Δύσκολα χρόνια (μυθιστόρημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δύσκολα Χρόνια
ΣυγγραφέαςΚάρολος Ντίκενς
ΤίτλοςHard Times – For These Times
Hard Times: For These Times
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1854
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράHousehold Words
LC ClassOL8193387W[1]
LΤ ID10090
Πρώτη έκδοσηBradbury and Evans
ΠροηγούμενοA Child's History of England
ΕπόμενοLittle Dorrit
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Δύσκολα Χρόνια (αγγλικός τίτλος: Hard Times)[2] είναι το δέκατο μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς, που εκδόθηκε αρχικά σε συνέχειες σε εβδομαδιαίο περιοδικό από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο 1854 και τον ίδιο χρόνο σε βιβλίο.[3]

Πρόκειται για ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη φανταστική βιομηχανική πόλη Κόκταουν της Αγγλίας (εικόνα του Μάντσεστερ, του μεγάλου κέντρου κλωστοϋφαντουργίας και του Πρέστον όπου έμενε ο Ντίκενς κατά τη διάρκεια της απεργίας του Ιανουάριου 1854) και δείχνει τις δυσκολίες προσαρμογής των δύο κοινωνικών τάξεων, της επιχειρηματικής αστικής τάξης και των εργατών, στη νέα οικονομία που προέκυψε από τη βιομηχανική επανάσταση.

Ο συγγραφέας απεικονίζει με καταγγελτικό ρεαλισμό τις σκληρές συνθήκες της εργατικής τάξης, που παραδομένη σε επαγγελματίες δημαγωγούς, κυριαρχείται από την πραγματιστική και ωφελιμιστική αστική τάξη, άπληστη για κέρδη και εξουσία, της οποίας οι αδυναμίες παρουσιάζονται με καυστική ειρωνεία. Καταγγέλλει επίσης το εκπαιδευτικό σύστημα που βασίζονταν στη θεωρία του Τζέρεμι Μπένθαμ, που εξέταζε μόνο τις πρακτικές πλευρές της γνώσης αγνοώντας συναισθηματικές, πνευματικές και ηθικές αξίες.[4]

Το μυθιστόρημα είναι σημαντικά μικρότερο από τα άλλα έργα του συγγραφέα και ένα από τα λίγα που δεν διαδραματίζονται στο Λονδίνο. Έχει διασκευαστεί πολλές φορές για το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, το θέατρο και τον κινηματογράφο.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα παρουσιάζεται σε τρία μέρη, 16, 12 και 9 κεφαλαίων αντίστοιχα: Η Σπορά, Ο Θερισμός και Η Σοδειά, τα οποία απηχούν έναν στίχο από την Επιστολή προς Γαλάτες (6,7): «Ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος, αυτό θα θερίσει».

Η Σπορά

Ο κ. Γκαρντγκράιντ βρίσκει τη Λουίζα και τον Τομ να κρυφοκοιτάζουν στο τσίρκο, εικονογράφηση του Τσαρλς Στάνλεϊ Ράινχαρτ (1876).

Η δράση ξεκινά στο σχολείο που επιθεωρεί ο κ. Γκαρντγκράιντ στο Κόκταουν, όπου ο νέος δάσκαλος, ο κ. Τσωκαμτσάιλντ, είναι υπεύθυνος για τη διδασκαλία των γεγονότων στα παιδιά και την εξάλειψη τυχόν συμπτωμάτων φαντασίας: οι τέχνες και η λογοτεχνία αποκλείονται τελείως επειδή δεν είναι χρήσιμες. Σε κάθε περίπτωση, κακή εντύπωση προκαλεί η Σίσσυ Τζιούπε, που ο πατέρας της εργάζεται στο τσίρκο, ενώ ο νεαρός Μπίτσερ, πρότυπο μαθητή, απαντά σωστά.

