Κράτηγος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η θέση Κράτηγος βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Λέσβου, σε απόσταση 8 χλμ. Ν. της Μυτιλήνης. Κατά τη διάρκεια των εκσκαφών για τη δημιουργία του διαδρόμου του αεροδρομίου του νησιού αποκαλύφθηκε το 1951 σύνολο χαλκών, αργυρών και χρυσών αντικειμένων των παλαιοχριστιανικών χρόνων. Τα νομίσματα και όσα σκεύη φέρουν σφραγίδες χρονολογούνται στο διάστημα 605-629/30 μ. Χ., ενώ ο θησαυρός θα πρέπει να απεκρύβη στους χρόνους περί το 626 (έτος πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Πέρσες και Αβαροσλάβους), περίοδο ιδιαιτέρως αυξημένης ανασφάλειας, κατά την οποία σημειώνεται η απόκρυψη πολύ μεγάλου αριθμού παρομοίων συνόλων. Τη διερεύνηση της περιοχής δαπάναις της Εταιρείας ανέλαβε το 1954 ο Επιμελητής, μετέπειτα Έφορος Αρχαιοτήτων Ανδρέας Βαβρίτσας. Ανεσκάφησαν δύο σημεία: ο χώρος εύρεσης του θησαυρού και ο ναΐσκος της Αγίας Παρασκευής, κτισμένος σε απόσταση 60μ. νοτιότερα. Στην πρώτη θέση δεν υπήρξαν ευρήματα. Στη δεύτερη εντοπίστηκαν δύο αρχαιότεροι (αχρονολόγητοι) ναοί κάτω από τον υφιστάμενο μονόχωρο της Αγίας Παρασκευής. Ο αμέσως παλαιότερος ναός που ανεσκάφη χαμηλότερα ήταν επίσης μονόχωρος με ημικυκλική αψίδα. Σε μεγαλύτερο βάθος αποκαλύφθηκε τρίκλιτη βασιλική με τρεις ημικυκλικές αψίδες στα Α. Στο εσωτερικό του ναού βρέθηκαν τρεις ακτέριστοι τάφοι. Στο νότιο κλίτος διαμορφωνόταν δεξαμενή ή βαπτιστήριο. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής ήλθαν επίσης στην επιφάνεια όστρακα και αρχιτεκτονικά μέλη της αρχαιότητας. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα να προέρχονται από τον αναφερόμενο από το Θουκυδίδη ναό του Μαλόεντος Απόλλωνος, η ακριβής θέση του οποίου όμως δεν έχει εντοπιστεί.

Γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θέση Κράτηγος βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Λέσβου, σε απόσταση 8χλμ. Ν. της Μυτιλήνης. Κατά τη διάρκεια των εκσκαφών για τη δημιουργία του διαδρόμου του αεροδρομίου του νησιού αποκαλύφθηκε το 1951 σύνολο χαλκών, αργυρών και χρυσών αντικειμένων των παλαιοχριστιανικών χρόνων. Τα νομίσματα και όσα σκεύη φέρουν σφραγίδες χρονολογούνται στο διάστημα 605-629/30, ενώ ο θησαυρός θα πρέπει να απεκρύβη την ίδια εποχή, περί το 626 (έτος πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Πέρσες και Αβαροσλάβους), περίοδο ιδιαιτέρως αυξημένης ανασφάλειας, κατά την οποία σημειώνεται η απόκρυψη πολύ μεγάλου αριθμού παρομοίων συνόλων.

Στο θησαυρό περιελήφθησαν:

  • 4 χρυσοί σόλιδοι Φωκά
  • 28 χρυσοί σόλιδοι Ηρακλείου
  • 3 αργυρά πινάκια και ένας αργυρός δίσκος με εγχάρακτη διακόσμηση, νιέλλο και μερική επιχρύσωση
  • 2 αργυρές τρυηλίδες με ίχνη επιχρύσωσης
  • Αργυρή πρόχους/οινοχόη
  • 8 αργυρά κοχλιάρια, ανήκοντα σε τρεις διαφορετικές ομάδες των 4, 3 και 1 δειγμάτων.
  • Αργυρό κηροπήγιο με τριεδρική βάση
  • Αργυρή κανδήλα με τριμερή άλυσο
  • Χαλκή σφραγίδα με κοίλες πλευρές με αρνητική αναγραφή μονογράμματος Μαυρικίου ή Σταυρακίου
  • 7 χρυσά ψέλλια
  • 4 χρυσοί δακτύλιοι
  • 4 φυλακτήρια
  • 2 χρυσές πόρπες
  • 2 χρυσές αλύσεις
  • Περιδέραιο από χρυσό και σμαράγδια
  • Ζεύγος ενωτίων από χρυσό και υαλόμαζα.

