Επαρχία Αγίου Βασιλείου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Επαρχία Αγίου Βασιλείου ήταν μία από τις τέσσερις επαρχίες του Νομού Ρεθύμνης της Κρήτης. Αντιστοιχεί ακριβώς στον σημερινό Δήμο Αγίου Βασιλείου. Καταργήθηκε το 1997, όταν τότε καταργήθηκε ο θεσμός των επαρχιών στην Ελλάδα, με το σχέδιο Καποδίστριας όπως τροποποιήθηκε αργότερα με το νεότερο σχέδιο Καλλικράτης. Συνόρευε βόρεια με την επαρχία Ρεθύμνης, ανατολικά με την επαρχία Αμαρίου, δυτικά την επαρχία Σφακίων του νομού Χανίων, και νότια βρεχόταν από το Λιβυκό πέλαγος. Η συνολική έκτασή της ήταν 347,8 τ.χλμ. καταλαμβάνοντας σχεδόν όλο το νότιο τμήμα του νομού.[1]

Πρωτεύουσα της επαρχίας ήταν το Σπήλι Ρεθύμνης και περιελάμβανε 26 κοινότητες, εξ ων 20 ορεινές, 5 ημιορεινές και μία μόνο πεδινή. Στην επαρχία αυτή υπάγονταν και δύο ακατοίκητες νησίδες τα Παξιμάδια. Εκ της συνολικής της έκτασης τα 154.800 στρέμματα ήταν καλλιεργήσιμα εδάφη, 180.000 στρέμματα βοσκότοποι και οικοδομήσιμη έκταση 12,8. Σπουδαιότερες πεδιάδες της ήταν η ομώνυμη του Αγίου Βασιλείου στο χωριό Κοξαρέ και εκείνη της Αγίας Γαλήνης.[1]

Θέση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επαρχία Αγίου Βασιλείου καταλαμβάνει το νότιο τμήμα του νομού Ρεθύμνου, εκτεινόμενη παραλιακά από την επαρχία Πυργιώτισσας, Ηρακλείου, ανατολικά, μέχρι την επαρχία Σφακίων, δυτικά. Συνορεύει προς βορά με την επαρχία Ρεθύμνου, ανατολικά με τις επαρχίες Αμαρίου και Πυργιώτισσας και δυτικά με την επαρχία Σφακίων. Έχει 38 χωριά και οικισμούς, πληθυσμό 10.079 (2001) κατοίκους και έκταση 359 τ.χ. ημιορεινού εδάφους.[1]

Γεωγραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βουνά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κυριότεροι ορεινοί όγκοι της επαρχίας Αγίου Βασιλείου είναι το Κέντρος (1777 μ.) που ‘χεν εκατό βρύσες στα τρίγυρά του (Μαρ. Μπουνιαλής), στη ανατολική συνοριακή γραμμή με το Αμάρι και στα νοτιοανατολικά του Κέδρους ο Σιδέρωτας (1177 μ.). Στο δυτικό τμήμα της επαρχίας, στην περιοχή των χωριών Μαριού, Κοξαρέ και Ατσιπάδες βρίσκεται η Κουρούπα (1001 μ.) που είναι το τελευταίο άκρο των Λευκών Ορέων, πάνω από το χωριό Σελλιά ο Τσιλίβδικας (980 μ.) και ακόμα δυτικότερα, στα σύνορα με την επαρχία Σφακίων, ο Κρυονερίτης (1310 μ.). Τέλος, από ανατολικά προς δυτικά, στην περιοχή των Μελάμπων, εκτείνεται το χαμηλότερο βουνό της επαρχίας, η Βουβάλα (945 μ.).[1]

Ποτάμια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ποτάμια της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, λόγω της ποιότητας του εδάφους και των μικρών σχετικά βροχοπτώσεων, είναι και λίγα και πτωχά σε ποσότητες νερού, και διαρρέουν τις άφθονες κοιλάδες και τα φαράγγια της. Αναφέρουμε τον Πλατύ ή Αμαριανό (αρχαίος Ηλέκτρας), που πηγάζει κυρίως από το Αμάρι και χύνεται ανατολικά της Αγίας Γαλήνης, τον Μέγα ή Κουρταλιώτη, που εμπλουτίζεται κυρίως από τις γνωστές πηγές του Αγίου Νικολάου (Κουρταλιώτη), αλλά συγκεντρώνει, περαιτέρω, και τα νερά του μεγαλύτερου μέρους της επαρχίας, καθώς και τους χειμάρρους Ακουμιανό (ανατολικά) και Πολύρριζο (δυτικά), που διέρχεται από το φαράγγι που περνά ανάμεσα από το Πάνω και το Κάτω Ροδάκινο.[1]

Φαράγγια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην επαρχία Αγίου Βασιλείου υπάρχουν αρκετά φαράγγια, εξαιρετικά θεαματικά τα περισσότερα, που χαρακτηρίζουν έντονα το ανάγλυφό της. Τα παραθέτουμε με αλφαβητική σειρά: της Γιαννούλας το φαράγγι (στο Φραττί), της Καλής Συκιάς το φαράγγι ή Καλησυκιανό φαράγγι (στην Καλή Συκιά), το εντυπωσιακό φαράγγι του Κοτσυφού (στα χωριά Άγιος Ιωάννης- Κάνεβος και νοτιότερα), το φημισμένο Κουρταλιώτικο φαράγγι απο την Κοξαρέ (η είσοδος, το Ποροφάραγγο, όπως το αποκαλούν) μέχρι και το ύψος του Ασώματου (η έξοδος), ο Φάραγγας (στο Σπήλι) και το φαράγγι τ’ Άγι’ Αντωνιού (παρά τον Άγιο Ιωάννη, διακόσια μέτρα ανατολικότερα του Καλησυκιανού φαραγγιού).[1]