Επιστρέφοντας στο σπίτι, ο κ. Γκαρντγκράιντ βρίσκει τα δικά του παιδιά να κατασκοπεύουν το περιοδεύον τσίρκο, παρά την ωφελιμιστική και ορθολογική ανατροφή τους. Τα οδηγεί στο σπίτι, όπου ο φίλος του, ο πλούσιος βιομήχανος και τραπεζίτης κ. Μπάουντερμπι, ενώ τον περίμενε, καταπλήσσει την φιλάσθενη κυρία Γκαρντγκράιντ με μια λεπτομερή περιγραφή των παιδικών του κακοτυχιών. Πεπεισμένος ότι η Σίσσυ Τζιούπε θα έχει καταστροφική επιρροή, ο κ. Μπάουντερμπι προτείνει να τη διώξουν και πηγαίνουν να ενημερώσουν τον πατέρα της.

Στον δρόμο, συναντούν τη Σίσσυ, η οποία τους οδηγεί στο πανδοχείο όπου μένει ο θίασος. Ο διευθυντής, ο κ. Σλήρυ, τους ενημερώνει ότι ο πατέρας της Σίσσυ, μετά από συνεχείς αποτυχίες στις παραστάσεις του, έφυγε πριν λίγο, εγκαταλείποντας την κόρη του. Ο Γκαρντγκράιντ προσφέρεται να την πάρει στο σπίτι του και να την αναθρέψει (και να της διδάξει τα γεγονότα): όλος ο θίασος την αποχαιρετά. Την επόμενη μέρα, ο Μπάουντερμπι μιλάει για τη Λουίζα στην οικονόμο του, την ξεπεσμένη αριστοκράτισσα κ. Σπάρσιτ. Η Λουίζα, η κόρη του κ. Γκαρντγκράιντ, και ο αδελφός της Τομ συζητούν για το κενό της ζωής τους. Παρά την προθυμία της, η Σίσσυ δεν κάνει καμία πρόοδο στην εκμάθηση των γεγονότων, αλλά συγκινεί τη Λουίζα.

Ο Στέφεν και η Ραχήλ

Ο εργάτης Στέφεν Μπλάκπουλ ανακαλύπτει απογοητευμένος ότι η σύζυγός του, αλκοολική που είχε εξαφανιστεί για αρκετό καιρό, επέστρεψε για να τον βασανίσει και κατά το μεσημεριανό διάλειμμα πηγαίνει να ρωτήσει τον Μπάουντερμπι, το αφεντικό του, για την πιθανότητα διαζυγίου. Φεύγοντας από το σπίτι του, συναντά μια παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα που φαίνεται να θαυμάζει τον Μπάουντερμπι στα κρυφά. Το βράδυ, όταν τελικά επιστρέφει στο σπίτι, ανακαλύπτει ότι η Ραχήλ, μια εργάτρια με την οποία είναι ερωτευμένος, έχει έρθει να φροντίσει τη γυναίκα του.

Ο κ. Γκαρντγκράιντ εκλέγεται βουλευτής, φεύγει για το Λονδίνο και η Σίσσυ μένει σπίτι για να φροντίζει τη σύζυγό του. Ο Τομ αρχίζει να εργάζεται στην τράπεζα του Μπάουντερμπι και ενθαρρύνει την αδερφή του να τον παντρευτεί. Η κ. Σπάρσιτ αποδοκιμάζει αυτόν τον γάμο που προβλέπει ότι θα αποτύχει.[5]