Κατά τον Ι. Τουράτσογλου το αποκαλυφθέν σύνολο, καίτοι δεν περιλαμβάνει αντικείμενα της υψηλής ποιότητας άλλων σύγχρονών του θησαυρών, είναι μοναδικό, καθώς σε αυτό συνυπάρχουν σκεύη, αγγεία, νομίσματα, κοσμήματα και μία σφραγίδα. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα αυτό να έφτασε στη Λέσβο από τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, όπου υπήρχαν οι οικονομικές δυνατότητες για την κτήση από ιδιώτες ή ιδρύματα μιας ευρύτερης ομάδας αντικειμένων αυτής της αξίας, από τα οποία επελέγη μέρος μόνο για να σταλεί στο νησί, που προφανώς προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια. Από την ύπαρξη ορισμένων εκ των κοσμημάτων (χρυσές πόρπες, ψέλλιο με μονογράμματα ανήκον πιθανότατα σε αγόρι) συνάγεται ότι κάτοχος του θησαυρού ήταν οικογένεια υψηλών κρατικών αξιωματούχων.

Ανασκαφικές εργασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εύρεση των πολύτιμων αντικειμένων του θησαυρού το 1951 υπήρξε απολύτως τυχαία, καθώς στην περιοχή πραγματοποιούνταν εργασίες εκσκαφής για τη διαμόρφωση του διαδρόμου του αεροδρομίου Μυτιλήνης. Το ιδιαιτέρως σημαντικό αυτό εύρημα, η ύπαρξη αρχιτεκτονικών μελών σε επανάχρηση στην τοιχοποιία του νεώτερου ναϋδρίου της Αγίας Παρασκευής –κτισμένος σε απόσταση 60μ. Ν. του σημείου που εντοπίστηκε ο θησαυρός– και η προοπτική της οριστικής κατάχωσης του χώρου χάριν της λειτουργίας του αεροδρομίου, ώθησαν το 1954 στη δαπάναις της Εταιρείας διεξαγωγή έρευνας, την οποία ανέλαβε ο Επιμελητής, μετέπειτα Έφορος Αρχαιοτήτων Ανδρέας Βαβρίτσας.

Ανεσκάφησαν δύο σημεία: ο χώρος εύρεσης του θησαυρού και ο ναΐσκος και η ζώνη πέριξ αυτού. Στην πρώτη θέση δεν υπήρξαν ευρήματα· το εκσκαπτικό μηχάνημα είχε πιθανότατα ανασύρει κατά σύμπτωσιν το σύνολο των αποκρυβέντων σε βάθος 0,60μ. αντικειμένων με μία κίνηση. Στη δεύτερη θέση εντοπίστηκαν δύο αρχαιότεροι (αχρονολόγητοι) ναοί κάτω από τον υφιστάμενο της Αγίας Παρασκευής. Το νεώτερο ναΰδριο ήταν μονόχωρο, με ημικυκλική αψίδα. Κατά την καθαίρεση των τοίχων του περισυνελέγησαν τα μέλη κτηρίων της αρχαιότητας και των παλαιοχριστιανικών χρόνων που είχαν ενσωματωθεί σε αυτούς. Ο αμέσως παλαιότερος ναός (11,90 Χ 7μ.) που ανεσκάφη χαμηλότερα ήταν επίσης μονόχωρος με ημικυκλική αψίδα. Το δάπεδό του καλυπτόταν με ανισομεγέθεις μαρμάρινες πλάκες. Σε μεγαλύτερο βάθος αποκαλύφθηκε τρίκλιτη βασιλική (20 Χ 14μ.) με τρεις ημικυκλικές αψίδες στα Α. Στο εσωτερικό του ναού βρέθηκαν τρεις ακτέριστοι τάφοι, περιέχοντες μία ταφή έκαστος: οι δύο εξ αυτών στο κεντρικό κλίτος, σε απόσταση 1μ. ο ένας από τον άλλο, ήταν κατασκευασμένοι από μεγάλους ορθογώνιους λίθους· ο τρίτος, κοντά στη ΒΔ. γωνία, είχε τοιχώματα από αργολιθοδομή επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα. Στο νότιο κλίτος, αμέσως στα Δ. της κόγχης του Διακονικού, διαμορφωνόταν δεξαμενή ή βαπτιστήριο (2,30 Χ 2μ.). Ο πυθμένας της, σε στάθμη κατά 0,50μ. χαμηλότερη του δαπέδου του ναού, έφερε επένδυση από πήλινες πλάκες και τα τοιχώματά της από πλάκες Φωκαίας. Πήλινοι αγωγοί στη βάση του δυτικού και του ανατολικού τοίχου εξασφάλιζαν αντιστοίχως την παροχή και την αποχέτευση του ύδατος. Σε μικρή απόσταση προς Δ. κατασκευάστηκε στα νεώτερα χρόνια λίθινο φρεάτιο, το οποίο παρελάμβανε τα ύδατα πηγής ευρισκομένης στα Δ. του ναού και μέσω πήλινων αγωγών τα διοχέτευε σε κινστέρνα κτισμένη στα Ν. αυτού.

