Μάρκος Κλαδάκης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Μάρκος Π. Κλαδάκης (1900-1972) ήταν Έλληνας αξιωματικός που έμεινε γνωστός για την οργάνωση και τη διοίκηση του Συντάγματος Δωδεκανησίων Εθελοντών στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και για το κίνημα του 1935 που είχε σαν σκοπό την επιστροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία. Στη διάρκεια της ζωής του, αγωνίστηκε για την ελευθερία και διώχθηκε για τις πολιτικές του απόψεις.

Νεανικά Χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μάρκος Πέτρου Κλαδάκης γεννήθηκε στη Σύμη στις 15 Μαρτίου 1900, όπου και έλαβε την εγκύκλια μόρφωση.

Το Πάσχα του 1919 - ήταν τότε Δήμαρχος ο Πατέρας του - σκαρφάλωσε στο Κάστρο της Σύμης, κατέβασε την ιταλική σημαία από τον ιστό της "Μεγάλης Παναγίας" και ύψωσε την ελληνική σημαία. Οι ιταλικές Αρχές τον καταδίωξαν και ο Μάρκος φυγαδεύτηκε στην Τήλο και από εκεί στην Αθήνα όπου κατόπιν διαγωνισμού εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Μετά την αποφοίτηση του, τοποθετήθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Στρατιά της Μικράς Ασίας και προωθήθηκε στη Β' Μεραρχία, στο Ζ' Σύνταγμα Πεζικού, επί της γραμμής των πρόσω. Τραυματίστηκε κατά την πορεία στον Σαγγάριο ποταμό, επανήλθε όμως ύστερα από σύντομη ανάρρωση.

Μετά τη συμμετοχή του στην Επανάσταση του 1922 και με αίτησή του, τοποθετήθηκε στη Στρατιά του Έβρου και υπηρέτησε στις φρουρές της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας. Καίτοι ανθυπολοχαγός διορίστηκε επανειλημμένα σε θέσεις λοχαγού και ταγματάρχη και ανελάμβανε άκρως απόρρητες αποστολές, τις οποίες διεκπεραίωνε με επιτυχία.

To 1928, μετά από μια ακόμη επιτυχία στο "Σχολείο Βολής", προτάθηκε να αποσταλεί στη Γαλλία για συνέχιση σπουδών. Κρίθηκε όμως, σκοπιμότερο να διοριστεί καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων για μακρύ χρονικό διάστημα, όπως και στη σχολή Ναυτικών Δοκίμων με διετή θητεία. Κατά την υπηρεσία του στη Σχολή Ευελπίδων σημείωσε και άλλη επιτυχία σε διαγωνισμό της "Σχολής Εφαρμογής Πεζικού" όπου πέτυχε την 1η θέση ανάμεσα σε 65 συσπουδαστές του ανώτερους κατά βαθμό.

Η πρώιμη ανάδειξή του στις τάξεις του στρατεύματος επέτρεψε την κατά παρέκκλιση συμμετοχή του σε διαγωνισμό της "Ανωτέρας Σχολής Πολέμου". Πάλι ανάμεσα σε 125 υποψήφιους, όλους ανωτέρων βαθμών για την κατάληψη 25 θέσεων πέτυχε να καταταγεί στην πρώτη σειρά. Το 1934 προήχθη σε λοχαγό. Η συμμετοχή του όμως στο κίνημα του 1935 ανέκοψε την επαγγελματική του άνοδο. Καταδικάστηκε σε στρατιωτική καθαίρεση και σε 20ετή πρόσκαιρα αντί της θανατικής ποινής, που είχε ζητηθεί από τον κυβερνητικό επίτροπο.

Το Σύνταγμα των Δωδεκανησίων Εθελοντών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα τότε, ακολούθησε συνεχής δίωξή του - συλλήψεις κατ επανάληψη και εξορίες- έως ότου με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ανακλήθηκε στο στράτευμα, ως έφεδρος εκ μονίμων και με το βαθμό του λοχαγού. Με τη στράτευση των Δωδεκανησίων ως εθελοντών, του ανατέθηκε η οργάνωση Συντάγματος.

Εργώδης ήταν η προσπάθεια του για τη συγκρότηση εκ του μηδενός της πρώτης στην ιστορία Δωδεκανησιακής στρατιωτικής Μονάδας, μέσα στο ελάχιστο χρονικό διάστημα των έξι εβδομάδων. Στην πορεία προς το μέτωπο, οδηγός του Α' Τάγματος, που το αποτελούσαν αποκλειστικά Δωδεκανήσιοι, ταχθέντες ως "Τμήμα Θυσίας" ανέλαβε το κύριο βάρος άμυνας απέναντι στα άρματα του εχθρού, τα τεθωρακισμένα και τα σιδηρόφρακτα.

