Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιαπωνόφιλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Ιαπωνοφιλία αναφέρεται στην εκτίμηση και την αγάπη της ιαπωνικής κουλτούρας, τους ανθρώπους ή την ιστορία της χώρας. Στα ιαπωνικά ο όρος «ιαπωνόφιλος» είναι «shinnichi» (親日, σιννίτσι). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον 18ο αιώνα και τις αρχές του 19ου, πριν η Ιαπωνία γίνει πιο ανοικτή στο εξωτερικό εμπόριο.

Ο Καρλ Πέτερ Τούνμπεργκ και ο Φίλιπ Φραντς φον Ζίμπολντ βοήθησαν να εισαχθεί η ιαπωνική χλωρίδα, έργα τέχνης και άλλα αντικείμενα στην Ευρώπη τα οποία κέντρισαν το ενδιαφέρον.[1][2] Ο Λευκάδιος Χερν περιγράφεται ως «επιβεβαιωμένος ιαπωνόφιλος» από τον εκδοτικό οίκο Τσαρλς Ε. Τουτλ σε προλόγους αρκετών βιβλίων του.

Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, αρκετοί Βρετανοί συγγραφείς επαινούν την Ιαπωνία. Το 1904, για παράδειγμα, η Μπέατρις Ουέμπ έγραψε πως η Ιαπωνία ήταν ένα «ανερχόμενο αστέρι του ανθρώπινου αυτοελέγχου και της φώτισης», εγκωμιάζοντας τον «καινοτόμο κολεκτιβισμό» της Ιαπωνίας, και την «παράξενη» σκοπιμότητα και ευρύτητα πνεύματος της «φωτισμένης επαγγελματικής ελίτ». Εν μέρει αυτό ήταν αποτέλεσμα της μείωσης της βρετανικής βιομηχανικής υπεροχής, με τη Γερμανία και την Ιαπωνία να αυξάνονται συγκριτικά. Η Γερμανία θεωρήθηκε ως κοντινή απειλή, αλλά η Ιαπωνία είχε θεωρηθεί ως πιθανός σύμμαχος.

Σήμερα, ο όρος ιαπωνόφιλος συνδέεται συχνά με τους οτάκου και γενικότερα την κουλτούρα anime και manga. Κυρίως εντός του διαδικτύου, οι Ιαπωνόφιλοι είναι αποκαλούμενοι συχνά ως "weeaboos" ή "wapanese" (Wannabe Japanese), λέξη με πολύ αρνητική σημασία.

  1. William R. Johnston (1999). William and Henry Walters, the Reticent Collectors. JHU Press. σελ. 76. ISBN 0-8018-6040-7. 
  2. Robin D. Gill (2004). Topsy-Turvy 1585. Paraverse Press. σελ. 25. ISBN 0-9742618-1-5.