Κατά την ανασκαφή του 1954 ήλθαν στην επιφάνεια τα ακόλουθα κινητά ευρήματα:

  • Μικρή γυάλινη δακρυδόχος, μετάλλινο πόδι (νεώτερο αφιέρωμα) και τεμάχια πλαισίου μαρμάρινης τράπεζας από το βόρειο κλίτος του αρχαιότερου ναού.
  • Χαλκό νόμισμα Ιουστινιανού και τμήμα λαιμού και χείλους αγγείου με εννέα οπές (ύστερων ελληνιστικών ή ρωμαϊκών χρόνων) από τη δεξαμενή/βαπτιστήριο της τρίκλιτης βασιλικής
  • Δύο χαλκά νομίσματα: Ιουστίνου και Σοφίας (565/6), Φωκά (602-610)
  • Τεμάχια πήλινου λύχνου και κεφαλές δύο πήλινων ειδωλίων από τη ΝΔ. γωνία της αρχαιότερης βασιλικής
  • Ακέραια μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη: βάθρο με συμφυή βάση κιονίσκου με υποδοχή για θωράκιο στην πλάγια όψη (εικ. 3), βάση κιονίσκου, επίθημα κιονίσκου
  • Τμήματα μαρμάρινων μελών: πολυγωνικών βάσεων με τόρμους, αμφικιονίσκων, θωρακίων της παλαιοχριστιανικής περιόδου
  • Μαρμάρινη βάση περιρραντηρίου
  • Πλευρά μαρμάρινου θρόνου
  • Μολύβδινος δακτύλιος (6ος-7ος αι.)
  • Μέλη της αρχαιότητας: μαρμάρινο δωρικό κιονόκρανο (4ος αι. π.Χ.) και πώρινος ανθεμωτός ηγεμόνας καλυπτήρας (5ος αι. π.Χ.).

Ως προς τα μέλη της παλαιοχριστιανικής περιόδου που απαντώνται σε επανάχρηση στην τοιχοποιία και των τριών επάλληλων ναών και στην επίχωση ο ανασκαφέας απέκλεισε το ενδεχόμενο να προέρχονται από την πλησιόχωρη βασιλική των Αργάλων λόγω ελλείψεως κοινών στοιχείων με τα σωζόμενα σε εκείνη. Κατά την ανασκαφική διερεύνηση ήλθαν επίσης στην επιφάνεια όστρακα της αρχαιότητας, το αναφερθέν κιονόκρανο και ο ηγεμόνας. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα να προέρχονται από τον αναφερόμενο από το Θουκυδίδη ναό του Μαλόεντος Απόλλωνος, η ακριβής θέση του οποίου όμως δεν έχει εντοπιστεί.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Α.Κ. Ορλάνδος, Λέσβος, Έργον 1954, 43-44
  • A. Bαβρίτσας, Ανασκαφή Κρατήγου Μυτιλήνης, ΠAE 1954, 317-329
  • E. Cruikshank Dodd, Byzantine silver stamps, Dumbarton Oaks Studies 7 (Washington 1961), 124-125 nr 32, 142-149 nr 40-43, 158-163 nr 48-50
  • Η βυζαντινή τέχνη, τέχνη ευρωπαϊκή (Αθήναι 1964), 322-325 αρ. 385-397, 384-388 αρ. 500-510, 405 αρ. 531
  • St. R. Hauser, Spätantike und frühbyzantinische Silberlöffel. Bermerkungen zur Produktion von Luxusgütern im 5. bis 7. Jahrhundert. JbAChr, Ergänzungsband 19 (Münster 1992), 32, 54, 55-56, 117-118 nr 129, 128 nr 182-184, 132 nr 206-209
  • Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο: Θεσσαλονίκη, Λευκός Πύργος Οκτώβριος 2001-Ιανουάριος 2002 (Αθήνα 2002), 221-222 αρ. 256, 292-293 αρ. 309, 312-313 αρ. 338, 339 αρ. 381, 391 αρ. 479, 410 αρ. 516, 443 αρ. 582-583, 477 αρ. 654, 530-531 αρ. 733.
  • Ι. Τουράτσολου – Ε. Χαλκιά, Ο θησαυρός της Κρατήγου Μυτιλήνης. Νομίσματα και τιμαλφή αντικείμενα του 7ου αι. μ.Χ. (Αθήνα 2008)

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

http://ww2.archetai.gr/index.php?p=exchavations&poi=527&type=0&title=Κράτηγος[νεκρός σύνδεσμος]