Ιωάννης Κυριακός (ηθοποιός)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιωάννης Κυριακός
Γέννηση1818
Θάνατος1869
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Ιδιότηταηθοποιός θεάτρου και αξιωματικός Αστυνομικού Σώματος
ΤέκναΕλπίδα Χαλκιοπούλου
ΑδέλφιαΠαναγής Κυριακός

Ο Ιωάννης Κυριακός (1818-1869) ήταν Έλληνας ηθοποιός στην εποχή της Βασιλείας του Όθωνα και αργότερα θιασάρχης.

Γεννήθηκε στη Σύρο το 1818. Ήταν γιος του αγωνιστή του 1821 Σπυρίδωνα Κυριακού και αδελφός του δημάρχου Αθηνών Παναγή Κυριακού.[1] Τα πρώτα του γράμματα έμαθε στη Σύρο και ερασιτεχνικά ασχολήθηκε με το θέατρο. Το 1840 ήλθε στην Αθήνα όπου και εργάσθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στο θίασο του θεάτρου Μπούκουρα. Απογοητευμένος όμως λόγω των μετέπειτα πολιτικών εξελίξεων εγκατέλειψε το θέατρο και διορίστηκε στην Ελληνική Χωροφυλακή.

Το 1858, όταν συστάθηκε στην Αθήνα ο πρώτος επαγγελματικός θίασος, που αποτέλεσε και σταθμό του αθηναϊκού θεάτρου, εγκατέλειψε την αστυνομία και επανήλθε στη θεατρική σκηνή, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος του βίου του.

Ο Ιωάννης Κυριακός διακρίθηκε κυρίως στα λεγόμενα τότε, κατά το ιδίωμα των παρασκηνίων, «τυραννικά» (σκληρών λαϊκών χαρακτήρων). Η αγάπη του προς το θέατρο ήταν τόση που και στα δυο παιδιά του Νικόλαο και Ελπίδα μετέδωσε τη θεατρική τέχνη, αν και αυτοδίδακτος. Αργότερα επί Βασιλείας Γεωργίου Α΄ ο Ιωάννης Κυριακός μαζί με τα τέκνα του δημιούργησε θίασο με τον οποίο περιέτρεχε υπόδουλες ακόμα περιοχές όπου παρουσίαζε θεατρικά έργα.

Ο Ι. Κυριακός πέθανε το 1869 στη Κωνσταντινούπολη. Ο γιος του Νικόλαος Κυριακός αναδείχθηκε ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας που όμως στο τέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το θέατρο μετά από μεγάλη οικονομική καταστροφή που υπέστη στη Σμύρνη. Η δε κόρη του, ήταν η μετέπειτα γνωστή ηθοποιός Ελπίδα Χαλκιοπούλου.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. ΙΕ΄, σελ. 482.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. http://81.186.130.244/digitalbook_519#/6 Αρχειοθετήθηκε 2013-10-31 στο Wayback Machine. . Πληροφορία από τον επικήδειο λόγο που εκφώνησε ο Δημοσθένης Αλεξιάδης, στην κηδεία του Π. Σούτσα.