Θεωρία της Αλλαγής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συμμετέχοντες αναπτύσσουν τη δική τους Θεωρία της Αλλαγής σε σεμινάριο

Η Θεωρία της Αλλαγής (ΘτΑ, αγγλικά ToC) είναι μια συγκεκριμένη μεθοδολογία σχεδιασμού, συμμετοχής και αξιολόγησης που χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις, τη φιλανθρωπία, στις μη-κερδοσκοπικές οργανώσεις και σε κυβερνητικούς φορείς για να προωθήσει την κοινωνική αλλαγή. Η Θεωρία της Αλλαγής καθορίζει τους μακροπρόθεσμους στόχους και, στη συνέχεια, χαρτογραφεί προς τα πίσω για να εντοπίσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις.[1]

Η Θεωρία της Αλλαγής εξηγεί τη διαδικασία της αλλαγής περιγράφοντας τις σχέσεις αιτιατού-αποτελέσματος μιας πρωτοβουλίας, δηλαδή περιγράφει τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της. Οι εντοπισμένες αλλαγές καταγράφονται ως "διαδρομές αποτελεσμάτων" και δείχνουν το κάθε αποτέλεσμα σε λογική σχέση με όλα τα υπόλοιπα καθώς και τη χρονολογική ροή τους. Οι σχέσεις μεταξύ των αποτελεσμάτων επεξηγούνται μέσω δηλώσεων του γιατί ένα αποτέλεσμα θεωρείται προϋπόθεση για να σημειωθεί κάποιο άλλο.[2]

Η καινοτομία της Θεωρίας της Αλλαγής βρίσκεται (1) στη διάκριση μεταξύ των επιθυμητών και των πραγματικών αποτελεσμάτων και (2) στην απαίτηση από τους ενδιαφερόμενους να προδιαγράψουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, πριν αποφασίσουν για τις μορφές παρέμβασης που χρειάζονται για την επίτευξή τους.

Η Θεωρία της Αλλαγής μπορεί να ξεκινήσει σε οποιαδήποτε φάση μιας πρωτοβουλίας, ανάλογα με την προβλεπόμενη χρήση. Μια θεωρία που αναπτύσσεται στην αρχή είναι χρήσιμη για το σχεδιασμό της πρωτοβουλίας. Έχοντας διαμορφώσει το μοντέλο αλλαγής, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να λάβουν πιο συνειδητές αποφάσεις σχετικά με τη στρατηγική και την τακτική που χρειάζεται να εφαρμοστεί. Καθώς, στην πορεία, τα δεδομένα παρακολούθησης και αξιολόγησης καθίστανται διαθέσιμα, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν περιοδικά να βελτιώσουν την Θεωρία της Αλλαγής με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν. Μια Θεωρία της Αλλαγής μπορεί όμως και να αναπτυχθεί αναδρομικά, μέσω της ανάγνωσης των προγραμματικών εγγράφων, συζητήσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη και ανάλυσης δεδομένων. Αυτό γίνεται συχνά κατά τη διάρκεια των αξιολογήσεων ώστε να αναδειχθούν αυτά που δούλεψαν ή όχι, προκειμένου να κατανοήσουμε το παρελθόν και να σχεδιασουμε για το μέλλον.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Θεωρία της Αλλαγής προέκυψε από το πεδίο της προγραμματικής θεωρίας και αξιολόγησης στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως ένας νέος τρόπος ανάλυσης των θεωριών που λειτουργούν ως κίνητρα για προγράμματα και πρωτοβουλίες που στόχο έχουν την κοινωνική και πολιτική αλλαγή.[3] Η Θεωρία της Αλλαγής επικεντρώνεται όχι μόνο στη δημιουργία γνώσης σχετικά με το αν ένα πρόγραμμα είναι αποτελεσματικό, αλλά και να εξηγήσει ποιες μεθόδους χρησιμοποιεί για να είναι αποτελεσματική.[4] Η Θεωρία της Αλλαγής, ως έννοια, έχει ισχυρές ρίζες σε μια σειρά από κλάδους, συμπεριλαμβανομένης της περιβαλλοντικής και της οργανωτικής ψυχολογίας, αλλά συσχετίζεται όλο και πιο συχνά με την κοινωνιολογία και την πολιτική επιστήμη.[5]