Ο θερισμός

Ο Τζαίημς Χάρτχαουζ σε δείπνο στο σπίτι του κ. Μπάουντερμπι

Ο Τζαίημς Χάρτχαουζ, ένας ανήθικος δανδής από το Λονδίνο, έρχεται στο Κόκταουν για να ασχοληθεί με την τοπική πολιτική. Προσκεκλημένος στο σπίτι του κ. Μπάουντερμπι, ενδιαφέρεται για τη Λουίζα και προσεγγίζει τον Τομ για να μάθει περισσότερα για την αδερφή του, την οποία σχεδιάζει να αποπλανήσει για να διασκεδάσει την ανία του. Εν τω μεταξύ, ένας συνδικαλιστής, ο Σλάκμπριτζ, προσπαθεί να αφυπνίσει την ταξική συνείδηση ​​στους εργάτες και να τους παρακινήσει να ενωθούν. Μόνο ο Στέφεν αρνείται να πειστεί, λέγοντας ότι θα επιδεινωθεί η κατάσταση. Οι συνάδελφοί του τον απομονώνουν, αλλά αρνείται να τους καταγγείλει όταν τον καλεί το αφεντικό του. Έξαλλος ο κ. Μπάουντερμπι, τον απολύει. Ο Στέφεν πρέπει να φύγει από το Κόκταουν για να βρει δουλειά αλλού.

Περνά το βράδυ με τη Ραχήλ και την παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα. Η Λουίζα έρχεται να του προσφέρει οικονομική βοήθεια και ο αδελφός της, που τη συνοδεύει, του λέει κρυφά να τον περιμένει κοντά στην τράπεζα για μια ώρα τα επόμενα βράδια πριν την αναχώρησή του, υποσχόμενος κάποια αόριστη βοήθεια. Ο Στέφεν το κάνει αλλά ο Τομ δεν εμφανίζεται. Ο Χάρτχαουζ, από την πλευρά του, πραγματοποιεί πολιτικές προόδους και προσεγγίζει όλο και περισσότερο τη Λουίζα. Ένα πρωί, ο κ. Μπάουντερμπι ανακαλύπτει ότι έχουν κλαπεί 150 λίρες από την τράπεζα. Οι υποψίες επικεντρώνονται στον Στέφεν, αν και η Λουίζα υποψιάζεται τον αδελφό της.

Ενώ η κ. Σπάρσιτ φροντίζει όλο και περισσότερο τον κ. Μπάουντερμπι και ο κ. Γκαρντγκράιντ βρίσκεται στο Κοινοβούλιο στο Λονδίνο, η Λουίζα επιστρέφει στο πατρικό της όπου η μητέρα της πεθαίνει. Όταν επιστρέφει στον σύζυγό της, η κ. Σπάρσιτ αρχίζει να την κατασκοπεύει, πεπεισμένη ότι πρόκειται να ενδώσει στον Χάρτχαουζ. Ακούει την ερωτική εξομολόγηση του τελευταίου και την υπόσχεση της Λουίζας να τον συναντήσει στην πόλη το ίδιο βράδυ. Όμως χάνει τα ίχνη της Λουίζας, η οποία αντί για το ραντεβού καταφεύγει στο πατρικό της. Ο πατέρας της ανακαλύπτει με απογοήτευση πόσο δυστυχισμένη έκανε την κόρη του η εκπαίδευσή της.[6]

Η σοδειά

Η Λουίζα αναρρώνει αργά, υπό την επίβλεψη της Σίσσυ, η οποία παίρνει την πρωτοβουλία να πείσει τον Χάρτχαουζ να φύγει. Ο κ. Μπάουντερμπι έρχεται να διεκδικήσει τη σύζυγό του, αλλά, αντιμέτωπος με την άρνηση του πατέρα της να την αφήσει να φύγει στην κατάσταση που βρίσκεται, την αποκηρύσσει.

Για να ξεφύγει από τα συζυγικά του προβλήματα, επιμένει να ανακαλύψει τον δράστη της κλοπής. Ο Σλάκμπριτζ υποκινεί τους εργάτες εναντίον του Στέφεν. Η Ραχήλ αποκαλύπτει την επίσκεψη της Λουίζας και τη βοήθεια που πρόσφερε στον Στέφεν και του γράφει να επιστρέψει για να υπερασπιστεί την τιμή του, αλλά εκείνος δεν επιστρέφει και οι υποψίες αυξάνονται. Ένα βράδυ αποκαλύπτεται ότι η ηλικιωμένη άγνωστη, την οποία η κ. Σπάρσιτ παρουσιάζει ως συνεργό του Στέφεν, είναι η μητέρα του Μπάουντερμπι, που έχτισε τη φήμη του σε μια απάτη.

