Η Αλήθεια Κριτής (βιβλίο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Αλήθεια Κριτής εις τας μεγάλας διαφοράς των χριστιανικών λατρειών. Των Γραικών, Παπιστών, Καλβινιστών και Λουθηρανών,

Πράξις Δικαστική Ηθική του Πατρός Βεντζόνη από τη Συντροφία των Ιησουιτών, του ύστερον επιστρέψαντος εις την Αληθινήν Εκκλησίαν την Ανατολικήν.

Μεταφρασθείσα από την Ιταλική εις την κοινή διάλεκτον των Γραικών, Διηρημένη εις τόμους δύο. Τόμος Πρώτος. Τύπος Πρώτος

Βιβλίο θεολογικού περιεχομένου, που εκδόθηκε από το τυπογραφείο της Μοσχόπολης γύρω στα 1750. Συγγραφέας του έργου θεωρείται σήμερα ο Ιταλός Λεονάρντο Λομπάρντι. Το θέμα που πραγματεύεται ο συγγραφέας του είναι οι δογματικές διαφορές μεταξύ των τεσσάρων χριστιανικών θρησκειών και η υπεροχή της Ορθοδοξίας έναντι των άλλων. Συγκεκριμένα ο συγγραφέας μας μεταφέρει σε μια φανταστική δίκη, που γίνεται στο Κριτήριο (=Δικαστήριο) της Αλήθειας, στα πλαίσια της Συνόδου της Ρατισβόνης (Ρέγκενσμπουρκ). Το αποτέλεσμα του Κριτηρίου θα καταδικάσει τα άλλα δόγματα, κυρίως των Καθολικών και θα αναδείξει την Ορθόδοξη εκκλησία, κριτικάροντάς την όμως και αυτήν.

Το βιβλίο, σπανιότατη έκδοση, βρίσκεται σήμερα μόνο στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στο Μουσείο Μπενάκη, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, στη Βιβλιοθήκη της ελληνικής κοινότητας της Τεργέστης, στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού και σε χειρόγραφο υπάρχει στη Μονή Ταξιαρχών στο Αίγιο[1]. Παρόλο που το βιβλίο δεν γράφει τυπογραφείο, οι ερευνητές, μελετώντας τα τυπογραφικά στοιχεία, τα πρωτογράμματα και τις βινιέτες του βιβλίου, πιστεύουν ότι τυπώθηκε στο τυπογραφείο της Μοσχόπολης, γύρω στο 1750.[2]

Ο χρόνος έκδοσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος που ασχολήθηκε με το βιβλίο είναι ο Νικόλαος Δραγούμης, ο οποίος πληροφορήθηκε την ύπαρξή του, διαβάζοντας το χρονικό της περιήγησις του Τσάντλερ στην Ελλάδα, «Travels in Greece: an account of a tour made at the expence of the Society of Dilettanti by Richard Tsandler…..Oxford, 1776». Ο Δραγούμης μάλιστα κατάφερε και ανακάλυψε ένα αντίτυπο του βιβλίου στην Εθνική βιβλιοθήκη της Αθήνας. Ο Παύλος Λάμπρου όταν ασχολήθηκε με το βιβλίο, σε άρθρο του στο περιοδικό Χρυσαλλίς, επιβεβαιώνει ως τόπο έκδοσης του βιβλίου, τη Μοσχόπολη και τοποθετεί το χρόνο έκδοσης στα 1759[3].

άποψη εκκλησίας της Μοσχόπολης

Οι πρώτοι ιστορικοί συμφώνησαν λίγο πολύ με το χρόνο έκδοσης που πρότεινε ο Λάμπρου, ενώ ο μελετητής Παναγιώτης Χριστόπουλος, τοποθετεί την ημερομηνία ανάμεσα στα 1746 και 1749 βασιζόμενος στη μαρτυρία του Τσάντλερ[4].

