Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η δεσποινίς ντε Σκυντερί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η δεσποινίς ντε Σκυντερί
Η Μαντλέν ντε Σκυντερύ (1607–1701), φανταστική ηρωίδα του Χόφμαν
ΣυγγραφέαςΕ. Τ. Α. Χόφμαν
ΤίτλοςDas Fräulein von Scuderi
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημιουργίας1818
Ημερομηνία δημοσίευσης1819
Μορφήνουβέλα
ΧαρακτήρεςΜαντλέν ντε Σκυντερύ
ΤόποςΠαρίσι[1]
LC ClassOL969789W

Η δεσποινίς ντε Σκυντερί, με υπότιτλο Ένα αφήγημα από την εποχή του Λουδοβίκου δέκατου τέταρτου (γερμανικά: Das Fräulein von Scuderi. Erzählung aus dem Zeitalter Ludwig des Vierzehnten) είναι νουβέλα του Ε. Τ. Α. Χόφμαν που εκδόθηκε το 1819 και αργότερα συμπεριλήφθηκε στον τρίτο τόμο της τετράτομης συλλογής του Οι αδελφοί του Σεραπίωνος.

Η συγγραφέας Μαντλέν ντε Σκυντερύ, που επέλεξε ο Χόφμαν για πρωταγωνίστρια της ιστορίας του, έζησε στη Γαλλία του 17ου αιώνα. Εμπλέκεται άθελά της στην εξιχνίαση μιας μυστηριώδους σειράς δολοφονιών και ληστειών στο Παρίσι την εποχή του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄που έχουν ως στόχο κυρίως πλούσιους ευγενείς που πηγαίνουν στις ερωμένες τους με δώρο ακριβά κοσμήματα. Αν και τα πρόσωπα που αναφέρονται και άλλες λεπτομέρειες δημιουργούν ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο, τα γεγονότα που περιγράφονται είναι εντελώς πλασματικά.[2]

Η έκδοση του 1819 γνώρισε άμεση εμπορική και κριτική επιτυχία. Θεωρείται μια από τις καλύτερες ιστορίες του συγγραφέα, όχι μόνο λόγω της συναρπαστικής αστυνομικής πλοκής και της ενδιαφέρουσας περιγραφής της ζωής, των τόπων και των ανθρώπων στο Παρίσι του τέλους του 17ου αιώνα, αλλά και λόγω των πολλών διαφορετικών επιπέδων ερμηνείας.

Η υπόθεση διαδραματίζεται το φθινόπωρο του 1680 στο Παρίσι επί βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄, λίγο μετά τη σκανδαλώδη υπόθεση των δηλητηρίων. Εκτός από αυτή τη σειρά δηλητηριάσεων, αυτή την περίοδο στο Παρίσι συμβαίνουν πολλοί φόνοι και ληστείες: τα θύματα είναι πάντα ευγενείς που πηγαίνουν στην ερωμένη τους με δώρο κόσμημα, και αυτό το κόσμημα κλέβεται πάντα. Οι ενέργειες του αρχηγού της αστυνομίας Λα Ρενί εκφοβίζουν ακόμη περισσότερο τους αθώους πολίτες.

Στην έκκληση των ερωτευμένων που απευθύνονται στον βασιλιά να αποκαταστήσει την τάξη στην πόλη, η ηλικιωμένη ποιήτρια δεσποινίς ντε Σκυντερί που είναι παρούσα στο σαλόνι της μαρκησίας ντε Μαιντενόν, απαντά χαριτολογώντας με το δίστιχο «ο εραστής που φοβάται τους κλέφτες είναι ανάξιος αγάπης». Πολύ σύντομα, μια νύχτα, ένας νεαρός άνδρας φέρνει ένα κουτί με πολύτιμα κοσμήματα (κολιέ και βραχιόλια) στο σπίτι της Σκυντερί. Στο κουτί υπάρχει ένα σημείωμα στο οποίο ο άγνωστος δολοφόνος την ευχαριστεί. Η Σκυντερί ανακαλύπτει ότι τα κοσμήματα έχουν κατασκευασθεί από τον αξιοσέβαστο Ρενέ Καρντιγιάκ, που έχει τη φήμη του καλύτερου χρυσοχόου στην Ευρώπη. Είναι άριστος τεχνίτης αλλά ιδιόρρυθμος, εξαιρετικά απρόθυμος να αποχωριστεί τις δημιουργίες του, γι' αυτό συχνά καθυστερεί τις παραγγελίες του.[3]