Η διάσωση του Στέφεν

Η Σίσσυ και η Ραχήλ ανακαλύπτουν ότι ο Στέφεν επιστρέφοντας στο Κόκταουν έπεσε σε ένα παλιό αχρηστευμένο φρεάτιο ορυχείου. Η βοήθεια οργανώνεται, αλλά είναι βαριά τραυματισμένος και προλαβαίνει μόνο να αποχαιρετήσει τη Ραχήλ. Στη συνέχεια, οι υποψίες επικεντρώνονται στον Τομ, τον οποίο η Σίσσυ συμβουλεύει να καταφύγει ανάμεσα στους ανθρώπους του τσίρκου του κ. Σλήρυ. Παρά τις προσπάθειες του Μπίτσερ, ο οποίος επίσης εργάζεται στην τράπεζα του Μπάουντερμπι, που ανακαλύπτει τον Τομ και προσπαθεί να τον φέρει πίσω στο Κόκταουν για να δικαστεί, καταφέρνουν να τον επιβιβάσουν σε πλοίο για την Αμερική.

Στον επίλογο του μυθιστορήματος αποκαλύπτεται το υποτιθέμενο μέλλον των χαρακτήρων. Οι κακοί τιμωρούνται: η κ. Σπάρσιτ απολύεται, ο Μπάουντερμπι πεθαίνει από αποπληξία, ο Τομ πεθαίνει στην εξορία του. Οι καλοί ανταμείβονται: η Σίσσυ θα είναι χαρούμενη και θα δημιουργήσει οικογένεια. Η Ραχήλ θα συνεχίσει να εργάζεται, ντυμένη στα μαύρα, ειρηνική και γαλήνια, γιατί η μοίρα της είναι στη δουλειά, ο κ. Γκράντγκραιντ θα γίνει πιο συμπονετικός αλλά χάνει την επιρροή στους πρώην συναδέλφους του, η Λουίζα δεν θα ξαναπαντρευτεί και δεν θα κάνει ποτέ παιδιά.[7]

Χαρακτήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κύριος και η κυρία Γκραντγκράιντ έχουν πέντε παιδιά: τη Λουίζα, τον Τομ, την Τζέιν, τον Άνταμ Σμιθ και τον Μάλθους, τα δύο τελευταία ονομάστηκαν από τον Άνταμ Σμιθ, ιδρυτή του οικονομικού φιλελευθερισμού και συγγραφέα του Έρευνες για τη Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών, και τον Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους, συγγραφέα του έργου Δοκίμιο για την Αρχή του Πληθυσμού.

Η Λουίζα και ο πατέρας της

Τόμας Γκραντγκράιντ: Αυστηρός επιθεωρητής του κοινοτικού σχολείου. Πλούτισε από επιχειρήσεις χονδρικής πώλησης υλικών, παρουσιάζεται ως «άνθρωπος της πραγματικότητας, άνθρωπος των γεγονότων και των υπολογισμών. Ένας άνθρωπος που ενεργεί με βάση την αρχή ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Εκπρόσωπος της αστικής τάξης, εκλέγεται βουλευτής. Σωματικά είναι άνθρωπος «τετράγωνος», η επανάληψη του όρου στο πρώτο κεφάλαιο (τετράγωνο παλτό, τετράγωνα πόδια, τετράγωνοι ώμοι ) τονίζουν τη σιγουριά και την πνευματική ακαμψία του. Ωστόσο, η καρδιά του δεν είναι εντελώς αναίσθητη. Για παράδειγμα, «αισθάνεται πάρα πολύ συμπάθεια για τη Σίσσυ για να μπορέσει να την περιφρονήσει». Μετά τις δυστυχίες που τον βρήκαν, αντιλαμβάνεται τι έγινε με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του, συνειδητοποιεί τη χρεοκοπία του εκπαιδευτικού του συστήματος του, μετανοεί, γίνεται πιο ανθρώπινος, «υποτάσσοντας τα γεγονότα και τα στοιχεία του στην πίστη, την ελπίδα και τη φιλανθρωπία».[8]