Κατά τις πορείες επί τα πρόσω, με πρόταξη εαυτού στις ώρες του κινδύνου, κάλυπτε τη ζωή των εθελοντών. Κατέστη έτσι, σύμβολο και πολέμαρχος των Δωδεκανήσιων μαχητών.Απέρριψε την αμαχητί παράδοση του, με δήλωση ότι θα "πάρει τους άνδρες του και θ' ανέβει στα βουνά". Την ημέρα δε υπογραφής της ανακωχής παρότρυνε τους εθελοντές για έναρξη "νέας μορφής αγώνων".

Συνεπής προς την τακτική του "περίσκεψη κατά τον σχεδιασμό, θύελλα κατά την εκτέλεση", όταν κυκλώθηκε από τα γερμανικά τεθωρακισμένα στην κοιλάδα του Αμύνταιου, αναμετρώντας τα νέα δεδομένα, διέταξε άμεση αντικυκλωτική επίθεση και διέσπασε τον κλοιό των Γερμανών. Όπως εξασφάλισε τη σύμπτυξη από τη γραμμή άμυνας τους διοχέτευσε προς ασφαλείς οδούς υποχώρησης τους στρατιώτες του και έφθασε τελευταίος στην Αθήνα.

Ακούραστος, ανέλαβε αμέσως με ψευδή στοιχεία ταυτότητας χειρωνακτική εργασία στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου κατόπτευε τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις των εχθρικών αεροπλάνων και του πολεμικού υλικού, κατέγραφε την κάθε κίνηση και την όλη εκεί οργάνωση και απέστελλε όσα συνέλεγε, εκεί όπου έπρεπε.

Αντιστασιακή Δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπήρξε βασικός συντελεστής συγκρότησης της πρώτης χρονικά αντιστασιακής οργάνωσης[1]. Κατά την κατοχή, η δράση του υπήρξε δυναμική. Οργάνωνε δολιοφθορές σε επιταγμένα εργοστάσια και στις συγκοινωνίες του εχθρού και επίσης έχοντας αναλάβει την ευθύνη για τη συγκρότηση του αντάρτικου στρατού πόλεων, προετοίμαζε τις μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον των κατακτητών.

Η προσήλωση του στα ιδανικά που πίστευε, και για τα οποία μαχόταν, τον οδήγησε σε ριζική διαφωνία επί εθνικού θέματος με εταίρους του χώρου του. Μετέβη στη Μέση Ανατολή ως εκπρόσωπος του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο οποίο ανήκε, για προμήθεια όπλων και πολεμικού υλικού. Κρατήθηκε στη Συρία, χωρίς εμφανή αιτιολογία. Στο Κάιρο του ζητήθηκε να αναφέρει εγγράφως την κατάσταση στην Ελλάδα, το σκοπό του ταξιδιού του και τις προσωπικές του απόψεις. Πίστευε ότι μόνο μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας θα ήταν ικανή να επιλύσει τα ακανθώδη προβλήματα που απασχολούσαν την Ελλάδα και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον διχασμό που ποικίλοι παράγοντες καλλιεργούσαν.

Εκών άκων "κρατήθηκε" στη Μέση Ανατολή. Ο όρος που είχε τεθεί από το κόμμα του για εικοσαήμερη το πολύ μετάβαση και επιστροφή και τον οποίον αποδεχθεί το Συμμαχικό Στρατηγείο δεν τηρήθηκε. Εντάχθηκε στο στρατό της Μέσης Ανατολής. Ανέλαβε προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και ήταν Γενικός Γραμματέας της εκεί Αντιστασιακής Οργάνωσης Ε.Α.Σ.Δ.Ο. (Εθνική Απελευθερωτική Στρατιωτική Δημοκρατική Οργάνωση).

Με την όξυνση της αντιπαράθεσης των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής παραιτήθηκε από τη θέση του Προσωπάρχη και, με τα γεγονότα που ακολούθησαν, επικηρύχτηκε και ζούσε παράνομα, ως τη σύλληψή του τη στιγμή που επιβιβαζόταν σε πλοιάριο για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Οδηγήθηκε στην Ασμάρα της Ερυθραίας, σε στρατόπεδο, όπου υπέστη την πρώτη του καρδιακή προσβολή. Βραδύτερα μεταφέρθηκε ως υπόδικος στον Πειραιά και τέθηκε σε απόταξη με Β.Δ του 1944. Αποκαταστάθηκε όμως στο βαθμό του ταγματάρχη με Β.Δ το 1949.

Πολιτική Δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με υγεία επισφαλή έλαβε μέρος στις πρώτες βουλευτικές εκλογές στον Πειραιά. Του ανατέθηκε υποψηφιότητα και στη Δωδεκάνησο με τη "Δημοκρατική Παράταξη", όπου μετέβη την τελευταία εβδομάδα προ των εκλογών.