Ο συγγραφέας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λάμπρου στη σχετική μελέτη του θεωρεί συγγραφέα του βιβλίου, αυτόν που αναφέρεται και στο εξώφυλλο, τον πατέρα Βεντζόνη [5], ενώ ο Σάθας, που ασχολήθηκε με το βιβλίο, θεωρεί ότι το βιβλίο φέρει ψευδεπωνύμως το όνομα Βεντζόνη, για να κρυφτεί το όνομα του Παπαζώλη, ανθρώπου που ξεσήκωνε τους Έλληνες της περιοχής σε επανάσταση, ακριβώς λίγο πριν από τα Ορλωφικά.[6]. Πρώτος ο Γάλλος Legrand,[7] αποδέχεται σαν ακριβή τη διαβεβαίωση του Τσάντλερ, ότι συγγραφέας είναι ένας Ιταλός που διέτριβε στην Αθήνα εκείνη την εποχή, ο Leonardo Lombardi. Με τη γνώμη του Λεγκράν συμφώνησε αργότερα και ο Ι. Γεννάδιος και την ακολουθούν και οι σημερινοί ιστορικοί του βιβλίου. Ο Λεονάρντο Λομπάρντι, που γεννήθηκε γύρω στο 1709, Ιταλός Ιησουίτης που εγκατέλειψε το δόγμα του και προσηλυτίστηκε στην Ορθοδοξία, αφού εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω κλοπής πολύτιμων αντικειμένων από ναούς, ήρθε στην Ελλάδα και τη περίοδο που έγραψε το βιβλίο βρισκόταν ή στο Μυστρά, φιλοξενούμενος του Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας Παρθένιου Καλημέρη, ή στην Αθήνα, όπου βρίσκουμε το όνομά του σε ένα τουρκικό έγγραφο του 1748. Τις πληροφορίες αυτές τις δίνει ο Τσάντλερ, μαζί και με άλλες, επιτιμητικές για το άτομό του και για τη συμπεριφορά του.[8]

Η δομή του βιβλίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βιβλίο διαιρείται σε τρία μέρη, το καθένα με τη δική του αρίθμηση.

Μετά το εξώφυλλο, ακολουθούν 12 σελίδες χωρίς αρίθμηση, στις οποίες, στις δυο πρώτες υπάρχουν δύο αρχαϊκής μορφής επιγράμματα και στις υπόλοιπες δέκα υπάρχει η αφιερωτική (προσφωνητική) του βιβλίου επιστολή. Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο κατ’ αρχήν στον Μητροπολίτη Λακεδαίμονος Παρθένιο Καλημέρη, ο οποίος –όπως γράφει στην επιστολή- φιλοξένησε το συγγραφέα, τον υποδέχτηκε με αγάπη και ενδιαφέρον και μάλιστα τον έχρισε με το Άγιο Μύρο, κάνοντάς τον με αυτόν τον τρόπο χριστιανό Ορθόδοξο, έτσι όπως συνηθίζονταν τότε η τελετή προσηλυτισμού. Επίσης το αφιερώνει στο Μητροπολίτη Κορίνθου, στο Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών και σε κάποιους κοσμικούς, όπως τον Παναγιώτη Μπενάκη και τον Ιωάννη Μελετάκη.

εσωτερική σελίδα του βιβλίου

Μετά αρχίζει το πρώτο μέρος, που επιγράφεται Μέρος Πρώτον. Παρρησίασις α’ της Εκκλησίας της Ανατολικής, σελίδες 184.

Το δεύτερο μέρος επιγράφεται Οπτασία της ψυχής του Καλβίνου εις τον Λούθηρον κοιμώμενον, σελίδες 105.

Το τρίτο και τελευταίο μέρος επιγράφεται Ερχομός και συνομιλία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως με τον Μαρτίνον ενώπιον πάσης της εκεί συνηθροισμένης συνόδου, σελίδες 38.

Στο κάτω μέρος της τελευταίας σελίδας αναγράφεται η λέξη ΒΟΝΔΗΛΑΡ που είναι αναγραμματισμός του ονόματος του συγγραφέα ΛΟΝΒΑΡΔΗ – και η ένδειξη Τέλος του πρώτου μέρους.