Λουίζα: Η μεγαλύτερη κόρη του κ. Γκραντγκράιντ και αργότερα σύζυγος του κ. Μπάουντερμπι, έμαθε να καταπνίγει μέσα της όλα όσα θα μπορούσαν να θυμίζουν συναίσθημα και φαντασία. Περνά τις ώρες της «κοιτάζοντας τις κόκκινες σπίθες που πέφτουν από τη φωτιά, ασπρίζουν και πεθαίνουν», μια εικόνα του πόνου στη ζωή της. Στα 19 της, παντρεύεται τον 50χρονο Μπάουντερμπι για να υπακούσει στον πατέρα της και να ευχαριστήσει τον αδερφό της, το μόνο άτομο για το οποίο νιώθει ένα πραγματικό και βαθύ συναίσθημα στοργής. Αναγνωρίζει αόριστα ότι το εκπαιδευτικό σύστημα του πατέρα της της έχει στερήσει κάθε χαρά από την παιδική της ηλικία.

Τομ Γκραντγκράιντ: ένα άθλιο αγόρι με τερατώδη εγωισμό. Αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση για την εκπαίδευση που έλαβε από τον πατέρα του, μόλις αποκτά λίγη ανεξαρτησία αρχίζει μια ζωή άσωτη, βυθίζεται στα χρέη και κλέβει το αφεντικό του κ. Μπάουντερμπι, κανονίζοντας να κατηγορηθεί ο Στέφεν Μπλάκπουλ. Τελικά ανακαλύπτεται, ο πατέρας του τον στέλνει στην Αμερική, με τη βοήθεια του κ. Σλήρυ. Πεθαίνει στο εξωτερικό γεμάτος τύψεις.[9]

Κυρία Γκραντγκράιντ: Φιλάσθενη, υποχόνδρια, διαρκώς παραπονούμενη. Χωρίς φαντασία, ένας από τους λόγους για τους οποίους ο κύριος Γκραντγκράιντ την παντρεύτηκε, είναι εντελώς υποταγμένη από την προσωπικότητα του συζύγου της και έκπληκτη από όλα τα «γεγονότα» και τις «-ολογίες» που μελετούν τα παιδιά της. Μη έχοντας το σθένος να μαλώσει με τον άντρα της, προτιμά να σιωπά.

Τζέιν: Η μικρή αδερφή της Λουίζας και του Τομ, έχει την ευκαιρία να ζήσει με τη Σίσσυ, πράγμα που σημαίνει ότι δεν καταστρέφεται εντελώς από την εκπαίδευση και θα είναι πιο ευτυχισμένη από τη Λουίζα.

Ιωσίας Μπάουντερμπι: Αξιοσέβαστος βιομήχανος και τραπεζίτης, ο καλύτερος φίλος του κ. Γκραντγκράιντ, καυχησιάρης, θορυβώδης. Ενδιαφέρεται περισσότερο για την εξουσία και τα χρήματα παρά για τα «γεγονότα». Παρουσιάζεται επιδεικτικά ως το ζωντανό παράδειγμα της κοινωνικής ανόδου, από τη δυστυχία στην ευτυχία ( «από τα κουρέλια στα πλούτη» ): ισχυρίζεται ότι μεγάλωσε με την αλκοολική γιαγιά του και ανατράφηκε στην κοινωνία με την τροφή της στέρησης και της θέλησης. Προβάλει την ωμή και χοντροκομμένη πλευρά του και κομπάζει με κακεντρέχεια βλέποντας την ξεπεσμένη αριστοκράτισσα κ. Σπάρσιτ στην υπηρεσία του. Τελικά αποκαλύπτεται η καταγωγή του και γελοιοποιείται.