Η Πον Νεφ σε πίνακα του 1763

Αρκετούς μήνες αργότερα, περνώντας από τη Νέα Γέφυρα, η Σκυντερί λαμβάνει ένα σημείωμα από έναν νεαρό με την προειδοποίηση να επιστρέψει το κουτί στον Καρντιγιάκ, διαφορετικά η ζωή της κινδυνεύει. Όταν φτάνει στο εργαστήριό του λίγες μέρες αργότερα, ο Καρντιγιάκ είναι ήδη νεκρός. Τον μαχαίρωσε, όπως πιστεύει η αστυνομία, ο μαθητευόμενος του, Ολιβιέ Μπρυσόν. Η κόρη του χρυσοχόου και αρραβωνιαστικιά του Ολιβιέ, η Μαντλόν, παρακαλεί τη Σκυντερί να τη βοηθήσει να αποδείξει την αθωότητα του νεαρού.

Η ευγενική ηλικιωμένη κυρία παίρνει τη Μαντλόν υπό την προστασία της και αρχίζει να ξετυλίγει μεθοδικά τα νήματα του εγκλήματος. Ζητά άδεια από τον Λα Ρενί να συναντήσει στη φυλακή τον Ολιβιέ, ο οποίος σύντομα θα βασανιστεί. Σοκαρισμένη, τον αναγνωρίζει ως τον νεαρό που κάποτε της έφερε το κουτί με τα κοσμήματα και αργότερα της έδωσε το σημείωμα στη γέφυρα, κάτι που την κάνει να πιστεύει ότι ο κατηγορούμενος συνδέεται με τους δολοφόνους. Αρχίζει να αμφισβητεί την ειλικρίνεια της Μαντλόν.

Ο Ολιβιέ αποφασίζει να αποκαλύψει την αλήθεια μόνο στη Σκυντερί και μεταφέρεται με συνοδεία στο σπίτι της. Σύμφωνα με τον νεαρό, ο Καρντιγιάκ τον έδιωξε από το εργαστήριο μόλις αντιλήφθηκε τη σχέση του με τη Μαντλόν. Παρακολουθώντας το παράθυρο της αγαπημένης του μια νύχτα, είδε τον χρυσοχόο να φεύγει από το σπίτι του από μια μυστική πόρτα και να μαχαιρώνει έναν περαστικό με στιλέτο. Γνωρίζοντας ότι ο Ολιβιέ είχε δει το έγκλημά του, ο Καρντιγιάκ τον κάλεσε να επιστρέψει στο εργαστήριό του και συμφώνησε να παντρευτεί με τη Μαντλόν. Αργότερα, αποκάλυψε στον μελλοντικό γαμπρό του τα μυστικά του.

Της διηγείται επίσης την ιστορία του Καρντιγιάκ: Ο χρυσοχόος απέδιδε τις δολοφονικές του τάσεις στο κακό αστέρι κάτω από το οποίο γεννήθηκε και στο σοκ που υπέστη η μητέρα του όταν ήταν έγκυος. Σε μια αυλική γιορτή στο Τριανόν, μαγνητίστηκε από ένα πολύτιμο κολιέ στο λαιμό ενός ιππότη, αλλά αυτός πέθανε τη στιγμή που την αγκάλιασε. Μάλλον εξαιτίας αυτού του περιστατικού, ο Καρντιγιάκ δεν μπορούσε να αποστρέψει τα μάτια του από τα κοσμήματα από την παιδική του ηλικία. Έτσι, έγινε χρυσοχόος αλλά δεν μπορούσε να βρει εσωτερική γαλήνη μέχρι να επιστρέψει το δημιούργημά του στα χέρια του. Τη νύχτα, εντόπιζε τους πελάτες του, τους αναισθητοποιούσε με χτύπημα στο κεφάλι ή τους μαχαίρωνε με στιλέτο, έπαιρνε το πολύτιμο κόσμημα και το τοποθετούσε σε μυστική κρύπτη.[4]