Βασική δομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι "διαδρομές αποτελεσμάτων" είναι ένα σύνολο απαραίτητων συνθηκών που σχετίζονται με ένα δεδομένο πεδίο δράσης, οι οποίες τοποθετούνται διαγραμματικά σε λογική σχέση μεταξύ τους και συνδέονται με βέλη που υποδηλώνουν αιτιότητες. Τα αποτελέσματα κατά μήκος της διαδρομής αποτελούν προϋπόθεση για τα αποτελέσματα που βρίσκονται πάνω από αυτά. Με τον τρόπο αυτό, τα πρώτα αποτελέσματα θα πρέπει να έχουν επιτευχθεί ώστε να προκύψουν στη συνέχεια τα ενδιάμεσα αποτελέσματα, στη συνέχεια πρέπει να υπάρχουν ενδιάμεσα αποτελέσματα για την επόμενη σειρά αποτελεσμάτων που πρέπει να επιτευχθούν και ούτω καθεξής. Επομένως, μια διαδρομή αποτελεσμάτων αναπαριστά τη λογική της αλλαγής και το υποκείμενο σύνολο υποθέσεων, οι οποίες διατυπώνονται στις αιτιολογίες που δίδονται για το γιατί υπάρχουν συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ των αποτελεσμάτων και της θεωρίας. [6]


Εφαρμογή του μοντέλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα σημαντικό πρώτο βήμα στη διαδικασία είναι ο προσδιορισμός ενός εφικτού μακροπρόθεσμου στόχου και μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων. Ο μακροπρόθεσμος στόχος πρέπει να είναι ρεαλιστικός, καθώς και κατανοητός από όλους τους ενδιαφερόμενους. Ένας ειδικά εκπαιδευμένος εξωτερικός συνεργάτης είναι ο πιο κατάλληλος για να οδηγήσει την ομάδα σε συναίνεση και συγκεκριμενοποίηση του στόχου μέσω αυτής της διαδικασίας. Μόλις καθοριστεί ο μακροπρόθεσμος στόχος, η ομάδα εξετάζει: "Ποιες συνθήκες πρέπει να υπάρχουν για να φτάσουμε στο στόχο;" Οι απαραίτητες συνθήκες σημειώνονται ως αποτελέσματα στη Διαδρομή της Θεωρίας της Αλλαγής, κάτω από το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα. Αυτά τα αποτελέσματα αποτελούν προϋπόθεση για το μακροπρόθεσμο στόχο. Η διαδικασία προσδιορισμού των προϋποθέσεων συνεχίζεται καθώς η ομάδα προχωρεί προς τα κάτω στη Διαδρομή, θέτοντας θεμελιώδη ερωτήματα όπως: "Τι πρέπει να υπάρχει για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα;" και "Είναι οι προϋποθέσεις αυτές επαρκείς για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα;" Σε αυτές τις συνεδρίες, οι συμμετέχοντες μπορούν να χρησιμοποιούν μαρκαδόρους, αυτοκόλλητες σημειώσεις και πίνακα σεμιναρίου για την καταγραφή και την οργάνωση των αποτελεσμάτων, την διαμόρφωση των παραδοχών, την ανάπτυξη δεικτών κ.ο.κ. Στη συνέχεια, η συχνά ακατάστατη εργασία που έχει πραγματοποιηθεί από την ομάδα μετατρέπεται από τον εκπαιδευτή σε ψηφιακή μορφή, μέσω της οποίας το περιεχόμενο μπορεί να επεκταθεί, να εκδοθεί, να εκτυπωθεί, να διαμοιραστεί και γενικώς να διευκολυνθεί η διαχείρισή του καθώς η θεωρία συνεχίζει να αναπτύσσεται.


Μέτρηση αλλαγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τελική επιτυχία οποιασδήποτε Θεωρίας της Αλλαγής έγκειται στην ικανότητά της να δείχνει την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην επίτευξη των αποτελεσμάτων. Τα αποδεικτικά στοιχεία της επιτυχίας επιβεβαιώνουν τη θεωρία και δείχνουν ότι η πρωτοβουλία είναι αποτελεσματική. Επομένως, τα αποτελέσματα μιας Θεωρίας της Αλλαγής πρέπει να συνδυάζονται με δείκτες που καθοδηγούν και διευκολύνουν τη μέτρηση. Οι δείκτες μπορούν να θεωρηθούν ότι σχηματοποιούν τα αποτελέσματα - δηλαδή, καθιστούν τα αποτελέσματα κατανοητά σε συγκεκριμένους, παρατηρήσιμους και μετρήσιμους όρους. Η σχέση του δείκτη με το αποτέλεσμα ενδέχεται να προκαλέσει σύγχυση: ένας απλός τρόπος να διασαφηνιστεί είναι ο εξής: «Θα ξέρω [ότι έχει επιτευχθεί το αποτέλεσμα] όταν δω [αυτό το δείκτη]». Για παράδειγμα, "Θα γνωρίζω ότι οι έφηβοι στο πρόγραμμα κατανοούν τις οδηγίες για τη διατροφή και την υγεία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όταν δω τους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα να αναγνωρίζουν τρόφιμα που αποτελούν καλές πηγές θρεπτικών ουσιών". Στην ιδανική περίπτωση, κάθε αποτέλεσμα στη διαδρομή των αποτελεσμάτων θα πρέπει να έχει έναν δείκτη, αλλά οι διαθέσιμοι πόροι συχνά το κάνουν αυτό δύσκολο. Κατ 'ελάχιστο, κάθε αποτέλεσμα για το οποίο θα σχεδιαστούν αρχικές παρεμβάσεις θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον έναν δείκτη. [6]

Ανάπτυξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρήση της Θεωρίας της Αλλαγής στον προγραμματισμό και την αξιολόγηση σημειώνει τα τελευταία χρόνια εκθετική αύξηση σε φιλανθρωπικές, κυβερνητικές και διεθνείς μη-κυβερνητικές (ΜΚΟ) οργανώσεις, στον ΟΗΕ και σε πολλούς άλλους μεγάλους οργανισμούς τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό έχει οδηγήσει σε νέους τομείς εργασίας, όπως η σύνδεση της προσέγγισης της Θεωρίας της Αλλαγής με την πολυπλοκότητα των συστημάτων. Οι διαδικασίες αλλαγής δεν θεωρούνται πλέον γραμμικές, αλλά με πολλούς βρόχους ανάδρασης που πρέπει να γίνουν κατανοητοί. Κατά συνέπεια, η Θεωρία της Αλλαγής ενισχύει την παρακολούθηση, την αξιολόγηση και τη μάθηση . Συμβάλλουν επίσης στην κατανόηση και την αξιολόγηση του αντικτύπου σε τομείς που είναι δύσκολο να μετρηθούν, όπως η διακυβέρνηση, η ανάπτυξη ικανοτήτων και η θεσμική ανάπτυξη και εμφανίζονται συνεχώς νέες καινοτόμες εφαρμογές. [7] Παρά την αυξανόμενη παρουσία της έννοιας της Θεωρία της Αλλαγής, ωστόσο, ειδικά στον αναπτυξιακό χώρο, δεν είναι ομοιόμορφη η κατανόηση της προσέγγισης και των μεθόδων που απαιτούνται για την αποτελεσματική εφαρμογή. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν ενδείξεις κάποιου βαθμού σύγχυσης σχετικά με τον όρο "θεωρία της αλλαγής": σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό που ορισμένοι περιγράφουν ως Θεωρία της Αλλαγής είναι, στην ουσία, απλώς ένα εννοιολογικό πλαίσιο, ένα στρατηγικό σχέδιο ή μια άλλη προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει την πολυπλοκότητα της προσέγγισης της θεωρίας της αλλαγής.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. P. Brest (2010). «The Power of Theories of Change». Stanford Social Innovation Review Spring. http://www.ssireview.org/articles/entry/the_power_of_theories_of_change. 
  2. H. Clark· D. Taplin (2012). Theory of Change Basics: A Primer on Theory of Change (PDF). New York: Actknowledge. 
  3. C. Weiss (1995). Nothing as Practical as Good Theory: Exploring Theory-Based Evaluation for Comprehensive Community Initiatives for Children and Families (Connell, J, Kubisch, A, Schorr, L, and Weiss, C. (Eds.) ‘New Approaches to Evaluating Community Initiatives’ έκδοση). Washington, DC: Aspen Institute. 
  4. C. Chris (2011). «A Systematic Review of Theory-Driven Evaluation Practice from 1990 to 2009». American Journal of Evaluation 32 (2): 199–226. doi:10.1177/1098214010389321. 
  5. S. Stachowiak (2010). Pathways for Change: 6 Theories about How Policy Change Happens. Seattle: Organisational Research Services. 
  6. 6,0 6,1 D. Taplin· H. Clark· E. Collins· D. Colby (2013). Technical Papers: A Series of Papers to support Development of Theories of Change Based on Practice in the Field (PDF). New York: Actknowledge and The Rockefeller Foundation. 
  7. E. Jackson (2013). «Interrogating the theory of change: evaluating impact investing where it matters most». Journal of Sustainable Finance & Investment 3:2: 95–110. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Θεωρία της Αλλαγής στο EDX [1] Αρχειοθετήθηκε 2017-10-18 στο Wayback Machine. Δωρεάν online μάθημα για το πώς να αναπτύξουμε μια θεωρία της αλλαγής.