Καικιλία (Σίσσυ): Ευαίσθητη, συμπονετική με ζωηρή φαντασία, ο αντίποδας της Λουίζας. Όταν ο πατέρας της, τον οποίο υπεραγαπά, εξαφανίζεται, την ανατρέφουν οι Γκραντγκράιντ, για τους οποίους νιώθει σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Διαθέτει όλες τις ιδιότητες του φύλακα-αγγέλου του σπιτιού, θέμα αγαπητό στη βικτωριανή φαντασία: μια στοργική και προσεκτική παρουσία, συμπαραστέκεται στην κ. Γκραντγκράιντ και στη Λουίζα και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, όπως: αναγκάζει τον Τζέημς Χάρτχαουζ να φύγει από το Κόκταουν, τρέχει να ζητήσει βοήθεια για να βγάλουν τον Στέφεν από το πηγάδι του ορυχείου.

Ο Στέφεν συντετριμμένος βλέπει ότι η γυναίκα του έχει επιστρέψει.

Στέφεν Μπλάκπουλ: Εργάτης σε ένα από τα εργοστάσια του κ. Μπάουντερμπι, περίπου 40 ετών, έντιμος, πρόωρα γερασμένος. Παρά τη συμπάθεια και τον σεβασμό που του δείχνουν οι συνάδελφοί του, δεν έχει κανένα ρόλο στον εργασιακό κόσμο, δεν είναι ηγέτης. Αντίθετα, είναι βασανισμένος, μοναχικός. Είναι παντρεμένος με μια αλκοολική γυναίκα που τον εγκαταλείπει και επιστρέφει όποτε έχει ανάγκη. Θα ήθελε να πάρει διαζύγιο για να παντρευτεί τη Ραχήλ αλλά μαθαίνει ότι η διαδικασία είναι απαγορευτικά ακριβή. Αφού χάνει τη δουλειά του στο εργοστάσιο, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πόλη και να βρει δουλειά αλλού. Κατηγορείται άδικα ότι διέπραξε μια κλοπή. Καθώς επιστρέφει, πέφτει στο πηγάδι ενός εγκαταλελειμμένου ορυχείου και τραυματίζεται. Τον βρίσκουν αλλά τελικά πεθαίνει.[3]

Ραχήλ: Απλή, ειλικρινής, συγκρατημένη, αγαπά τον Στέφεν, ο οποίος όταν ήταν νέοι παντρεύτηκε τη φίλη της που έχει γίνει πλέον αλκοολική και βίαιη. Τη φροντίζει παρ' όλα αυτά με αφοσίωση, όταν επιστρέφει από τις περιπλανήσεις της, από πίστη στην παλιά τους φιλία και από συμπόνια. Ο Στέφεν τη βλέπει σαν φύλακα άγγελο που τον στηρίζει. Γι' αυτόν τον τραχύ άντρα, είναι μια φωτεινή παρουσία.

Η κ. Σπάρσιτ: Οικονόμος του κ. Μπάουντερμπι. Αριστοκρατικής καταγωγής, κακοπαντρεύτηκε, χήρεψε και άρχισε να εργάζεται από ανάγκη. Έχει μεγάλη γαμψή μύτη και πυκνά μαύρα φρύδια, καλλιεργεί έναν αέρα αξιοπρέπειας και ανωτερότητας. Εγωίστρια, χειριστική, υποκρίτρια, πλέκει τον ιστό της γύρω από τον Μπάουντερμπι, τον οποίο θα ήθελε να παντρευτεί. Έτσι κάνει τα πάντα για να καταστρέψει τον γάμο του με τη Λουίζα. Με τον υπερβάλλοντα ζήλο της το μόνο που καταφέρνει είναι να αποκαλύψει την ύπαρξη της διακριτικής κ. Πέγκλερ και τα ψέματα του αφεντικού της.