Στη συνέχεια, ο Ολιβιέ λέει στη Σκυντερί ότι με οδηγίες του Καρντιγιάκ πήγε το κουτί με τα κοσμήματα στο σπίτι της και μετά, φοβούμενος ότι η ηλικιωμένη γυναίκα θα γινόταν το επόμενο θύμα του αφεντικού του, έριξε το σημείωμα στην άμαξα της ζητώντας της να επιστρέψει το κουτί. Μια νύχτα, ο Ολιβιέ παρακολούθησε τον χρυσοχόο και τον είδε που επιτέθηκε σε έναν αξιωματικό της φρουράς που περνούσε στον δρόμο. Όμως, αυτός αμύνθηκε και κατάφερε να μαχαιρώσει τον χρυσοχόο και να διαφύγει. Ο Ολιβιέ μετέφερε το σώμα του ετοιμοθάνατου Καρντιγιάκ στο σπίτι, όπου η αστυνομία τον συνέλαβε ως ύποπτο για τη δολοφονία.

Όλες οι προσπάθειες της Σκυντερί να σώσει τον Ολιβιέ από την εκτέλεση δεν είχαν αποτέλεσμα, καθώς ο νεαρός προτιμούσε να πεθάνει παρά να δώσει επίσημη μαρτυρία εναντίον του Καρντιγιάκ και να αποκαλύψει την κρύπτη των κοσμημάτων από φόβο ότι, μαθαίνοντας την αλήθεια για τον πατέρα της, η Μαντλόν θα πέθαινε από τη θλίψη. Η ιστορία τελειώνει με την εμφάνιση ενός από μηχανής θεού - ο κόμης Μιοσέν, συνταγματάρχης της φρουράς του βασιλιά, εμφανίζεται απροσδόκητα στο σπίτι της Σκυντερί και ομολογεί ότι ήταν αυτός που σκότωσε τον Καρντιγιάκ σε αυτοάμυνα όταν του επιτέθηκε στο δρόμο τη νύχτα. Με βάση αυτή τη μαρτυρία, και την παρέμβαση της Σκυντερί, ο Ολιβιέ αποφυλακίζεται και βρίσκει την ευτυχία δίπλα στη Μαντλόν. Τα κλεμμένα κοσμήματα επιστράφηκαν σε όσους από τους νόμιμους ιδιοκτήτες ζούσαν ακόμη, τα υπόλοιπα περιήλθαν στην ιδιοκτησία του ναού του Αγίου Ευστασίου.[5]

Λογοτεχνική τεχνική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χόφμαν εργάστηκε πάνω στην ιστορία το 1818. Το δίστιχο που αποδίδεται στη Σκυντερί το διάβασε στο χρονικό της Νυρεμβέργης του Γιόχαν Βάγκενζαϊλ (1633-1705). Ο ρεαλισμός που δημιουργείται από τις περιγραφές ιστορικών γεγονότων, προσώπων και τόπων συμβάλλει στη διασφάλιση της πιστότητας της πλοκής και των χαρακτήρων της ιστορίας, ωστόσο, τα υπόλοιπα γεγονότα που περιγράφονται είναι πλασματικά. Ο συγγραφέας δεν είχε πάει ποτέ στο Παρίσι. Για να αναδημιουργήσει μια αξιόπιστη εικόνα της Γαλλίας, παρήγγειλε μια σειρά ιστορικών έργων από τη βιβλιοθήκη σχετικά με τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ΄.[6]