Ιστορία / ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επαρχία Αγίου Βασιλείου- και πιο συγκεκριμένα ο Φοίνικας, στη νότια Λιβυκή ακτή- ήταν κατά την αρχαιότητα το λιμάνι της αρχαίας Λάππας (παρά τη σημερινή Αργυρούπολη, επαρχίας Ρεθύμνου) (Στράβων- Σκύλακας). Κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο (961-1204) η επαρχία Αγίου Βασιλείου ήταν γνωστή ως Κάτω Σύβριτος σε αντιδιαστολή με την Απάνω Σύβριτο, που συνδεόταν με την επαρχία Αμαρίου. Το όνομα διατηρείται και στις μέρες μας στην ονομασία της οικείας Μητρόπολης (Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων), ενώ κατά τη Βυζαντινή περίοδο οι επαρχίες Αγίου Βασιλείου και Αμαρίου αποτελούσαν την επισκοπή Συβρίτου. Στα χρόνια πριν από την Ενετοκρατία (1204/1211-1645/1669) η περιοχή ήταν γνωστή ως τούρμα της Κάτω Συβρίτου και μετά τον 14ο αι. έχουμε την Καστελανία του Αγίου Βασιλείου, που έδρευε στο ομώνυμο χωριό, τον Άγιο Βασίλειο. Στα χρόνια της Ενετοκρατίας στην εν λόγω επαρχία δεν αναφέρεται επισκοπή, ίσως γιατί δεν υπήρχαν κάτοικοι καθολικοί . Ο αρχαιότερος κατάλογος των οικισμών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου είναι αυτός του Φραγκίσκος Μπαρόκιος (κώδικας 384, fο 26v- 27r), της σειράς Fonds Italien, των χειρογράφων της Bibliothέque de Paris (απογραφή 1577), στην οποία αναφέρονται εβδομήντα χωριά υπαγόμενα στο Castelo San Basιlio chiamato Cato Sivrites (Καστέλι του Αγίου Βασιλείου, που ονομάζεται Κάτω Σύβριτος), ενώ ο Βασιλικάτα (απογραφή 1630) αναφέρει στην έκθεσή του 65 χωριά . Αργότερα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1645/1669-1898), η επαρχία Αγίου Βασιλείου αποτελεί τον ναχιγιέ και αργότερα τον καζά του Αγίου Βασιλείου με πρωτεύουσα τον Νευς Άγιο Βασίλειο και μετά την απελευθέρωση της Κρήτης (30/5/1913) της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, με πρωτεύουσα πλέον το δροσόλουστο Σπήλι. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας και μέχρι πρόσφατα (που προστέθηκε η λέξη «Συβρίτου») η επισκοπή ονομαζόταν Λάμπης και Σφακίων.

Από το έτος 1997 (νόμος Καποδίστρια) η επαρχία Αγίου Βασιλείου διαιρέθηκε σε δύο δήμους. Λάμπης, με έδρα το Σπήλι και Φοίνικα με έδρα τον Πλακιά , ενώ από 1/1/2011 (νόμος Καλλικράτη) οι δύο δήμοι (Λάμπης και Φοίνικα) επανενώνονται και πάλι στην παλιά διοικητική διαίρεση της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, αλλά ως Δήμος, πλέον, του Αγίου Βασιλείου.[1] Το δυτικό κομμάτι της επαρχίας (πρώην Δήμος Φοίνικα) που εκτείνεται από το χωριό Κοξαρέ μέχρι το Πλακιά και από εκεί στο Ανω Ροδάκινο και πίσω στο Νευς Αγιο Βασίλειο είναι ακόμη επηρεασμένο από τα Σφακιανά έθιμα και τη νοοτροπία καθώς πολλές οικογένειες εγκαταστάθηκαν τα χρόνια της Τουρκοκρατίας από τη γειτονική επαρχία Σφακίων στο δυτικό κομμάτι της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου.

Η ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομά της η επαρχία Αγίου Βασιλείου οφείλει στο ομώνυμο χωριό Άγιος Βασίλειος και κατά την Τουρκοκρατία Νευς Άγιος Βασίλειος, που το όνομά του πήρε από την παλιά τοιχογραφημένη εκκλησία του χωριού, που είναι αφιερωμένη στον άγιο Βασίλειο. Στην περιοχή αυτήν υπήρχε παλιό βυζαντινό φρούριο, γνωστό με το όνομα Κάτω Σύβριτος. Ο βενετσιάνος διοικητής εγκαταστάθηκε στο χωριό αυτό και εδώ συγκεντρώνονταν οι προνομιούχοι (privilegiati) της περιοχής για την εκγύμνασή τους στον εντόπιο στρατό (ordinanze).[1]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Τοπωνυμικό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2011, σελ. 167- 168 (τόμ. Ε΄ στη σειρά των Πρακτικών του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την επαρχία Αγίου Βασιλείου).