Δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (αγγλ. capital adequacy ratio)[1][2] είναι ένας βασικός δείκτης που αποτυπώνει τη γενική οικονομική εικόνα ενός τραπεζικού ιδρύματος (τράπεζας) και ο οποίος έχει καθοριστεί εντός των νόμιμων πλαισίων των Εποπτικών Αρχών για την κεφαλαιακή επάρκεια όλων ανεξαιρέτως των τραπεζικών ιδρυμάτων.[3]

Βασικά οικονομικά μεγέθη που αποτυπώνουν το μέγεθος και την ποιότητα του ενεργητικού της τράπεζας, την ποιότητα και την επάρκεια της διοίκησης, την ετήσια κερδοφορία της, καθώς επίσης και τη ρευστότητα, συνεκτιμώνται και επιδρούν στον λεγόμενο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Ταυτόχρονα για τον υπολογισμό αυτού του κρίσιμου δείκτη (ο οποίος αναπροσαρμόζεται και εκτιμάται σε ετήσια βάση) λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και οι συνθήκες του μακροοικονομικού περιβάλλοντος της χώρας, καθώς επίσης και βασικές μεταβλητές της Οικονομίας, όπως π.χ. το ΑΕΠ - Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, το ποσοστό της ανεργίας, ο τρέχων πληθωρισμός, και πρωτίστως το επιτόκιο διατραπεζικού δανεισμού.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]