Στο βιβλίο περιέχονται ακόμη 10 εικόνες ξυλογραφίας, που αναπαριστούν διάφορες σκηνές του έργου.

Το έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ανατολική Εκκλησία εμφανίζεται στο δικαστήριο της Αλήθειας, που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της Εκκλησιαστικής Συνόδου της Ρατισβόννης -όπως ονόμαζαν οι Έλληνες το Ρέγκενσμπουρκ- και ζητά να αποδείξει την ορθότητα των δογμάτων της και να επαναφέρει τους Καθολικούς και τους Διαμαρτυρόμενους στη δική της, πρώτη, ορθή πίστη. Παρεμβαίνει η Καθολική Εκκλησία, εκστομίζοντας ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον του Καλβίνου και του Λούθηρου, για τις καινοφανείς δοξασίες τους. Μετά βλέπουμε το Λούθηρο να πηγαίνει επίσκεψη στο Καλβίνο, με αφορμή την ονομαστική εορτή του δεύτερου και εκεί να συζητούν για τους Παπιστές και να ρίχνουν το ανάθεμα ιδιαίτερα εναντίον των Ιησουιτών. Ο Καλβίνος, επειδή πάσχει από ποδάγρα, εξουσιοδοτεί το Λούθηρο να παραστεί εκ μέρους του στο Δικαστήριο. Ιησουίτες καλόγεροι εμφανίζονται με δόλια τεχνάσματα να προσπαθούν να παρασύρουν το Λούθηρο για να σκοτώσει το Καλβίνο. Ο Λούθηρος όμως, καταλαβαίνει το ποιόν των μεταμφιεσμένων Ιησουιτών και προσπαθεί να τους παραπλανήσει και αυτός. Σε μια επόμενη συνομιλία ο Καλβίνος, εκφράζοντας τη γνώμη του για τους Ορθόδοξους, θεωρεί τους Πατριάρχες της Ορθόδοξης εκκλησίας σιμωνιακούς και ψεύτες, καταφέρεται και εναντίον των Γραικών γενικά και όχι μόνο του κλήρου, ενώ ο Λούθηρος προσπαθεί να του αλλάξει γνώμη και δικαιολογεί τους Πατριάρχες, αλλά και τους Γραικούς. Ο Καλβίνος πεθαίνει, αλλά η ψυχή του επισκέπτεται το Λούθηρο και τον πληροφορεί ότι τελικά δεν πήγε στο Παράδεισο, αλλά γυρίζει σαν καταραμένος στη Κόλαση μαζί με πολλούς Πάπες. Μετά εμφανίζονται οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιερουσαλήμ και Αντιοχείας, ερχόμενοι στη Ρατισβόνη για να συμμετάσχουν στη Σύνοδο, ενώ ταυτόχρονα έρχεται και ο Πάπας από τη Ρώμη για να παρευρεθεί αυτοπροσώπως στο Δικαστήριο. Έρχεται τέλος και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και συζητά εκτενώς με τον Λούθηρο για τα εκκλησιαστικά δόγματα. Στο τέλος, η Αλήθεια φαίνεται να γέρνει προς τα δόγματα της Ορθοδοξίας, και παρακινεί τους Καθολικούς να επιστρέψουν στα αληθινά δόγματα αυτής, γνώμη με την οποία φαίνεται να συμφωνεί και ο Λούθηρος. Στο βιβλίο αντιμετωπίζονται οι Ιησουίτες με άκρα αυστηρότητα. Ο Πάπας διασύρεται και κατηγορείται για φιλοχρηματία, κατασκευάζοντας δήθεν άγια λείψανα από κόκαλα ζώων και ανθρώπων, μόνο και μόνο για να συλλέγει χρήματα. Η Καθολική εκκλησία κατηγορείται για εξαπάτηση, επικρίνεται για το δόγμα του Καθαρτηρίου, που ο συγγραφέας θεωρεί ανόητο και δημιούργημα των Παπών και όχι του Θεού, για να φοβίζουν τους ανθρώπους και επίσης κατηγορείται για απληστία, ανειλικρίνεια, κερδοσκοπία με τη πώληση των συγχωροχαρτιών, φιλαργυρία, καθώς και για ομοφυλικούς έρωτες.

