Θαλιδομίδη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θαλιδομίδη
Η μοριακή δομή της θαλιδομίδης
Κλινικά δεδομένα
Κατηγορία ασφαλείας κύησης
  • X (Πλήρης αντένδειξη)

Η θαλιδομίδη (από την πλήρη ονομασία της, Ν-φθαλίμιδο-γλουταριμίδη) είναι ανοσορυθμιστικό φάρμακο και το πρωτότυπο της κατηγορίας των φαρμάκων της θαλιδομίδης. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1957 στη Δυτική Γερμανία, υπό την εμπορική ονομασία Contegran. Το φάρμακο ανέπτυξε και κυκλοφόρησε πρώτη στην αγορά η γερμανική φαρμακευτική εταιρεία Chemie Grünenthal. Συνταγογραφούνταν, κατά κύριο λόγο, σαν υπνωτικό ή ηρεμιστικό, αλλά και για τη θεραπεία του άγχους, της αϋπνίας, της γαστρίτιδας και της υπερέντασης.[1] Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε ως φάρμακο ενάντια στη ναυτία και ως ανασχετικό της πρωινής ναυτίας για τις εγκύους. Την 1η Οκτωβρίου 1957, η θαλιδομίδη χαρακτηρίστηκε μη συνταγογραφούμενο φάρμακο στη Γερμανία.

Λίγο μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στη χώρα, γεννήθηκαν 5.000 έως 7.000 βρέφη με δυσπλασία των άκρων (φωκομέλεια). Μόνο το 40% αυτών των παιδιών επέζησαν. Παγκόσμια αναφέρθηκαν περίπου 10.000 περιπτώσεις βρεφών με φωκομέλεια λόγω της θαλιδομίδης, από τα οποία μόνο το 50% επέζησαν.[2] Τα παιδιά αυτά έμειναν γνωστά ως "παιδιά της θαλιδομίδης". Τα νεογνά που εκτέθηκαν στη θαλιδομίδη ενόσω ήταν στη μήτρα παρουσίασαν αναπηρίες στα άκρα, τα οποία είτε δεν αναπτύχθηκαν είτε αναπτύχθηκαν ατελώς. Άλλες παρενέργειες περιελάμβαναν ανωμαλίες στα μάτια, την καρδιά, την πεπτική και την ουροφόρο οδό, καθώς και τύφλωση και κώφωση.[3] Οι αρνητικές επιπτώσεις της χρήσης της θαλιδομίδης οδήγησαν στην ανάπτυξη περισσότερο αυστηρών ελέγχων και κανονισμών όσον αφορά τη χρήση και την ανάπτυξη των φαρμάκων.[4]

Σήμερα η θαλιδομίδη διατίθεται στο εμπόριο από την εταιρεία Celgene κυρίως για τη θεραπεία ορισμένων καρκίνων (πολλαπλό μυέλωμα) και μιας επιπλοκής της λέπρας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Miller, Marylin T. (1991). «Thalidomide Embryopathy: A Model for the Study of Congenital Incomitant Horizontal Strabismus». Transaction of the American Ophthalmological Society 81: 623–674. 
  2. «Reversal of Fortune: How a Vilified Drug Became a Life-saving Agent in the "War" Against Cancer - Onco'Zine - The International Cancer Network (November 30, 2013)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιανουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2014. 
  3. Cuthbert, Alan (2003) [2001]. The Oxford Companion to the Body. Oxford University Press. Ανακτήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2014. 
  4. Heaton, C. A. (1994). The Chemical Industry. Springer. σελ. 40. ISBN 0-7514-0018-1. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]