Ο Τζαίημς Χάρτχαουζ και ο Τομ

Τζαίημς Χάρτχαουζ: Φιλελεύθερος δανδής, γοητευτικός νεαρός άνδρας που περιφέρει την πλήξη του. Ο αδερφός του τον στέλνει στο Κόκταουν για να μπει στην πολιτική στο κόμμα του κ. Γκραντγκράιντ. Αδιάφορος για όλα, δεν ενδιαφέρεται ούτε για την εξουσία ούτε για τα χρήματα. Χωρίς προσωπικές απόψεις. Η ψυχρή Λουίζα του κινεί την περιέργεια και, βαριεστημένος γρήγορα από την πολιτική, προσπαθεί να την καταλάβει και στη συνέχεια να την κατακτήσει. Χρησιμοποιεί τις συχνές συζητήσεις που κάνει μαζί της για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της.[10]

Ο κ. Σλήρυ: Ο διευθυντής του τσίρκου, είναι ο αντίποδας του κ. Γκραντγκράιντ: θεωρεί ότι το γέλιο, η ποίηση, η φαντασία είναι απαραίτητα για τη ζωή. Θα βοηθήσει γενναιόψυχα τον Τομ να γλυτώσει τη φυλακή, πρώτα κρύβοντάς τον ανάμεσα στον θίασό του και μετά οργανώνοντας την επιβίβασή του σε πλοίο για την Αμερική.[11]

Η Κυρία Πέγκλερ: είναι η στοργική ηλικιωμένη μητέρα του Τζόσια Μπάουντερμπι, η οποία έχει συμφωνήσει να μένει στη σκιά, αλλά έρχεται μια φορά το χρόνο στο Κόκταουν για να τον καμαρώσει από μακριά.

Ο Μπίτσερ: μαθητής του σχολείου του κ. Γκραντγκράιντ, καθαρό προϊόν του συστήματος της ωφελιμιστικής εκπαίδευσης, ο καλύτερος μαθητής στο σχολείο, προσλαμβάνεται στην τράπεζα του Bounderby όπου κατασκοπεύει τον Τομ για λογαριασμό της κ. Σπάρσιτ. Χωρίς ενδοιασμούς, έχει τη φιλοδοξία να πάρει τη θέση του Τομ και παρά λίγο να καταφέρνει να τον σταματήσει στη φυγή του όταν αποδείχθηκε η ενοχή του.

Ο Σλάκμπριτζ: σατιρικός χαρακτήρας του συνδικαλιστή, επιθετικού, επιδέξιου ομιλητή, δημαγωγού χωρίς ενδοιασμούς. Παρουσιάζεται ως επαγγελματίας ταραξίας.

Ο κ. Τσωκαμτσάιλντ: δάσκαλος, μέσω του οποίου ο Ντίκενς στοχοποιεί το «Πρόγραμμα Β» (τα θέματα που πρέπει να γνωρίζουν οι διδάσκαλοι) και το Ιδιωτικό Συμβούλιο της Αυτού Μεγαλειότητας (αφού δεν υπάρχει πραγματικό Υπουργείο Παιδείας το 1853) που το καθιέρωσε. Η διδασκαλία του καταπνίγει τη φαντασία και τα συναισθήματα των παιδιών.

Ο θίασος των ακροβατών: το τσίρκο του κ. Σλήρυ σχηματίζει μια μεγάλη ανομοιογενή οικογένεια: η κόρη του Ζοζεφίν, «μια όμορφη ξανθιά δεκαοκτώ ετών», ο Τσάιλντερς και ο Κίντερμινστερ, οι ιππείς, οι ακροβάτες, οι χορευτές και χορεύτριες σε τεντωμένο σχοινί, «απλοί άνθρωποι με τρυφερή καρδιά». Ο κλόουν σενιόρ Τζιούπε, για να μην τους γίνεται φόρτωμα με τις αποτυχίες του, έφυγε από τον θίασο, παίρνοντας μαζί του τον σκύλο του.[5]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δύσκολα Χρόνια, μετάφραση: Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, εκδόσεις Γράμματα, 1979
  • Τα δύσκολα χρόνια, μετάφραση: Γεωργία Αλεξίου, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1978, 2010[12]
  • Δύσκολα χρόνια, μετάφραση: Γιώργος Κοντζιούλας, εκδόσεις Μάλλιαρης, 2017

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Hard Times στο Wikimedia Commons