Εχένηος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Εχένηος είναι γνωστό ένα μέλος της αριστοκρατίας ή πρόκριτος των Φαιάκων. Αυτός ο Φαίακας αναφέρεται στην Οδύσσεια (ραψωδία η, στίχοι 155 κ.ε., και λ 342 κ.ε.) ως «γέρων ήρως» και «προγενέστερος Φαιήκων ανδρών», δηλαδή ο γεροντότερος από όλους τους Φαίακες όταν ο Οδυσσέας φιλοξενήθηκε ως ναυαγός στο νησί τους. Μετά τον λόγο του Οδυσσέα στα ανάκτορα, ο Εχένηος είπε στον βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοο: «Δεν είναι, Αλκίνο, αυτό σωστό, μήτε να πεις ταιριάζει, / χάμω στη στιά να κάθεται στη στάχτη απάνω ο ξένος / κι όλοι μουδιάζουν, λόγο σου ν' ακούσουν καρτερώντας. / Μον' έλα τώρα σήκωσε τον ξένο να καθίσει / σ' ένα αργυρόκαρφο θρονί κι οι κράχτες ας κεράσουν / πάλε κρασί, να στάξουμε στο βροντορίχτη Δία, / που προστατεύει η χάρη του τους ξένους, κι η οικονόμα / απ' ό,τι μέσα βρίσκεται φαΐ στον ξένο ας δώσει.» (η 159 κ.ε., μετάφραση Ζ. Σίδερη)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κρουσίου: Λεξικόν Ομηρικόν, διασκευή από την έκτη γερμανική έκδ. υπό Ι. Πανταζίδου, έκδοση «Βιβλιεκδοτικά καταστήματα Αναστασίου Δ. Φέξη», Αθήνα 1901
  • Ομήρου Οδύσσεια, αρχαίον κείμενον - έμμετρος μετάφρασις Ζησίμου Σίδερη, εκδ. οίκος Ιωάννου & Π. Ζαχαροπούλου, Αθήναι 1939