Είναι το πρώτο λογοτεχνικό έργο του οποίου ήρωας είναι ένας κατά συρροήν δολοφόνος. Υποστηρίζεται επίσης ότι είναι ένα πρώιμο δείγμα αστυνομικής πλοκής, γραμμένο 23 χρόνια πριν από το έργο του Πόε Οι φόνοι της οδού Μοργκ (1841) που είναι το πρώτο σύγχρονο έργο αστυνομικής λογοτεχνίας,[7]αλλά αυτή η άποψη φαίνεται αδύναμη: ο Χόφμαν εισάγει αρκετά χαρακτηριστικά στοιχεία του είδους στην αφήγησή του: η σειρά των ανεξήγητων εγκλημάτων, ο αθώος που κατηγορείται άδικα για έγκλημα και οι αστυνομικές αρχές που συνεργάζονται με κάποιον που, αν και άσχετος με τα γεγονότα, ανακαλύπτει τυχαία κάποιες σημαντικές ενδείξεις. Ωστόσο, λείπει η φιγούρα του επαγγελματία ή ερασιτέχνη ντετέκτιβ. Δεν είναι η έρευνα της Σκυντερί ή των αστυνομικών αλλά η ομολογία του Μιοσέν που τελικά αποκαλύπτει στις αρχές ότι ο δολοφόνος ήταν ο Καρντιγιάκ. Η Σκυντερί βοηθάει στην απελευθέρωση του αθώου Ολιβιέ λόγω της ευγένειας του χαρακτήρα της, της συμπάθειας και της πρόσβασής της στον βασιλιά, όχι λόγω της ικανότητάς της να ερευνά, να συλλογίζεται και να βγάζει συμπεράσματα από στοιχεία.[8]

Ο Γερμανός συγγραφέας, ασχολούμενος με τα θέματα που τον ενδιέφεραν περισσότερο - τις εκτροπές της ψυχής, τη διχασμένη προσωπικότητα και τα παιδικά τραύματα  - προϊδεάζει μια άλλη κατηγορία μυθοπλαστικών εγκλημάτων, τα εγκλήματα από ένα διαταραγμένο άτομο, που θα έχει μεγαλύτερη επιτυχία στην αστυνομική λογοτεχνία του 19ου και 20ού αιώνα. Από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος του Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ (1886) του Στίβενσον. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι για την επεξεργασία του συγκεκριμένου θέματος - των άγνωστων πτυχών της ψυχής - ο Χόφμαν άντλησε από την προσωπική του εμπειρία στα πλαίσια της νομικής του σταδιοδρομίας.

Όπως και σε άλλα έργα του, ο Χόφμαν βασίστηκε στην τεχνική της «αφήγησης μέσα στην αφήγηση» για να αποκαλύψει τον εσωτερικό κόσμο του μυστηριώδους δολοφόνου. Ο αναγνώστης λαμβάνει σχεδόν όλες τις πληροφορίες γι' αυτόν από την ιστορία του Ολιβιέ μετά τον θάνατο του Καρντιγιάκ.[9]

Το σύνδρομο Καρντιγιάκ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ψυχολογία, το σύνδρομο Καρντιγιάκ είναι παθολογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από την αδυναμία ενός καλλιτέχνη να διαχωρίσει τον εαυτό του από τη δουλειά του και την απροθυμία να αποχωριστεί τα έργα του. Ο όρος προέρχεται από τη νουβέλα του Χόφμαν.[10]

  • Η ιστορία του Χόφμαν διασκευάστηκε για τη σκηνή από τον Ότο Λούντβιχ το 1847 και γυρίστηκε πέντε φορές σε ταινία (1911, 1950, 1955, 1968, 1976).
  • Το 1926, ο Πάουλ Χίντεμιτ συνέθεσε την όπερα Καρντιγιάκ βασισμένη στην πλοκή της νουβέλας.
  • Τον Φεβρουάριο του 2012, το Μπαλέτο της Στουτγάρδης έκανε πρεμιέρα την παραγωγή μπαλέτου Das Fräulein von S.

Μεταφράσεις στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Η δεσποσύνη ντε Σκυντερί, μτφ. Τάκης Αντωνόπουλος, Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδόσεις Αιγόκερως, 1982
  • Δεσποινίς ντε Σκιντερί, μτφ. Γιώργος Μπαρουξής, εκδόσεις Το Ποντίκι, 2006
  • Η δεσποινίς ντε Σκυντερί, μτφ. Νίκος Σκοπλάκης, εκδόσεις Angelus Novus, 2017[11]