«…το παν εις το χείρον, η πίστις εχάθη, η αγάπη εσβέσθη, η επισκοπαίς πωλούνται, η εκκλησίαις εκδύονται, τα μοναστήρια κατεδαφίζονται, οι ιεροί τόποι μιαίνονται, πορνοστασίαι οικοδομούνται εις τρυφήν των υψηλοτάτων πορφυροφόρων καρδιναλίων· κλοπαί και τόκοι· ατιμίες και ονείδη των υπηκόων· δελεάσματα και ακόλαστοι μεσιτείαι εις σαρκικάς υποθέσεις· αρπαγαί πανταχόθεν. Και τι δεν ευρίσκεται; Όστις επιθυμεί να λάβει μιαν ακριβήν ιδέαν της νυν Ρώμης, ας δώσει μόνον ένα βλέμμα εις τα Σόδομα και Γόμμορα, δια τα οποία με αποστροφήν ομιλούσι και αι θείαι Γραφαί.»

Το βιβλίο κλείνει με τη παραίνεση του Λούθηρου (που εμφανίζεται πιο κοντά από όλους στα δόγματα της Ορθοδοξίας και φίλος αυτής) προς τους Παπιστές.

«Ρωμαϊκή αυλή έφθασεν εις το κέντρον των πλέα μεγάλων παρανομιών και δυσσεβημάτων … ας ελθη εις εαυτήν και ας επιστρέψη προ της παντελούς αυτής απωλείας, τώρα μάλιστα οπού η αγία μήτηρ Εκκλησία των Γραικών είναι παρούσα και τα δικαιολογήματα αυτής είναι πραγματικά και στερεά και όχι αέρια και επίπλαστα, καθώς μετ’ ολίγων θέλει έλθει το πράγμα εις φως» [9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Λίνου Πολίτη, «χειρόγραφα μοναστηριών Αιγίου και Καλαβρύτων». Περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 11, του 1939
  2. «Πεντακόσια χρόνια έντυπης παράδοσης του νέου ελληνισμού (1499-1999) Έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, 2000, σελ. 116»
  3. Παύλος Λάμπρου, «ιστορική πραγματεία περί της αρχής και προόδου της Τυπογραφίας εν Ελλάδι, μέχρι του έτους 1821», περιοδ. Χρυσαλλίς, 1865, σελ. 402
  4. Παναγιώτης Χριστόπουλος, Το βιβλίο "Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΡΙΤΗΣ" και η τυχοδιωκτική δράση του συγγραφέα του Leonardo Lombardi στον ελληνικό χώρο, Αθήνα 1984, σελ. 72-73
  5. Παύλος Λάμπρου, «ιστορική πραγματεία περί της αρχής και προόδου της Τυπογραφίας εν Ελλάδι, μέχρι του έτους 1821», περιοδ. Χρυσαλλίς, 1865, σελ.402
  6. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, σελ.485
  7. E.Legrand, Bibliographie Hellenique xviii s., tom.I
  8. Χριστόπουλος, σελ.89
  9. Χριστόπουλος, σελ. 43-52

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Παύλος Λάμπρου, "Ιστορική πραγματεία περί της αρχής και προόδου της τυπογραφίας εν Ελλάδι μέχρι του έτους 1821", περιοδ. Χρυσαλλίς[νεκρός σύνδεσμος], Τόμ. 3, Αρ. 61 (1865)
  • Παναγιώτης Χριστόπουλος, Το βιβλίο "Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΡΙΤΗΣ" και η τυχοδιωκτική δράση του συγγραφέα του Leonardo Lombardi στον ελληνικό χώρο, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1984 (από την Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών)