Εφηβικός εγωκεντρισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Eφηβικός εγωκεντρισμός είναι ένας όρος που χρησιμοποίησε ο παιδοψυχολόγος Ντέβιντ Έλκαϊντ για να περιγράψει το φαινόμενο της αδυναμίας των εφήβων να διακρίνουν μεταξύ της αντίληψής τους για το πώς τους βλέπουν οι άλλοι και του πώς πραγματικά τους βλέπουν οι άλλοι.[1] Η θεωρία του Έλκαϊντ για τον εφηβικό εγωκεντρισμό αντλείται από τη θεωρία γνωστικής ανάπτυξης του Ελβετού ψυχολόγου Ζαν Πιαζέ, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι τυπικές περιστάσεις επιτρέπουν στους εφήβους να κατασκευάζουν φανταστικές καταστάσεις και αφηρημένη σκέψη.[2]

Αντίστοιχα, οι έφηβοι είναι σε θέση να αντιληφθούν τις δικές τους σκέψεις και να συλλάβουν την αντίληψη των άλλων για την αυτοεικόνα τους.[1] Ωστόσο, ο Έλκαϊντ επεσήμανε ότι οι έφηβοι τείνουν να εστιάζουν κυρίως στις δικές τους αντιλήψεις –ιδιαίτερα στις συμπεριφορές και την εμφάνισή τους– λόγω της «φυσιολογικής μεταμόρφωσης» που βιώνουν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αυτό οδηγεί στην πεποίθηση των εφήβων ότι η κοινωνία προσέχει εξίσου τις πράξεις και την εμφάνισή τους όπως και οι ίδιοι.[1] Σύμφωνα με τον Έλκαϊντ, ο εφηβικός εγωκεντρισμός έχει ως αποτέλεσμα δύο διαδοχικές νοητικές κατασκευές, το φανταστικό κοινό ή φανταστικό ακροατήριο και τον προσωπικό μύθο.[3]

Νοητικές κατασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φανταστικό κοινό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έλκαϊντ χρησιμοποίησε τον όρο φανταστικό κοινό (έχει αποδοθεί και ως φανταστικό ακροατήριο)[3] για να περιγράψει το φαινόμενο κατά το οποίο ένας έφηβος αναμένει τις αντιδράσεις άλλων ως προς αυτόν σε πραγματικές ή επικείμενες κοινωνικές καταστάσεις. Ο Έλκαϊντ υποστήριξε ότι αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε να εξηγηθεί από την αντίληψη του εφήβου ότι θαυμάζεται ή επικρίνεται από τους άλλους τόσο, όσο από τον εαυτό τους. Ως αποτέλεσμα, δημιουργείται ένα κοινό, καθώς ο έφηβος πιστεύει ότι θα είναι το επίκεντρο της προσοχής.[1]

Ωστόσο, τις περισσότερες φορές το κοινό είναι φανταστικό.[1] Ο Έλκαϊντ πίστευε ότι η κατασκευή ενός φανταστικού κοινού εξηγούσε εν μέρει πολλές τυπικές συμπεριφορές των εφήβων και έπαιζε ρόλο στην αυτοσυνείδηση που αναδύεται στην πρώιμη εφηβεία. Ωστόσο, δεδομένου ότι το κοινό είναι συνήθως κατασκευή του ίδιου του εφήβου, αυτό που γνωρίζει είναι η δική του γνώση για τον εαυτό του.[1]

Σύμφωνα με τον Έλκαϊντ, η έννοια του φανταστικού κοινού βοηθά να εξηγηθεί γιατί οι έφηβοι συνήθως αποζητούν την ιδιωτικότητα και και την απομόνωση – είναι μια αντίδραση στην αίσθηση ότι βρίσκονται συνεχώς υπό αξιολόγηση. Έτσι, γίνονται ακραία επιτρικοί απέναντι σε άτομα εξουσίας, κυρίως σε γονείς και εκπαιδευτικούς, για να αποφύγουν την κριτική που θεωρούν ότι ασκούν πάνω τους οι άλλοι.[4]

Προσωπικός μύθος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έλκαϊντ υποστήριξε ότι οι έφηβοι έχουν την πεποίθηση ότι τα συναισθήματά τους είναι μοναδικά και ότι οι ίδιοι είναι ξεχωριστοί και αθάνατοι.[5] Χρησιμοποίησε τον όρο προσωπικός μύθος για να περιγράψει αυτή την έννοια, η οποία είναι το συμπλήρωμα του φανταστικού κοινού. Δεδομένου ότι ένας έφηβος συνήθως δεν διακρίνει ανάμεσα στις δικές του αντιλήψεις και τις αντιλήψεις των άλλων, τείνει να πιστεύει ότι έχει μεγάλη σημασία για τους γύρω του (το φανταστικό κοινό) και, κατά συνέπεια, θεωρεί τα συναισθήματά του κάτι ιδιαίτερο και μοναδικό.[1] Αυτή η πεποίθηση της προσωπικής μοναδικότητας και του αήττητου συμβάλλει στην ψευδαίσθηση των εφήβων ότι βρίσκονται πάνω από τους κανόνες, την πειθαρχία και τους νόμους που ισχύουν για τους άλλους. Η απομόνωση μπορεί να είναι ένας τρόπος να δείξουν την ατομικότητά τους.[6] Λόγω της δημιουργίας προσωπικού μύθου κάποια στιγμή, οι έφηβοι συχνά αντικαθιστούν τον ρόλο ενός ειδώλου, ενός ήρωα ή ακόμα και ενός θεού με τη δική τους εικόνα.[1]

Μετάβαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έλκαϊντ πίστευε ότι ο εγωκεντρισμός των εφήβων είναι ένα προσωρινό φαινόμενο που σταδιακά μειώνεται καθώς οι έφηβοι μεγαλώνουν. Ο λόγος, υποστήριξε ο Έλκαϊντ, είναι ότι μετά την ηλικιακή μετάβαση, δεν αναπτύσσονται νέα νοητικά συστήματα. Επομένως, οι νοητικές δομές που σχηματίστηκαν κατά την εφηβεία συνεχίζουν να λειτουργούν για την υπόλοιπη ζωή.[1] Αντίστοιχα, οι δύο νοητικές κατασκευές που προκύπτουν από τον εγωκεντρισμό, το φανταστικό κοινό και τον προσωπικό μύθο, σταδιακά ξεπερνιούνται και θα εξαφανίζονται, καθώς σταθεροποιείται η ηλικιακή μετάβαση.[1]

Συζητήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλές έρευνες έχουν εξετάσει διαφορετικές διαστάσεις της έννοιας του εφηβικού εγωκεντρισμού του Έλκαϊντ, ωστόσο, τα ευρήματα δεν έχουν υποστηρίξει καλά τη θεωρία.[7] Σύμφωνα με αυτές τις έρευνες, η εκδήλωση του εφηβικού εγωκεντρισμού δεν είναι ένα κανονιστικό αναπτυξιακό φαινόμενο που εμφανίζεται μόνο κατά την εφηβεία, αλλά ποικίλλει σε διαφορετικά πλαίσια.[7]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 Elkind, David (1967). «Egocentrism in Adolescence». Child Development 38 (4): 1025–1034. doi:10.1111/j.1467-8624.1967.tb04378.x. PMID 5583052. https://archive.org/details/sim_child-development_1967-12_38_4/page/1025. 
  2. Inhelder, Bärbel· Piaget, Jean (1958). The growth of logical thinking from childhood to adolescence. Basic Books. 
  3. 3,0 3,1 Ράλλη, Ασημίνα (2015). «Αναπτυξιακά χαρακτηριστικά της εφηβικής ηλικίας ΙI» (PDF). opencourses.uoa.gr. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. 
  4. Υφαντή, Θεανώ (2017). Μέτρηση & Αξιολόγηση Συναισθήματος & Επιπέδων Άγχους Σχετιζόμενα με τη Χρήση Διαδικτύου, σε Έφηβους Μαθητές (PDF). Λαμία: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. σελ. 21. 
  5. «Cognitive Development in Adolescence». Developmental Psychology. Ανακτήθηκε στις 20 Μαρτίου 2021. 
  6. Alberts, Amy; Elkind, David; Ginsberg, Stephen (2006-12-19). «The Personal Fable and Risk-Taking in Early Adolescence». Journal of Youth and Adolescence 36 (1): 71–76. doi:10.1007/s10964-006-9144-4. ISSN 0047-2891. 
  7. 7,0 7,1 Smetana, J.G.· VillaLobos M. (2010). Maholmes, Valerie, επιμ. Applied Research in Child & Adolescent Development: A practical guide. New York: Psychology Press. σελίδες 187–228.