Κατά τη μοναδική προεκλογική του ομιλία στην ιδιαίτερη του πατρίδα, τη Σύμη, τόσον ο ίδιος όσο και το ακροατήριο του έτυχαν απαράδεκτης μεταχείρισης από τα εκεί αστυνομικά όργανα. Στη συνέχεια ευρισκόμενος τότε στη Ρόδο ως υποψήφιος του Κόμματος των Φιλελευθέρων ο Ιωάννης Γ. Ζίγδης, απαίτησε από τον Διοικητή της Χωροφυλακής ν' αφεθούν ελεύθεροι οι συλληφθέντες. Ορισμένοι, όμως, παρέμειναν στις φυλακές για αρκετό χρόνο, ακόμα και μετά τις εκλογές. Λόγω της περιπέτειας του αυτής και για λίγους μόνο ψήφους έχασε την εκλογή του στον Πειραιά, όπου η επιτυχία του εθερωρείτο βέβαιη.

Με την κατηγορία ότι στους προεκλογικούς του λόγους έθιγε ανεπίτρεπτα θεσμούς και πρόσωπα, πράγμα εντελώς ανακριβές, φυλακίστηκε και εξέπεσε του βαθμού του.

Το 1953 το Συμβούλιο της Επικρατείας, έπειτα απο προσφυγή του, τον δικαίωσε και τον αποκατέστησε στο βαθμό του Ταγματάρχη.

Το 1958 έλαβε μέρος στις εκλογές με το συνδυασμό Δωδεκανήσου του Κόμματος των Φιλελευθέρων.

Τα Τελευταία Χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ύστερα από λίγο υπέστη το δεύτερο έμφραγμα.

Αλλά, όπως όταν επανήλθε από την Ασμάρα στην Αθήνα συνέτασσε, ως Πρόεδρος των Δωδεκανησίων Εθελοντών, ψηφίσματα προς τον Ο.Η.Ε και τις Μεγάλες Δυνάμεις για την Ένωση της ιδιαίτερης πατρίδας του με την Ελλάδα, έτσι και τώρα δεν έπαψε να αγωνίζεται μέσω των Επιτροπών Ειρήνης. Ενώ όμως εργαζόταν σε εργοτάξιο τραπεζικών υποκαταστημάτων, υπέστη τρίτο έμφραγμα. Το τέταρτο ήταν και το μοιραίο και επήλθε ενώ αναπαυόταν, το τελευταίο 24ωρό του 1972, λίγο πριν από την είσοδο του νέου έτους.

Μεταθανάτια αναγνώριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μάρκος Κλαδάκης διώχθηκε για πολιτικούς λόγους και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια λόγω του εθνικού διχασμού, ο οποίος είχε διαιρέσει τότε καταστροφικά τον ελληνικό λαό. Οι Δωδεκανήσιοι, όμως, δεν ζήτησαν την αποκατάσταση του για τα πολεμικά "αδικήματα", που του αποδόθηκαν απο τους εχθρούς του, αλλά για την συμμετοχή του στους εθνικούς αγώνες.

Το 1985 ο Ιωάννης Π. Ζίγδης, Πρόεδρος της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου και Βουλευτής, εθελοντής ο ίδιος δυο φορές στην Ελλάδα και την Αίγυπτο, που γνώριζε τα γεγονότα, αποδόθηκε σε αγώνα μέσα στο Κοινοβούλιο για να προαχθεί ο Μάρκος Κλαδάκης στο βαθμό του Αντιστράτηγου και να επεκταθεί ο περί "Εθνικής Αντίστασης" νόμος του 1836/1951 και στους Δωδεκανήσιους εθελοντές σ όλες τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η απάντηση ήταν και πάλι αρνητική.

Αργότερα, η Ομοσπονδία Δωδεκανησιακών Σωματείων υπέβαλε στην τότε Κυβέρνηση το ίδιο αίτημα. Η απάντηση ήταν και πάλι αρνητική, με την επίκληση τυπικών διατάξεων.

Έτσι του απονεμήθηκε ο βαθμός του Ταξιάρχου.

Του είχε απονεμηθεί το προσωνύμιο "Διγενής της Σύμης"[2].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Frank Gervasi: "Η Ελλάδα ήταν έτοιμη", Άρθρο του Collier's της Νέας Υόρκης 11 Νοεμβρίου 1944, δημοσιευμένο στο World Press Review, No 166, 2 Δεκεμβρίου 1944
  2. «8 Μαΐου 1945: Η απελευθέρωση της Σύμης». Εκκλησία Online. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιστορία του Συντάγματος Δωδεκανησίων Εθελοντών υπό Μάρκου Π. Κλαδάκη