Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ζερμινί Λασερτέ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ζερμινί Λασερτέ
Εικονογράφηση από την έκδοση του 1897
ΣυγγραφέαςΕντμόν ντε Γκονκούρ και Ζυλ ντε Γκονκούρ
ΤίτλοςGerminie Lacerteux
Γλώσσαγαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1886[1]
ΜορφήΜυθιστόρημα
Θέμααλκοολισμός

Η Ζερμινί Λασερτέ (γαλλικός τίτλος: Germinie Lacerteux) είναι μυθιστόρημα των αδελφών Ζυλ και Εντμόν ντε Γκονκούρ. Δημοσιεύτηκε το 1865 και αφηγείται τη διπλή ζωή μιας υπηρέτριας. Ο πρόλογός του θεωρείται η αφετηρία του νατουραλιστικού μυθιστορήματος. Μια θεατρική διασκευή ανέβηκε στη σκηνή το 1888.[2][3]

Οι αδελφοί Γκονκούρ εμπνεύστηκαν τον χαρακτήρα της Ζερμινί από την υπηρέτριά τους Ροζ Μαλάνγκρ, της οποίας τη διπλή ζωή ανακάλυψαν μετά τον θάνατό της, τον Αύγουστο του 1862, από τις αποκαλύψεις της κοινής τους ερωμένης Μαρίας, μαίας στο επάγγελμα.[4]

Η Ζερμινί Λασερτέ γεννήθηκε στη γαλλική επαρχία σε φτωχή οικογένεια. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών πηγαίνει στο Παρίσι για να εργασθεί. Αρχικά εργάζεται σε πανδοχείο, όπου τη βίασε ένας υπηρέτης. Το παιδί που γέννησε μετά λίγους μήνες ήταν νεκρό. Έπειτα από λίγο καιρό, μπαίνει στην υπηρεσία μιας σεβάσμιας ηλικιωμένης κυρίας, της δεσποινίδας ντε Βαραντέιγ, στην οποία αφοσιώνεται γρήγορα και βαθιά.

Όμως, ερωτεύεται έναν διεφθαρμένο νεαρό άνδρα, τον γιο της γαλακτοπώλισσας. Δεν μπορούσε να παντρευτεί γιατί θα έχανε τη δουλειά της και συγχρόνως ο εραστής της ήταν πολύ μικρότερός της. Η Ζερμινί προσπαθεί να τον δεσμεύσει δίνοντάς του όλες τις οικονομίες της. Αποκτά μια κόρη από τον δεσμό της, την οποία χάνει πρόωρα. Χρεώνεται για να τον κάνει να γλιτώσει από την κλήρωση της επιστράτευσης, φθάνοντας στο σημείο να κλέψει σε μια προσπάθεια να τον κρατήσει.[5]

Εγκαταλελειμμένη από τον εραστή της, βρίσκει καταφύγιο στο αλκοόλ και την ακολασία και καταλήγει να πεθάνει από κρυολόγημα μετά από μια νύχτα που πέρασε περιμένοντάς τον στη βροχή. Μόνο μετά το θάνατο της Ζερμινί, η κυρία της ανακάλυψε τη διπλή ζωή που έκανε η πιστή της υπηρέτρια: έκπληκτη αρχικά, η ηλικιωμένη κυρία τη συγχωρεί και επισκέπτεται τον κοινό τάφο στο κοιμητήριο της Μονμάρτρης, όπου διαπιστώνει ότι δεν υπήρχε σταυρός ούτε επιγραφή που να προσδιορίζει το φέρετρο της Ζερμινί.[6]

Πίνακας του Βαν Γκογκ (1887) με το βιβλίο (κίτρινο εξώφυλλο).

Αμέσως μετά την κυκλοφορία του το 1865, το μυθιστόρημα βρήκε θερμούς υποστηρικτές αλλά και βίαιους επικριτές, κυρίως μεταξύ των κριτικών οι οποίοι το αντιμετώπισαν με χλευασμό και βίαιες επιθέσεις. Το χαρακτήρισαν, μεταξύ άλλων, ως «σάπια λογοτεχνία» και «λάσπη».

Στους υποστηρικτές του συγκαταλέγονταν ο νεαρός Εμίλ Ζολά που το χαρακτήρισε ορόσημο στο μυθιστόρημα,[7] επίσης ο Γκυστάβ Φλωμπέρ εξέφρασε ενθουσιασμό για το έργο σε επιστολή προς τους Γκονκούρ, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο «καταπληκτικό» και στη συνέχεια σχολίασε:

Είναι δυνατό, τολμηρό, δραματικό και πειστικό... Αυτό που μου αρέσει περισσότερο στο μυθιστόρημά σας είναι η διαβάθμιση των συναισθημάτων, η ψυχολογική εξέλιξη. Ένα έργο σκληρό από την αρχή μέχρι το τέλος, και απλά υπέροχο.

Ο Βικτώρ Ουγκώ, σε μια επιστολή του προς τους συγγραφείς, δήλωσε ότι εκτιμούσε ότι ασχολήθηκαν με το θέμα της φτώχειας και της κοινωνικής εξαθλίωσης, ωστόσο, δεν συμφωνούσε με την κοινωνική φιλοσοφία του έργου.

Οι μεταγενέστεροι κριτικοί είδαν το Ζερμινί Λασερτέ κυρίως ως το μυθιστόρημα που περιλάμβανε ένα από τα πρώτα θέματα που αναπτύχθηκαν αργότερα στα νατουραλιστικά μυθιστορήματα. Θεωρείται ότι χάραξε μια λογοτεχνική διαδρομή που στη συνέχεια συνέχισε ο Ζολά στη σειρά Οι Ρουγκόν-Μακάρ.[8]

Ο πρόλογος της πρώτης έκδοσης θεωρείται σήμερα ως «το πρώτο μανιφέστο του νατουραλισμού», η αφετηρία του νατουραλιστικού κινήματος, που οραματίστηκε ένα μυθιστόρημα βασισμένο στις αυξανόμενες φυσιολογικές και ανθρωπιστικές επιστήμες και που ασχολήθηκε με την πραγματικότητα από μία νέα οπτική.

«....Ζώντας στον δέκατο ένατο αιώνα, σε μια εποχή καθολικής ψηφοφορίας, δημοκρατίας, φιλελευθερισμού, αναρωτηθήκαμε αν αυτό που ονομάζουμε «κατώτερες τάξεις» δεν θα μπορούσε να έχει δικαίωμα στο Μυθιστόρημα. Αν αυτός ο κόσμος κάτω από τον κόσμο, ο λαός, θα έπρεπε να υπόκειται στη λογοτεχνική απαγόρευση και την περιφρόνηση των συγγραφέων που μέχρι τώρα σιωπούσαν για την ψυχή και την καρδιά που μπορεί να έχει. Αναρωτηθήκαμε αν υπάρχουν ακόμη, για τον συγγραφέα και για τον αναγνώστη, σ' αυτά τα χρόνια της ισότητας που βρισκόμαστε, ανάξιες τάξεις, με κακοτυχίες, δράματα πολύ άσχημα και καταστροφές ελάχιστα ευγενικές...... Αν, σε μια χώρα χωρίς κάστες και χωρίς αριστοκρατία, οι δυστυχίες των ταπεινών και των φτωχών θα προκαλούσαν το ενδιαφέρον, τη συγκίνηση, τον οίκτο, τόσο έντονα όσο η δυστυχία των μεγάλων και των πλουσίων.....».[9]

Ελληνική μετάφραση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 2010 με τίτλο Ζερμινί Λασερτέ από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση Έφης Κορομηλά.[10]