελ. 401 (Note #110). Δείτε επίσης Beck 1971, σελίδες 63–97 για μια συζήτηση σχετικά με τις πηγές του θρύλου του Διγενή.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]